Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Οι άγιοι πάντες


Οι άγιοι πάντες

Καθόταν στη σκηνή του, ο ίδιος την είχε κατασκευάσει, σκηνοποιός έγραφε η ταυτότητά του, εκεί στα Πλατάνια από κάτω, κι έγραφε, προς Εβραίους λέει, κι η εκκλησιά γέμιζε, δεν ξέραμε από πού μας έρχονταν, από κάθε γωνιά της γης, έμπαιναν από τις χαραμάδες των παραθύρων, διαπερνούσαν τα τζάμια, ήταν κάτι μικρές πορτούλες στο γυναικωνίτη είχαν από εκεί το ελεύθερο, στριμώχνονταν στους σκάμνους, δεν είχαμε καμιά κηδεία ήρωα, όπως τότε, ούτε εθνικό μνημόσυνο, κανένα αρχιεπίσκοπο δεν περιμέναμε, οι άγιοι πάντες διά πίστεως, άρχισε ο Παύλος, άλλος με τα λιοντάρια άλλος με μαστίγια στη ράχη άλλος πετροβολημένος, τον καιρό του αγώνα δεν είχαμε κι άλλα όπλα, πλίνθους και κεράμους και μπουκάλια της κόκα κόλα, μερικοί κατέβαιναν με τις μηλωτές του και τα αιγινά πανωφόρια τους, πριονισμένοι, κακοποιημένοι από την Άσσια και τα πέριξ, ύφαιναν ένα ωραίο πορφυρό μανδύα να τον δωρίσουν στην εκκλησιά, η Εκάβη κι όλες οι τρωαδίτισσες στα πόδια της Αθηνάς τοποθέτησαν το πέπλο, να δώσει ο Θεός να μην προδοθεί η πόλη του Πριάμου, άλλοι έσπερναν το λόγο του Κυρίου τους, στρεβλωμένοι, μαστιγωμένοι, καμένοι με φωτιά, κρατούσαν σαν τον Πρόδρομο μερικοί το κεφάλι στο πιάτο, άλλοι σε ποτήρια το αίμα τους, σ΄όποιον ζητούσε αιμοδοσία έδιναν αφιλοκερδώς, πρώτη φορά βλέπαμε νύχια σιδερένια να κατασκίζουν τις σάρκες τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά παλαιοί και νεομάρτυρες, με το σκούφο και τη βράκα ή τη φουστανέλα, με τα παπαδικά και τα καλογερίστικα, ήταν η μέρα τους, να γιορτάσουν όλοι μαζί, οι άγιοι πάντες.