Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019


Εικόνες- Η μεταφυσική της πίστης στην ανάσταση

Κάτσε κάτω κι άκουε, κι αφού ακούς και εκτελείς σαν φαντάρος, σημαίνει πως είσαι ζωντανός, έχεις κίνηση κι αισθήσεις, μα με το «θανάτω θάνατον πατήσας» σημαίνει πως πρέπει να συλλάβεις σε όλο το πλάτος και βάθος το θάνατο, κι αν έχει ακουστά, κι η φιλοσοφία μελέτη θανάτου είναι και τούτο σημαίνει πως ζωή ίσον αισθήσεις, ενώ θάνατος ίσον απουσία αισθήσεων, άρα το μόνο που σου μένει αν θέλεις να είσαι νεκρός είναι το να νεκρώσεις τις αισθήσεις. Και τότε τι σου μένει; Οι πνευματικές σου δυνάμεις, άρα με τις πνευματικές σου δυνάμεις να συλλαμβάνεις, με αυτές να κτίζεις και το παρόν και το μέλλον σου, αφού το παρελθόν σου ανήκει πια στη μνήμη, στις πνευματικές σου δυνάμεις. Δεν σου λέω λοιπόν να ξεχάσεις την Κερύνεια και τη Μόρφου και την Αμμμόχωστο και τα αγαπημένα χωριά μας, σου λέω να τα θυμάσαι όπως τα έζησες εσύ, ελληνικά και χριστιανικά, με τη μνήμη,  κι όχι με τις αισθήσεις όπως είναι σήμερα. Άρα κακό κάνεις με το να παρουσιάζεις την κατεχόμενη γη σου όπως είναι σήμερα, γιατί έτσι την παρουσιάζεις ζωντανή, ενώ για να την ζωντανέψεις, να την αναστήσεις, πρέπει να την αφήσει στο θάνατο και να ζήσεις το θάνατό της όπως τον ζούσες τόσα χρόνια πριν σου ανοίξει τις πύλες της κόλασης ο Ντενκτάς, και αγωνιζόσουν και δεν ξεχνούσες και καιγόσουν  να την ζωντανεύεις στα παιδιά και στα εγγόνια σου. «Θανάτω θάνατον πατήσας»  σημαίνει πως δεν έχει αισθήσεις και δεν σου στέλνει μηνύματα και εικόνες η καταπατημένη σου γη, δεν έχει αυτιά ούτε μάτια, ούτε όσφρηση ούτε γεύση,  και μη μου κάθεσαι να τρως και να πίνεις και να την απολαμβάνεις και να ποθαμέζεσαι τα έργα του οχτρού του διαβόλου, την ώρα που αυτά είναι νεκρά. Νεκροφιλία κάνεις. ‘Ετσι μου είπε, κι έφυγε.

Τρεις εικόνες έχουμε στην εκκλησιά μας για την ανάσταση η πρώτη τον παρουσιάζει τον Κύριό μας με τη σημαία στο χέρι να ανέρχεται στον  ουρανό, το μνήμα είναι κάτω στη γη όπως τα σημερινά στα νεκροταφεία, κι αυτός ανεβαίνει μέσα σε λευκό φως από τη γη στον ουρανό, πάλι τα ίδια μηνύματα, μη μένεις προσκολλημένος στα γήινα, δεν σου δίνουν αυτό που ζητά η ψυχή σου, ανέβα στα ουράνια, στον κόσμο του πνεύματος, μακριά από τις αισθήσεις, όπως το είπε κι ο Σωκρατίσκος μας στο Φαίδωνα.

Η άλλη, σαν σε λάκκο απάνω στέκεται και τραβά από τον Άδη τον Αδάμ και την Εύα, αλλά αν δεν κατέβηκε στον άδη δεν είναι δυνατόν να τους ανεβάζει στο φως. Και πάλι η ανάγκη του θανάτου, χωρίς το θάνατο δεν θα υπάρξει ανάσταση, μην τον φοβάστε, ζήστε τον θάνατό σας, το θάνατο των αγαπημένων σας και πιο αγαπημένο η πατρίδα, «μητρός και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων», συγχωράτε με παππούδες και γιαγιάδες. Η μισή μου πατρίδα πέθανε, ο οχτρός της ζωής της είναι ο θάνατός της, ο Τούρκος κατακτητής, κι αυτό το θάνατό της πρέπει να τον συνειδητοποιήσουμε για να πιστέψουμε στην ανάστασή της και με το θάνατό της να την αναστήσουμε.

Η Τρίτη εικόνα μοιάζει με την πρώτη, άτεχνη, μεγαλύτερη, την έχουμε πρόχειρη για τις λιτανείες, πέθανε, αναστήθηκε, και δεν τον πίστεψαν οι άμεσα δικοί του, κι ο Θωμάκος εκείνος που ήθελε να αγγίξει τις πληγές, και την πλευρά. Την άλλη φορά όμως «Θωμά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλει».

Πού πήγαν, τον έζησαν και στην ανάσταση, μπορεί εν ετέρα μορφή, μπορεί να ήταν κλειστά τα μάτια για να μη δουν την άλλη πραγματικότητα, όταν όμως έφυγε η καρδιά τους καιγόταν, όπως τότε στο άγιον Όρος, με τόσα καλογεράκια, «δεν είναι κρίμα κι άδικο Παναγία μου», λέω, «τόσοι νέοι», κι όταν κατέβηκα εκεί στην Παραμυθία, εσκίρτησε η καρδία μου και κατάλαβα.

Αυτά δεν τα καταλαβαίνεις με τις αισθήσεις και το νου, με την καρδιά τα καταλαβαίνεις.  Εκεί θεμελιώνεται όλη η πίστη στη μεταφυσική της ανάστασης. Το θάνατο πρώτα να ζήσεις σε βάθος και πλάτος. Κατάλαβα, λέω, να πας στο καλό, να πάω κι εγώ.