Κατέβα μόνος σου
Φοβούμαι, Κύριε, να, πάρε μαχαίρι, κόψε δεσμά, κι εγώ που
δεν μπορώ παρά να κόβω το ψωμί, και τον άρτο κάποτε, να μοιράζω στη γειτονιά
μερίδες, κι αντίδωρο στην αυλή της εκκλησιάς, πάρ’ το και σκότωσε, τη λευτεριά
σου θα τη βρεις στη σφαγή των δεσμών, μη φοβηθείς το αίμα, δικό σου θα ’ναι, κι
έτσι άρχισα να κατεβαίνω, μια προς τα κάτω μια να ξανανεβαίνω, να παρακολουθώ
το ποτάμι που έτρεχε στα πόδια μου, να πετάγονται μέσα από τα σκότη η μάνα κι ο
κύρης μου, Οδυσσέας ένα πράμα στον άδη, κι ήταν πιο πολλοί οι πεθαμένοι μου,
την Παρασκευή να πάρω στην εκκλησιά κόλλυβα, μαζί κι οι αμαρτίες μου και τα
πονηρά τελώνια, μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από του παιδός σου, στο ξαναλέω,
να το μαχαίρι, κατέβα μόνος σου.