Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

εικονες- οι γεννήσεις


ΕΙΚΟΝΕΣ

Οι γεννήσεις

Τα παιδιά της μάνας μου, ύστερα από μένα, δεν κρατήθηκαν στη ζωή, όταν πήγε στην εκκλησιά και ζήτησε από τον Παπάκωστα να την διαβάσει γιατί ποσαράντωσε, μα τι, λέει, έριψα το παιδί, παπά μου, τώρα το ακούω, το άλλο, ο Άντρος μας, το σπίτι γέμισε συγγενείς και γειτόνους, μπαινόβγαινε ο γιατρός στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, σε λίγο ακούστηκε το κλάμα, μεγάλη χαρά, μεγάλωσε, θέριεψε, τον έφαε ο καρκίνος, οι σφαίρες στην ειρήνη και στον πόλεμο, ο όλμος στο φυλάκιο του Καπαρτή, πιο φονικό από όλα το τσιγάρο, με τα πακέτα τον συνόδεψε στο φέρετρο η γυναίκα του, κι έτσι μείναμε μόνοι, ο μεγάλος κι εγώ.                                             Κι ύστερα παρακολουθήσαμε γεννήσεις και γεννήσεις, ξαδέλφια και γειτόνους, κι αργότερα βέβαια τα δικά μας παιδιά, γεννήσαμε κύριε διευθυντά, και τι κάνατε, κορίτσι, δεν πειράζει, κι εγώ κορίτσια έχω, πριν γεννηθεί το πρώτο, ήταν αγόρι, όλοι ήξεραν να διαβάζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, και τα ευχαριστήθηκα τα κορίτσια μου κι ύστερα τις εγγονές μου, η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, Άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως.                                                                                             Πάντα σχεδόν στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά η ίδια σκηνή, ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, και αγγελούδια πολλά, όλα τα παιδιά στην παράσταση, να χαίρονται που παίζουν, κι οι εικόνες στην εκκλησιά το ίδιο, ο Ιωσήφ παράμερα ακουμπισμένος στο ραβδί, σπήλαιο, όπως το φαντάζονται οι αγιογράφοι, άγγελοι στον ουρανό κι επιγραφή «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», προβατάκια ποιμένες κι ο μικρούλης στη φάτνη, η Μαρία σκυμμένη επάνω του, κι ύστερα μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από τον Ιωσήφ, τι βλέπω, εγώ σε πήρα άσπιλη κι αμόλυντη και τι δράμα τώρα ζω, θα σε στείλω πίσω στους γονιούς σου, μα ο άγγελος αρχάγγελος όλα τα κανονίζει, τον ταρακουνά, μάθε και λίγη θαυματουργία, πελεκάνος άνθρωπος!                                                                                       Στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία, ο πελεκάνος ήταν μοναδικός, ένα κατάστημα καθαρότατο, μερακλής της δουλειάς, ο Ιωσήφ δεν είχε μηχανήματα, όλα με το χέρι, μάθαινε κι ο μικρός κοντά του δουλειά, υπάκουο παιδί, μου έφτιαξε ένα γραφείο, στερεότατο, τίποτε δεν το ταρακουνά, εκεί να διαβάζω και να γράφω, μα την πρώτη Ανθολογία Αποστολίδη Χριστούγεννα την πήρα, δώρο από τη θεία Μαρούλα, Τρίτη τάξη Γυμνασίου, και την καταβρόχθισα, κοντά στη σόμπα του γκαζιού, μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει, με τη γιαγιά και τον παππού όμως τέτοιες μέρες καθόμασταν γύρω από το μαγκάλι, και με την ελιά στο χέρι, ελιές οφτές και ψωμί από τον φούρναρη στα κάρβουνα, ύστερα εμπνεύστηκε η μάνα μου να φτιάχνει το μοναδικό της ψωμί, μυρουδάτο και να φουρνίζει και να μοιράζει, πάντα ανοιχτοχέρα και περήφανη για τα καλούδια της.                                                                          Κι επειδή τα πάντα εν σοφία εποίησαν, εκείνο το πρωινό ξύπνημα, στις πέντε αρχίζει ο όρθρος, λίγα βήματα το σπίτι από την εκκλησιά, ξαστεριά, το αγιάζι,  ξυπνούσαν κι οι αγγέλοι της γειτονιάς, κι η καμπάνα χαρμόσυνη, από το δημοτικό μαθαίναμε να ψάλλουμε το απολυτίκιο της ημέρας και το Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον, ένα ωραιότατο κομμάτι από τις Ώρες, μερακλής θα ήταν  ο δάσκαλος που το ξεψάχνισε, κι ύστερα όλες οι γιορτές στα σχολεία, όταν ακόμα οι εορτασμοί ήταν ενδοτμηματικοί, το ευαγγέλιο της ημέρας και οι ψαλμοί ήταν σε πρώτη ζήτηση, αργότερα ήρθαν τα ξενικά, άλλοι καιροί άλλα ήθη.                                                         Και προ πάντων βέβαια τα δώρα, όλη η Λήδρας γεμάτη τότε με πεζούς ή ποδηλάτες, που ψώνιζαν, κι εμείς γυμνασιόπαιδα, δεν ξεχνιέται, αφού όλοι κρατούσαν πακέτα, βλέπουμε στη γωνία εκεί στου Μαγγλή πεταμένα κάμποσα, φορτωθήκαμε από δυο τρία η παρέα, μην κυκλοφορούμε εκτός τόπου και χρόνου, κι εμείς τα δώρα μας, κι ο πατέρας να απορεί, περνούσε με το ποδήλατο, πού τα βρήκε τα λεφτά να πάρει δώρα, ο γιος σου; Απορεί πάσα κτίσις.                                          Τόσο μεγάλο θαύμα, κι όμως ο Ιωσήφ στη γωνιά του περιβάλλεται με την μεγάλη αγάπη μας, στην ανθρώπινη γωνιά μας.