Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

τι Βερολίνο τι Λευκωσία


Τι Βερολίνο τι Λευκωσία

Και στο Βερολίνο ζουν καλά, κι εμείς δεν μπορούμε να πούμε πως ζούμε ή ζήσαμε ή θα ζήσουμε καλύτερα, έστω κι αν δεν έχουμε μια πύλη του Βραδεμβούργου, μα τρεις, μια της Πάφου, μια της Αμμοχώστου και μια της Κερύνειας, αυτή της Κερύνειας βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη πλευρά της Λευκωσίας, όπως τον Χίτλερ τότε, με τους ναζιστές του, 30 Ιανουαρίου του 1933, κατέστρεψε την εβραϊκή κοινότητα του Βερολίνου, με 170.000 άτομα, εμάς ήταν 1956, ο άγιος Λουκάς, μικρή ελληνική χριστιανική ενορία, δέχτηκε τα πρώτα πλήγματα, το σχέδιο ήταν να αρχίσουν οι Μουσουλμάνοι Τούρκοι να συγκεντρώνονται στο δικό τους τμήμα της Λευκωσίας, να αρχίσει η διχοτόμηση, «για τακσίμ για ολούμ», αυτό ήταν το σύνθημα, κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη τόσα χρόνια,  μέχρι που το 1963 ξανάρθαν οι Εγγλέζοι, όπως στο έργο «οι Γερμανοί ξανάρχονται», τράβηξαν με το πράσινο μολύβι τους μια γραμμή, χώρισαν τη Λευκωσία με συρματόπλεγμα, πολλές ελληνικές περιοχές βρέθηκαν στα τούρκικα, γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι έτσι είν’  η ζωή μας μεσημέρι βράδυ,  μέσα στο σχέδιο κι οι εγγλέζοι  από παλιά, ακόμα και γεννήτορές του μπορεί να τους πει κανείς, κι έτσι αποκτήσαμε και την πράσινη γραμμή, πράσινο το χρώμα της ελπίδας, μόνο που από το 1974 έγινε μαύρη κατάμαυρη, νεκρή ζώνη, η μόνη εναπομείνασα διχοτομημένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη, να έχουμε να λέμε, έχουμε τα πρωτεία!

Και πήγαν στο Βερολίνο τα παιδιά, να τους καλεί ο Αντώνιος, φωτογραφία, αθανατίσατε σκηνήν,  στο φόντο η πύλη του Βραδεμβούργου, γιατί δεν έρχεσαι εδώ, Αντώνιε παιδί μου, να σου μιλήσουμε για πύλες, να φωτογραφηθείς, να ευχαριστηθεί πύλες το στομάχι σου!!! Και περιμένουμε λύση, όλα για το θεαθήναι με φόντο την πύλη.

Το 1989, η λαϊκή πίεση από τους κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας οδήγησε στις ταραχές και την σταδιακή κατεδάφιση του τείχους του Βερολίνου, στις 3 Οκτωβρίου του 1990,  οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εμείς περιμένουμε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, (ΔΔΟ) μόνο μερικοί ξέρουν τι σημαίνει μα δεν μας το λεν ευθέως, παρουσιάζονται από τηλεοράσεως ως οι μόνοι ειδήμονες, άλλα λεν άλλα κρύβουν, τα περισσότερα, κι αυτό είναι το χείριστο και κάκιστο. Αφού έχετε τα κότσια, πείτε ευθέως και ειλικρινά στο λαό για ποια λύση μιλάτε, αλλά βέρα ελληνικά και ξάστερα, όχι μεσοβερολινέζικα!


Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Το σαρανταήμερό μας του Παπαδιαμάντη


