μη μου άπτου
Ο ιερέας στην ιερά τράπεζα αναγίνωσκε το εωθινό ευαγγέλιο
η Μαρία έξω, να περιποιηθεί τα κόλλυβα, το κερί, τους άρτους,
ύστερα από την ταυτοποίηση
σκέφτηκε να του κάμνει κάθε βδομάδα μνημόσυνο
σ’ ένα χρόνο θα ‘βγαιναν καμιά πενηνταριά,
όσα χρόνια περίπου της λείπει,
γονατισμένη εκεί,
κι ένα αγέρι περνά από μπροστά της, το νιώθει,
ανοίγει τα χέρια να τ’ αγκαλιάσει
«Μαρία, μη μου άπτου, ου πω αναβέβηκα προς τον πατέρα μου»,
κι εκείνος κι η μάνα
άλλα τόσα χρόνια μακαρισμένοι.