Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

εικόνες στους ουρανούς


Εικόνες- Στους ουρανούς

«Καλά», λέω, «δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράματα διά της βίας», ο Ματθαίος πάντα δυσκολευόταν στην έκφραση, αγαθός άνθρωπος, τον έπαιρναν οι δικοί του στα χωράφια, στο θέρος και στ’ αλώνισμα, μακριά πουκάμισα καλοκαίρι καιρό, τα ύφαινε η μάνα του,  δουλευτής, μα στόμα δεν άνοιγε εύκολα.

Ο άλλος, γραμματιζούμενος, τον ρώτησα, «τίποτε» -λέει –«δεν έχω να πω». Δεν είδες δεν άκουσες; Και πώς ο Μάρκος κάθεται στο γραφείο και μας αφήνει εκείνη έστω τη φράση, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού»; Δεν το μπορούσες να το πεις και συ;

Βγήκε από την κύρια είσοδο, οδός αγίου Γεωργίου 1, ωραίος ωραίος, «άλλη φορά τα λέμε, γεια σου» και μ’ αφήνει. Πετάχτηκα να τον κατευοδώσω, εκείνη την ώρα περνούσε με τα λευκά κατάλευκά του, παντελόνι, σακκάκι, καπέλο, ο Λουκάς, γιατρός και ζωγράφος, μάντης ήταν; «Άσε να σου τα πω εγώ», πράγματι την ώρα που βλογούσε, «διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν», σου φτάνει; Καλό, λέω, ας είναι κι αυτό.

Κι ο Γιάννης ο ηγαπημένος, αμίλητος, ούτε να μας καλημερίσει, πήγαινε για το Παγκύπριο, εκεί κοντά το κονάκι του.  

«Πάω», λέει ο Λουκάς, «θα προσθέσω κι άλλα στα Πεπραγμένα», έχω να λογοδοτήσω σε λίγες μέρες στο Σύλλογο Ιατρών και Ζωγράφων: «Άνδρες Γαλιλαίοι…».  Πολύ ρητορικούς λόγους μου θυμίζεις! Ήταν και δυο στον ουρανό με τα λευκά, δεν είμαι μόνος, «έεε τι κοιτάτε, αναλαμβάνεται, αναλαμβάνεται…»  μας λένε, καταλάβαμε.

Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου, έπρεπε την άλλη μέρα να καταταγώ στο στράτευμα, να πάμε μια βόλτα με τους φίλους, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο ανάγγελλε πως ο άνθρωπος πατά το πόδι στη σελήνη, όλα τα παρακολουθήσαμε αργότερα στις τηλεοράσεις, όσα επιτρέπονταν, ο άνθρωπος πετά στον ουρανό, με το αεροπλάνο, το ελικόπτερο, στο στρατόπεδο στον άγιο Βασίλειο ήμουν όταν άκουσα πως χτύπησαν το ελικόπτερο που πήγαινε για Μαχαιρά στο μνημόσυνα του Αετού μας. Με τα πλοία τη βγάζαμε σχεδόν όλη τη φοιτητική μας ζωή, από το λιμάνι Λεμεσού, με τις μαούνες στο πλοίο, κατάστρωμα, με τις κάσες τα γάλατα Βλάχας και τα χαλούμια στον κούζο, μόνο στο τέλος αξιωθήκαμε να κάμουμε και κανένα αεροπορικό, τέλειωναν τα βάσανα.

Το αεροδρόμιο Λευκωσίας μια παράγκα, μικρά αεροπλάνα, ο πατέρας πήγαινε κάποτε ως τη Βηρυτό, «τελωνείο, να σε ψάξουμε, έχουμε πληροφορίες πως φέρνεις ρολόγια», τίποτε δεν βρήκανε, τον φόβο τον τραβήξαμε, μαθαίναμε μικροί: νόμιμο- παράνομο.

Για να πάμε από Νέα Υόρκη -ουάουουου- στο Όλμπανυ, μας άφησαν πίσω τις αποσκευές, δεν σήκωνε βάρος το μικρούλι, τις πήραμε την άλλη μέρα, ξυπνήσαμε τη νύχτα τους συγκάτοικους, λάθος κλειδί μας είχε δώσει η κυρά Νοικοκυρά, ελληνίδα, καλή μέρα να έχετε, μόνο κάτι πλούσιοι τον καιρό μας ήξεραν από αεροπλάνα.

Κι ο ζωγράφος έπρεπε να φτιάξει την εικόνα, δεν του πήγαιναν οι προηγούμενες πινελιές, ήθελε να αλλάξει τεχνοτροπία, πώς θα παρουσιαστεί το ανέβασμα στον ουρανό, καλά οι λευκοφόροι, κι οι άλλοι από κάτω να παρακολουθούν, μια δόξα να ανεβαίνει στον ουρανό, κι άρχισε κάτι χτυπητές πινελιές, τα κατάφερε, τον μελέτησαν αργότερα οι ειδήμονες, κι έρχονταν στην εκκλησιά και ρωτούσαν, οβραίοι και ρωμιοί:  «τι ιδιαίτερο έχει αυτή η εικόνα σας της αναλήψεως», κι εμείς ως συνήθως, δεν ξέραμε.