Στέλιος Παπαντωνίου

Το σαρανταήμερό μας του Παπαδιαμάντη

Παππούλη, του λέω, δεν είσαι συ για να ψάχνω να βρίσκω ηθογραφικά στοιχεία στο έργο σου, μια απέραντη αγκαλιά, μια άδολη αγάπη στο συνάνθρωπο, κι οι παπάδες σου ιερά πρόσωπα, κι οι ψαλτάδες, τέτοιες μέρες νηστείας, σαραντάημερο, ζήσαμε τα σαρανταλείτουργα στη γειτονιά τ’ άη Κασσιανού, όποια οικογένεια ήθελε να μνημονεύονται τα πεθαμένα της έδινε ένα χαρτάκι στον παπά, κι αυτός, πέντε η ώρα το πρωί, στο φούρνο του Πιτζιολή, λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησιά, φρέσκο ψωμί ολόζεστο ν’ αχνίζει, μνημόνευε ο παπαΚωνσταντίνος στην αγία πρόθεση, κερματίζαμε το ψωμί, σαν μερίδα της Κυριακής, ένα λόγχισμα στο κέντρο, γεμίζαμε άσπρα σακούλια καθαρά, κι αρχίζαμε τη διανομή στα σπίτια, «την μερίδα σας», αλησμόνητες μυρουδιές της πρωίας μέσα στα σπίτια, στενές φτωχικές κάμαρες νοικιασμένες, τα χνώτα των ενοίκων, η καπήρα στο πύραυνο, τσάι γλυκάνισσο.

Άλλα είχες εσύ, παπαδοπαίδι, άλλα έζησες στη Σκιάθο, στη «Συντέκνισσα», η φιλανθρωπία του ιερέα, η αυτοθυσία, μέσα στα χιόνια και στις βροχές, με τους βοσκούς στις μάντρες στο βουνό να περιμένουν την αγία παλάμη της εκκλησίας, το βάφτισμα, την ταφή, και τα έθιμα της εποχής, σαραντάημερο, να προσφέρουν τον άρτο ή το αλεύρι οι γυναίκες, για τον παπά και την παπαδιά, για τη μνήμη των τεθνεώτων, σε μια εποχή που « ὁ παρείσακτος νεωτερισμὸς ἀκόμη δὲν εἶχε ποδάρια διὰ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, ὠνόμαζε τὸ πιᾶτο πινάκι, τὴν σουπιέρα λοπάδα, τὸ μπαρμπούνι τριγλί, τὸ τσεκούρι ἀξινάρι, τὴν πουλάδα νοσσίδα, καὶ τὴν κουμπάρα, εἰς τὴν ὁποίαν ὡμίλει, τὴν προσηγόρευε “συντέκνισσα”» .

«Ἦτον σαρανταήμερον, παραμοναὶ τῶν Χριστουγέννων, καί, κατὰ τὸ ἔθος, ἡ μυσταγωγία ἐτελεῖτο καθημερινῶς εἰς τοὺς ναούς» έτσι και σε μας, ο παπάΚωστας από τη Φασούλα της Λεμεσού, καθημερινά λειτουργούσε μόνος και μετά μόνου, στο τέλος θα έπαιρνε την αμοιβή, την ημέρα των Φώτων πηγαίναμε μαζί στα σπίτια που μνημόνευε, τι λουκούμια, τι κεραστικά στο ράσο, και στη λεκάνη του αγιασμού μπακίρες, τα νομίσματα της εποχής.

Εσύ άλλα έζησες, Αλεξανδρή μου,  ” Ὅλ᾽ αἱ ἐνορίτισσαι τοῦ παπα-Βαγγέλη τοῦ ἐκουβαλοῦσαν στὸ σπίτι τὰ συνήθη «βλογούδια». Ἦσαν δὲ ταῦτα ψωμάκια ἐνσφράγιστα μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, προσφερόμενα κατ᾽ οἶκον εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Πολλαὶ ἐνορίτισσαι, ἀντὶ νὰ φέρουν ψωμάκια, ἔφερον ἕνα σακκούλι ἀλεύρι, καὶ τοῦτο ἐπροτιμοῦσαν ἐν γένει οἱ παπαδιές. Ὄχι διότι θὰ ἐπεθυμοῦσαν νὰ «μβαίνουν σὲ κόπο», νὰ ζυμώνουν, ἀλλὰ διότι τὰ βλογούδια ποτὲ δὲν ἐφτουροῦσαν, κ᾽ ἐμοιράζοντο συνήθως εἰς τὰ πτωχὰ καὶ τὰ ξυπόλυτα τῆς γειτονιᾶς, ὅπως καὶ τὰ κόλλυβα.» (Αλ. Παπαδιαμάντη, Η Συντέκνισσα)

Είναι δυνατόν ποτέ να παύσουμε να μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τώρα μάλιστα που μας βρίσκει το κακό, αδελφοί;






Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

η αλλαγή της σημασίας των λέξεων


Στέλιος Παπαντωνίου

Η αλλαγή της σημασίας των λέξεων

Την πιο επιτυχημένη έκφραση του φαινομένου της αλλαγής της σημασίας των λέξεων έδωσε ο Θουκυδίδης στο τρίτο βιβλίο του όταν γράφει «Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει», δηλαδή «Ακόμα και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν για να δικαιολογούν τις πράξεις τους».   Είναι ένα φαινόμενο που ζούμε αλλά και που αποτελεί αφορμή παρεξήγησης, αν δεν ξέρουμε την ιστορία μιας λέξης, ιδιαίτερα αυτών των σημαντικών, Έλλην, Ελλάς.

