Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

εικόνες Σαμαρείτιδα


Εικόνες    Σαμαρείτιδα

Εδώ έπρεπε να βρει μια συνομιλία να κάμει με τη γυναίκα, αυτή μπαινόβγαινε στα Κατεχόμενα, γιατί; Του είπαν μια μέρα πως βρήκε τον τόπο που είναι θαμμένος ο αδελφός της και εκεί τριγυρνά, να μυριστεί, να πιάσει στον αέρα ένα θρήνο, ένα βλέμμα λυπημένο, μια τελευταία στιγμή, να φέρει τον χρόνο πίσω, το εβδομήντα τέσσερα, από μακριά ήταν από την Άλωνα, το παιδί χάθηκε άδικα στον πόλεμο.

Κάτσε, της λέει, να τα πούμε, τώρα που σε συνάντησα στη Βρύση των Πουλιών, δώσε μου λίγο νερό να πιώ, δροσερό τοπίο, γεμάτο φουντουκιές, τα πουλάκια από το ένα στο άλλο κλαρί πηδούσαν, τα κοπέλια πήγαν κάτω στην Άλωνα να βρουν φαγητό, κάπου εκεί στο καφενείο θα έβρισκαν, εκτός αν τράβηξαν για τον Πολύστυπο, στην πλατεία σίγουρα, έκοψαν στο δρόμο  λίγο σταφύλι και λεφτοκάρκα να περάσουν. Καλά, εσύ φαγητό δεν θέλεις;  Όχι, μόνο λίγο νερό, για να σου δώσω κι εγώ από το δικό μου,  να μην διψάς ποτέ, πήγαινε όμως πρώτα φώναξε τον άντρα σου.

Η γυναίκα τα ΄χασε, έμεινε με ανοιχτό το στόμα «Κύριε δεν έχω άντρα», καλά λες, είχες έναν Έλληνα, ένα Φοίνικα, έναν Ασσύριο, έναν Αιγύπτιο, έναν Πέρση, έναν Ρωμαίο, και Άραβα και Βυζαντινό πήρες και Φράγκο και Βενετό και Τούρκο κι Εγγλέζο. Καλά , εσύ πού τα ξέρεις; Κι αυτός που έχεις τώρα, με το ζόρι θέλει να σε αρπάξει ο Τούρκος, με τα χρόνια και την αγάπη του σε έχει ο Έλληνας…Και φεύγει η γυναίκα, κατεβαίνει στο χωριό να φωνάξει τους χωριανούς, φοβήθηκε. Τι γίνεται εδώ, ποιος είναι , όλα μου τα είπε, όλα τα ξέρει, δε θυμάμαι τη σειρά. Πήγαινε, της λεν, κι ερχόμαστε.

Κύριε, τι λες για την κατάσταση, πώς θα ξεμπλέξουμε; Έχεις έναν τόπο, σου καταπάτησαν τον μισό, δύναμη δεν έχεις να τον ελευθερώσεις, θα περιμένεις αναγκαστικά, έχεις κι ένα χρόνο, αυτόν δεν μπορούν να τον καταπατήσουν εκτός εάν εσύ θέλεις, έχεις παρελθόν, παρόν και μέλλον, τίποτε να μη διαγράψεις, να διδάσκεις το παρελθόν στα παιδιά του χωριού, να σχεδιάσεις μαζί τους το μέλλον, το παρόν είναι μια στιγμή, γίνεται αμέσως παρελθόν, και το μέλλον γίνεται τόσο γρήγορα παρόν, γι’ αυτό δώσε βάση στο παρελθόν και στο μέλλον. Με τα παιδιά να σχεδιάσεις, όχι με τους μεγάλους, αυτοί καταφαγώθηκαν από τις βιοτικές μέριμνες. Ρώτα τα παιδιά, πώς θα ήθελαν να ζουν; Κι έτσι να σχεδιάσεις μαζί τους τα απαραίτητα πρώτα.  Μπορούν να ζήσουν χωρίς ελευθερία, χωρίς ανεξαρτησία, είναι δυνατόν να διαφεντεύει άλλος τη ζωή τους, είναι δυνατόν να μη γίνουν ο εαυτός τους αλλά κάτι άλλο, που άλλοι σχεδίασαν κι όχι η ίδια η ψυχή τους, τα τρίσβαθα του ανθρώπου;

Τότε είναι που ήρθαν κι οι χωριανοί, άλλος σηκώστηκε από τον καφενέ, σφούγγιζε ακόμα τα μουστάκια,  άλλος ήρθε από τα περβόλια,  με τις γαλόσιες άλλος από τον ποτό, άκουσαν τα λόγια του, «τα παιδιά σας να σκεφτείτε, να ζήσουν ελεύθερα, να γίνουν ο εαυτός τους». Τους άρεσε ο λόγος, άντε της λεν, πήγαινε τώρα στο σπίτι σου, πήραμε το μάθημά μας, και δεν πιστέψαμε επειδή εσύ μας τα είπες, αλλά επειδή τον ακούσαμε οι ίδιοι εμείς.