Με το γράψιμο
Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό το γράψιμο το ευλογημένο, πως
είναι ευλογημένο το ξέρουν όσοι γράφουν κι όσοι κατάλαβαν τι μαγεία κρύβει το
άγνωστο, κανείς δεν ξέρει τι θα του κατέβει ενώ γράφει, κι ύστερα λέει ο ίδιος:
πώς μου κατέβηκε αυτό; πώς το είπα; και δεν θυμάται για να το επαναλάβει το
ίδιο, τέλος πάντων, γράφω καμιά φορά και μου λεν, σε αναλύσεις έργων άλλων
ποιητών ιδιαίτερα, «αυτά που γράφεις είναι βαθυστόχαστα, πολύς κόσμος δεν τα
καταλαβαίνει», ούτε κι εγώ καταλαβαίνω πώς μου κατέρχονται, και δε τα βρίσκω
εγώ βαθυστόχαστα, τα έργα που αναλύω έχουν μέσα τα στοιχεία αυτά, ή ακόμα και
σε άρθρα, «γράφε πιο απλά» μου λεν, «θέλουμε λεξικό καμιά φορά», εγώ βέβαια δεν
το συνειδητοποιώ, αλλά μου συμβαίνει να διαβάζω κείμενα άλλων, θεωρούμενα «βαθυστόχαστα»
σε πολλά εισαγωγικά, και δεν καταλαβαίνω τίποτε, μα προσπαθώ, τα αντιγράφω,
κάθομαι από πάνω τους να τα κατακτήσω, γράφω περιληπτικά το περιεχόμενο, αγωνίζομαι
να βρω τη λογική τους, αντιλαμβάνομαι πως χρησιμοποιούν τις λέξεις με ένα δικό τους
τρόπο, μόνο εκείνοι έτσι τις εννοούν, θα έλεγα, και όμως να, από κάτω από το
κείμενό τους αρχίζει συζήτηση, βρε καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειται, συνεννοείστε;
Στο τέλος ο καθένας λέει το δικό του, κι
όλοι είναι ευχαριστημένοι, έστω κι αν εγώ ουδέν κατενόησα!!! Το κακό
είναι που συμβαίνει το ίδιο και με κείμενα που δίνονται στους μαθητές,
ακαταλαβίστικα, γονατίζω πάνω τους, τίποτε δεν βγαίνει, και στο τέλος δεν κακίζω
τα παιδιά που δεν τα κατανοούν αλλά αυτούς που τους τα έδωσαν και πρώτα πρώτα αυτούς
που τα έγραψαν. Έτσι ακαταλαβίστικα. Πάντως με τον Πλάτωνα και με τον Κάντιο
και με τον Σπινόζα πολύ καλά τα πήγα. Τους κατάλαβα όσο δυνατόν. Γονατιστός από
πάνω τους, μα άξιζε.
Στέλιος Παπαντωνίου