Όπως λέει ο Θουκυδίδης πάλιν, «… πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς· δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν…» Από κοινού πριν από τα Τρωικά δεν φαίνεται να έκαμε τίποτε η Ελλάδα, και μου φαίνεται πως ούτε το όνομα αυτό είχε όλη η χώρα. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια είχαν οι του Αχιλλέα, από την περιοχή της Φθίας, Φθιώτιδας.

Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας ο γεωγραφικός χώρος που ονομάζεται Ελλάς αλλάζει. Κατά τα χριστιανικά χρόνια η λέξη Έλλην σημαίνει περισσότερο τον ειδωλολάτρη παρά τον εξ Ελλάδος. Για παράδειγμα ο Σωκράτης ο σχολαστικός, στην Εκκλησιαστική Ιστορία γράφει για τον ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο «Λιβάνιος, Ἕλλην τὴν θρησκείαν ἐτύγχανεν ὤν·» ‘Ελληνας ως προς τη θρησκεία. Και για τον ύπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως « ᾧ ὄνομα ἦν
Ὀπτάτος, Ἕλλην τὴν θρησκείαν ὑπάρχων»   Και σε άλλα κείμενα άλλων συγγραφέων «Καὶ  σὺ τί κοινὸν ἔχεις πρὸς Χριστιανοὺς, Ἕλλην ὤν» όπου Έλλην και χριστιανός είναι αντίθετες έννοιες. «Ἦν δὲ ὁ πατὴρ αὐτῶν Ἕλλην, ἄσωτος, θυσίας ἐπιτελῶν τοῖς εἰδώλοις.» και ξεκάθαρα και αναλυτικότερα τώρα, ο Έλλην θυσιάζει στα είδωλα.

Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει «Τίς  ταῦτά φησιν; ὁ Ἕλλην ἢ ὁ Χριστιανός;» Ποιος τα λέει αυτά, ο Έλλην ή ο χριστιανός. Και πάλι ολοκάθαρη η αντίθεση και η σημασία της λέξης. Ακόμα σε άλλο κείμενό του γράφει: Τώρα που πληθύνθηκαν οι χριστιανοί και έχουν κατακλύσει τον κόσμο,  ποιος θα μείνει Έλληνας; «Εἰ γὰρ τότε, ὅτε οὐδεὶς ἦν πιστὸς, ἀλλὰ τρισχίλιοι καὶ πεντακισχίλιοι μόνον· ὅτε πάντες οἱ τῆς οἰκουμένης ἦσαν ἐχθροί· ὅτε οὐδαμόθεν προσεδόκων παραμυθίαν, οὕτω δὴ κατετόλμησαν τοῦ πράγματος· πόσῳ μᾶλλον νῦν τοῦτο ἂν ἐγένετο, ἔνθα τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί; τίς δ’ ἂν ἔμενεν Ἕλλην λοιπόν; » Το καλύτερο όμως, «Οὐδεὶς ἂν ἦν Ἕλλην, εἰ ἡμεῖς ἦμεν Χριστιανοὶ, ὡς δεῖ·» Κανένας δεν θα ήταν Έλληνας αν εμείς ήμαστε Χριστιανοί όπως πρέπει, όπου και πάλιν η λέξη Έλλην σημαίνει τον ειδωλολάτρη.

Μην ξεχνάμε όμως και την αγάπη των Τριών ιεραρχών στα ελληνικά γράμματα, τον Μεγάλο Βασίλειο με το έργο του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» και το ποίημα του Γρηγορίου του Θεολόγου «Ἑλλὰς ἐμὴ, νεότης τε φίλη, καὶ ὅσσα πέπασμαι,/   Καὶ δέμας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως!» (Ελλάδα μου και νιότη αγαπητή, κι όλα όσα απέκτησα και σώμα. Πόσο πρόθυμα δοθήκατε στον Χριστό.)

