Σβήσ’ τα φώτα, ρε μιτσή
Κουπλέ,
ρεφραίν, φιλιά, κοκτέιλ μεθυστικό, η πιο καλή δουλειά, η ράσπα απ’ το Μεξικό.
(Κούλα Νικολαΐδου- Φωνητικά: Τρίο Κιτάρα)
(Κούλα Νικολαΐδου- Φωνητικά: Τρίο Κιτάρα)
Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου, δεκαετία του πενήντα, πότε
ακριβώς δεν θυμάμαι, όμως η θεια Καλλιόπη έπρεπε να παντρέψει την Ξένια της, έμεναν
στο αδιέξοδο της Αραχώβης, κοντά η περβόλα που παίζαμε μπάλα, κι οι κιτρομηλιές
για να κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο φύλλα για το Ανάστα ο Θεός, ο Γιώργος της ήταν
καρεκλάς, έπινε το κρασάκι του το βραδάκι, εκείνος ευτυχούσε η Καλλιόπη
νευρίαζε μα ήταν τόσο καλόκαρδη, και τι αστεία δεν μας έλεγε, έπαιρνε η Ξένια το Νικόλα, κάποτε έβγαινε και στη σκηνή
ηθοποιός, από το Μιτσερό μάλλον, όλη η γειτονιά γέμιζε εκεί με χωριανούς, δεν
είχε όμως χώρο για το γάμο, το σπίτι της παλιό, πλιθάρι, μια κάμαρα κάτω, ύστερα έγινε φυλάκιο το
εξήντατρία, εκεί την έβγαλα σαν ήρθα από τη Χαλκίδα, είπαν στο γιατρό το
Σαββίδη, είχε μεγάλο σπίτι απέναντι από την εκκλησιά του αγίου Κασσιανού,
ύστερα κατώκησε ο ίδιος με την Αναστασία του αφού το διώροφο το έδωσε στη
Ζωούλα του, που πήρε το Σέρβο της, εκεί
λοιπόν να γίνει ο γάμος, τελευταία νύχτα του χρόνου, αυτή διάλεξαν, στο μεταξύ
ο Παπάκωστας όλα τα’ θελε στην εντέλεια, εκεί στο ευαγγέλιο που γινόταν το νερό
κρασί, πάντα με περίμενε να πάω να ρίξω από το ποτήρι το κρασί μέσα στο νερό,
να δει ο κόσμος το θάμα, κι ο κόσμος συγκεντρώθηκε, τραπέζια στον ηλιακό, στο
δάπεδο μεγάλα μάρμαρα τα παλιά εκείνα, γκριζωπή πόρτα, κι εσωτερικά ακόμα
τζάμια, να μπαίνει φως στα ανήλιαγα, Χορός δυο τρεις στροφές, φιλάκι μετά
γλυκό, κερνά χαρές κρυφές, η ράσπα απ’ το Μεξικό, και στις κάμαρες μέσα, τη μια
χρησιμοποίησε για ιατρείο ο Σαββίδης, στο βάθος βάθος η κουζίνα, ένας διάδρομος
στενός, κάτι σαν δέντρα, ήταν κι η
ορχήστρα, κι ήταν εποχή της Ράσπας, δεν ήμουν βέβαιος για τον τίτλο του
τραγουδιού, ρωτώ το ίντερνετ και μου βγάζει μουσική και στίχους, σαν τη σβούρα
στριφογυρνάς, σαν ζαρκάδι τρέχεις μ’ αρνί, κι αν τη ντάμα σου τυραννάς είναι η
ράσπα η αφορμή, Κουπλέ, ρεφραίν, φιλιά, κοκτέιλ μεθυστικό, η πιο καλή δουλειά,
η ράσπα απ’ το Μεξικό, τίποτε δεν καταλάβαινα από λόγια, κάτι ράσπα, αβέβαιη κι
αυτή, κομπερ μεφελ φιλια κομπέρ μεθυστικό η πιο καλή δουλειά η ράσπαπτομεξικό, θα’
μουν πέντε έξι χρόνων, λοιπόν κόσμος πολύς, χαρές και χοροί και τραγούδια, στη
ράσπα αντικριστοί κρατώντας τα χέρια ο ένας του άλλου, κι ύστερα αλαμπρατσέτα
στριφογύριζαν, σαν παιδάκια που’ παιζαν βασιλέα έμοιαζαν ή σαν τα μικρά κορίτσια
που χόρευαν στην αυλή του σχολείου, κι έρχονται τα μεσάνυχτα, με αρπάζει ένας,
με ανεβάζει στην καρέκλα κοντά στο κουμπί του ηλεκτρικού, όταν σου πω το
σβήνεις ρε μιτσή, όταν σου πω, το ανάβεις, σβήσε, σκοτεινά, χαρές και
τραγούδια, βαρβατζιή, άης Βασίλης έρκεται από την Καισαρείαν, άψε το φως ρε
μιτσή, χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, να ζήσετεεεεε
Στέλιος Παπαντωνίου