Η σημασία των λέξεων αλλάζει, τα ήθη, τα έθιμα, οι άνθρωποι, ο Χριστιανισμός παλεύει, και μένει, όχι αναλλοίωτος, αφού είναι ζωντανός οργανισμός, με την ταυτότητά του όμως και την ουσία του,  όσο κι αν έχει κονταροχτυπηθεί με την ειδωλολατρία, την αθεΐα, τις αιρέσεις. Και η Ελλάς το δρόμο της, προπάντων όμως με τα κείμενά της, μέσα στα οποία κρύβει τις μεγάλες αλήθειες και την ουσία της.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

ΜΝΗΜΗ


ΜΝΗΜΗ

Στέλιος Παπαντωνίου

Ευλογημένη να είναι η μνήμη, με απαλλάσσει από την προσβολή να σταθώ μπροστά σε τουρκοκυπριακό φυλάκιο για να επιδείξω ταυτότητα ή διαβατήριο ώστε να μου επιτραπεί  να περιδιαβάσω στην ίδια την πατρίδα μου, στη Χώρα ιδιαίτερα, στη Λευκωσία των παιδικών μου χρόνων, με τα παλιά σπίτια και μαγαζιά, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο , σφιχταγκαλιασμένα όπως ο κόσμος της, άνθρωποι της δουλειάς, τίμιοι, ανοιχτόκαρδοι, σε προσκαλούσαν στο σπίτι ή στο μαγαζί, νερό κρύο, καφεδάκι. Κι οι μυρουδιές της, μια άλλης εποχής, ανατολή πραγματική, με τα μεγάλα καταστήματα, μερικά προσφύγων μικρασιατών, με τα τσουβάλια το γλυκάνισο, το κύμινο, κι ο σουβλιτζής στη γωνιά, σουβλάκια συκωτάκια, μέσα στο πολυποίκιλο των φωνών, Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι, ένας κόσμος εξωτερικά ομοιόμορφος, με τις διαφορές του σεβαστός.

Κι ήρθαν χρόνοι δίσεχτοι, λέει και το τραγούδι, για μας τους Έλληνες ήταν ο καιρός της άνοιξης, κοντά η 25 Μαρτίου, ήταν 1 Απριλίου του 1955, αρχίζει ο αγώνας της ΕΟΚΑ και με τα χρόνια διαπιστώναμε κι επιβεβαιώναμε τη μεγάλη αλήθεια, πως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο όταν αγωνίζεται για την ελευθερία. Γιατί αργότερα είδαμε πως, όταν την αποκτήσαμε, πολλά χάσαμε και πολλήν  χάσαμε, γιατί η προσπάθεια εκμετάλλευσης του αγώνα δεν είχε πια όρια, με τους ανταγωνισμούς και τη θεσιθηρία. Όσοι πέθαναν νωρίς ήταν κατά τη γνώμη μας ευτυχισμένοι, μακαρισμένοι, στον ανθό της νιότης τους, ήρωες της ελευθερίας, συμπύκνωσαν σε μια στιγμή το παν, που είχαν αποθηκευμένο στην καρδιά, στο νου και στη θέληση, και τώρα πορεύονται δοξασμένοι.

Στο μεταξύ οι Εγγλέζοι είχαν το σχέδιό τους σε συνεργασία με τους Τούρκους, να διχοτομήσουν τον τόπο, τα σχέδια των Τούρκων από τη δεκαετία του πενήντα, τίθενται σταδιακά σε εφαρμογή, με πρώτες επιθέσεις στην ενορία του αγίου Λουκά το 1956, καίνε την εκκλησιά και κάμποσα σπίτια, να διώχνουν με τη βία τους λίγους ρωμιούς που ήταν εκεί, κι ύστερα από το 1958 εναντίον της γειτονιάς μου, του αγίου Κασσιανού, δρομάκι το δρομάκι έτρωγαν και απωθούσαν τους δικούς μας, οι Εγγλέζοι πάντα στη μέση να παίζουν τους διαιτητές και να τραβούν τη γραμμή με τα συρματοπλέγματα, να διχοτομούν τη Λευκωσία πρώτα, εις βάρος μας πάντα. Το 1963 αρχίζει μεγάλο κακό, χριστούγεννα, όσοι ήμασταν φοιτητές στην Αθήνα κατεβήκαμε με το βαπόρι να βοηθήσουμε κατά δύναμη, περασμένοι ένα χέρι στρατιωτικό από το στρατόπεδο στη Χαλκίδα, άκρα μυστικότητα. Στήνεται η Εθνική Φρουρά, οχυρώνονται τα επίφοβα για απόβαση παράλια, ενθουσιασμός και αυτοθυσία, αίσθημα σιγουριάς.

Ώσπου ήρθε η χούντα των συνταγματαρχών το 1967, απέσυρε από την Κύπρο τη μεραρχία που αποτελούσε θώρακα, ακολουθεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου της 15ης Ιουλίου 1974 κι η εισβολή των Τούρκων, 20 Ιούλη. Η μισή σχεδόν Κύπρος στα χέρια των Τούρκων, οχυρώνονται, οργανώνονται, εκμεταλλεύονται κάθε τι δικό μας, χαίρονται την κλεψιά τους, θρηνούμε τέκνα και γονιούς ακόμα άταφους, αγνοούμενους.

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, κάτι ήξερε ο Σεφέρης, κάτι μαθαίνουμε πια καθημερινά εδώ, βλέποντας στον Πενταδάχτυλο τούρκικα μπαϊράκια να κοκκινίζουν το βουνό, μέρα νύχτα να σου θυμίζουν την προδοσία, την κατοχή, τον κατειλημμένο παράδεισό σου, τα χρόνια και τα γεγονότα της ζωής, χιλιάδες στην ίδια θέση, ο Ονήσιλος μας χτυπά με το κρανίο στο χέρι να συνειδητοποιήσουμε το κακό που πάθαμε, που κάμαμε στην ελληνική μας ιστορία, στις χριστιανικές εκκλησιές μας, αφημένες στην ασέβεια του μωαμεθανού.

Στη γειτονιά μου έμεινε η εκκλησιά και καμιά δεκαριά σπίτια, ένας μαραζωμένος παράδεισος, αλλά εκεί τη βρίσκουμε την Κυριακή και τις γιορτές, στην εκκλησιά μας ξαναζούμε την παλιά νιότη, με τα μνημόσυνα των δικών μας, εκεί όλοι τους θυμόμαστε, με τις γιορτάρες μέρες όλο να λιγοστεύουμε αλλά δεν τα παραιτούμε, ήταν πάντα η εκκλησιά το κέντρο της ζωής της ενορίας μας, είναι και τώρα, για όσους μείναμε, μια τεράστια αγκαλιά και μια μυροβλύζουσα μνήμη.


Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

η επανένωση της πατρίδας μας


Η επανένωση της πατρίδας μας

Του Στέλιου Παπαντωνίου

Τι εννοούν όσοι χρησιμοποιούν τον όρο «επανένωση της πατρίδας»; Πατρίδα είναι ο χώρος στον οποίο γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, δεθήκαμε μαζί του γιατί ήταν το περιβάλλον μας, ως φύση και ως άνθρωποι, τα ήθη και έθιμα, οι κοινωνικοί δεσμοί. Κάθε τόπος και μια αγάπη, μια θύμηση, μια σφραγίδα στη μνήμη του καθενός.

Θα ενωθεί η Κύπρος γεωγραφικά με τη λύση που επιδιώκεται, με τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ); Μα οι όροι «διζωνική», «δικοινοτική», αμέσως μας μεταφέρουν αλλού, απαιτούν μια ζώνη για τους Έλληνες και μια ζώνη για τους Τούρκους. Έλληνες αποκλείεται να επιστρέψουν πολλοί στα χώματά τους, στην πατρίδα τους, να ενωθούν με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον που τους μεγάλωσε, το ίδιο ίσως και Τούρκοι. Η ίδια η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, αφού απαιτεί καθαρότητα πληθυσμού σε κάθε ζώνη, δεν σημαίνει επανένωση της πατρίδας, αλλά συγκόλλημα δύο διαφορετικών ζωνών, πληθυσμών, με δική τους κυβέρνηση η κάθε ζώνη και πολλές άλλες απαιτήσεις.

Κατά τι διαφέρει δηλαδή από τη διχοτόμηση, αφού η ίδια η διζωνική είναι διχοτόμηση τόπου, και η δικοινοτική διχοτόμηση του κυπριακού λαού;

Το τελευταίο σχέδιο για τη λύση του κυπριακού, το σχέδιο Ανάν, απορρίφθηκε από την πλειονότητα των Ελλήνων της Κύπρου, γιατί ήταν άδικο εις βάρος των Ελλήνων, πράγμα που παραδέχτηκαν και Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι, έστω κι αν παρακαλούσαν να το αποδεχτούν οι Έλληνες στην αδικία του, γιατί έβλεπαν οι ίδιοι τους κινδύνους αφανισμού που διέτρεχαν. Ανατρέχοντας κανείς σε εφημερίδες της εποχής θα το επιβεβαιώσει.

Η μόνη πολιτική παράταξη που μετά πάθους επιδιώκει τη διζωνική δικοινοτική είναι η αριστερά, η οποία το 2004 δεν αποδέχτηκε το σχέδιο Ανάν, γιατί δεν αναλάμβανε κανένας, ούτε Αμερικάνος, την ευθύνη να μας βεβαιώσει πως το σχέδιο αυτό αν ψηφιζόταν από τους  Έλληνες, θα εφαρμοζόταν. Ούτε την εφαρμογή του κανένας δεν υποσχόταν. Εξ ου και το γνωστόν «ψηφίζουμε όχι, για να τσιμεντώσουμε το ναι». Δεν δεχόμαστε το σχέδιο Ανάν  παρά μόνο αν μας βεβαιώσουν πως θα εφαρμοστεί.   

Το σχέδιο Ανάν δυστυχώς δεν πέθανε με το δημοψήφισμα του 2004, κι εδώ υπεύθυνη είναι όλη η πολιτική ηγεσία. Αλλά πώς να πεθάνει, αφού τόσοι και τόσοι υποχώρησαν και υποχώρησαν, μέχρι να φτάσει το σχέδιο στο σημείο που αποδέχονταν οι Τούρκοι, οι οποίοι πέτυχαν και με το παραπάνω όσα ζητούσαν από τη δεκαετία του ΄50!

Επανένωση λοιπόν της πατρίδας μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά λόγια κενά περιεχομένου, εφόσον η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, καταραμένος κάποτε όρος και τώρα επιζητούμενη με κάθε θυσία λύση, αποκλείει την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και στους τόπους που γεννήθηκαν,  και κρατά ως διζωνική χωρισμένη την πατρίδα σε δυο ζώνες, όρος που θυμίζει σε πολλούς και στρατιωτική παρουσία.

Όσοι πολιτικοί διέβλεπαν προ πεντηκονταετίας την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως λύση του κυπριακού την απέρριπταν, γιατί προέβλεπαν βίαιη μετακίνηση πληθυσμών και αιτίες συνεχών προστριβών ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, στην Κύπρο και στην περιοχή. Οι προσπάθειες να παρουσιαστεί η «ομοσπονδία» ως σύνηθες πολίτευμα σε πολλές χώρες εύκολα επιτυγχάνει, εφόσον αποσιωπάται το διζωνική και δικοινοτική. Αυτό όμως το διζωνική δικοινοτική είναι το πρόβλημα και παραμένει, παρ’ όλες τις προσπάθειες νομικών και πολιτικών να εξηγήσουν στο λαό το περιεχόμενό τους, όπως οι ίδιο το αντιλαμβάνονται και θέλουν να το μεταδώσουν.  Ευτυχώς όμως ακόμα ο λαός καλά κρατεί.




Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Αντρέα Τιμοθέου Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ


Αντρέας Τιμοθέου, Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, ποίηση, εκδόσεις Παράκεντρο

Επιτυχημένη έκδοση, χάρη στην ευαισθησία του Πάμπου Κουζάλη και της ομάδας του, με τη Σαλαμινία στο εξώφυλλο, το ιερό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, και το βιβλίο πορθμέα του ποιητικού λόγου του Αντρέα Τιμοθέου, που ακολουθεί το δρόμο του στην ποίηση με συνέπεια στα θέματα, στα βιώματα και συναισθήματα, με ένα μακροπερίοδο λόγο, που ο στίχος τον μεταποιεί σε κρυφούς λογισμούς και λυγμούς.

Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε οκτώ ενότητες, Των συστάσεων, Των συνόρων, Της ποίησης των ποιητών και των προσώπων, Της αποδημίας -πράξη πρώτη, Της αποδημίας – πράξη δεύτερη, Αγάπες μικρές, Πόλεων βηματισμοί, Ψίθυροι λιτανείας.

Πνοή μελαγχολίας διαπερνά τον αναγνώστη, ταξιδευτή στο χρόνο και στον τόπο, με τους στενά  οικείους του ποιητή πρώτα, γνωστούς ήδη και από τα προηγούμενα έργα του Αντρέα, πρόσωπα που ανεξίτηλα σημάδια του άφησαν, ταυτίστηκαν μαζί του, του φόρεσαν τα ενδύματά τους, ήθη και χαρακτήρες τους, μέσα σε ανάμικτο λύπης, απουσίας, πολλής αγάπης, απαίτησης για προστασία κλίμα, επαναλαμβανόμενο με το πέρασμα των χρόνων σε διάφορες μορφές αλλά πάντα μέσα στο ίδιο συναισθηματικό περιβάλλον, αγαπημένης αναπόλησης.

Η δεύτερη ενότητα, με ευρύτερες ανθρώπινες συλλήψεις, αλήθειες της ζωής και του θανάτου στον σύγχρονο κόσμο, η ζωή με τις απαιτήσεις της κι ο θάνατος με τα δικά του ήθη, πλέγματα φιλοσοφικής θεώρησης της ζωής και αποδοχής των πραγμάτων.

Αφιερώματα σε πρόσωπα αγαπητά η τρίτη ενότητα, για το καθένα λιγόστιχα ουσιώδη χαρακτηριστικά, η ευγενική αναφορά σε ανθρώπους της τέχνης, δεσμοί στενοί ψυχικοί, με τον κρυφό θαυμασμό στις ιδιαιτερότητες του κάθε τεχνίτη. Έτσι αφειδώλευτα μοιράζεται η αγάπη.

Της αποδημίας -πράξη πρώτη. Η γιαγιά Κατερίνα αθανατίστηκε στην ποίηση του Αντρέα Τιμοθέου. Επιστρέφει με τόση στοργή την αγάπη της, τα πλαίσια της ζωής του, όλοι την ξέρουμε οι αναγνώστες του και την μακαρίζουμε. Μετά θάνατον η γιαγιά ευτυχεί σίγουρα.

Της αποδημίας- πράξη δεύτερη. «Εσύ που δεν άδειασες ποτέ ένα ερμάρι ξένο δεν ξέρεις πώς μυρίζει η απουσία.» Ένα δίστιχο τόσο περιεκτικό και μεταφορικό του κλίματος μέρους της ποιητικής συλλογής, αν όχι όλης. Η απουσία των στενών αγαπημένων προσώπων, με όλη την ευγενική θλίψη. Ουσιώδες χαρακτηριστικό της ποιητικής προσφοράς του Αντρέα Τιμοθέου.

Η ενότητα Μικρές αγάπες τελειώνει με το συμπυκνωμένο ποίημα Υπόσχεση: Όταν πεθάνω κάποια μέρα θα ‘θελα να με ντύσουν με το άδικο που δεν μ’ αγάπησες.                                                                                   Μια ενότητα με πολύ έρωτα, «Αν μ’ αγαπάς πολύ, Τραπεζοκόμος του έρωτα, Λαθραίος έρωτας, Γράφτηκες μέσα μου πριν απ’ το ποίημα, Το κόστος της διαύγειας του έρωτα», δοσμένα στο μελλοντικό χρόνο μερικά, σαν σε ονειρική φαντασία, με την πίκρα του απραγματοποίητου και τον πόνο της στέρησης, θολά στη σύλληψη και στο γενικότερο κλίμα που μεταδίνουν στον αναγνώστη.

Πόλεων βηματισμοί, ποιήματα χαρακτηριστικά των πόλεων που επισκέφτηκε, με λίγες γραμμές φυσιογνωμίες τόπων  και ανθρώπων, δηλωτική η αφιέρωση: «Στις πόλεις που περπάτησα, στις αλύτρωτες ψυχές που συνάντησα, στους αιώνια πιστούς της ομορφιάς.» Δεν είναι μόνο η αφιέρωση, είναι και η σφραγίδα της ποίησης του Τιμοθέου.

Η τελευταία ενότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ψιχία του όλου, μονόστιχα, δίστιχα, τρίστιχα, μια γενική θεώρηση της ποιητικής συλλογής, περιεκτικότατοι στίχοι. Το τελευταίο : « Όσο γράφουμε για αγαπημένους, υπάρχει ακόμη ετούτη η μικρή του πόνου η ελπίδα, πως ίσως να ξεπερνούσαμε μαζί τους θανάτους της μέρας.»

(Αφού τα γράφουν τόσο ωραία οι ποιητές, τι τους θέλουν τους διάμεσους αναγνώστες;)

Στέλιος Παπαντωνίου