Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Οι πεινώντες και διψώντες


Οι πεινώντες και διψώντες

Όταν τον ρώτησα τι κάνεις, μου είπε πως πεινούσε και διψούσε, δεν φαινόταν, ήταν μια εσωτερική καταπακτή, κάπου στον εγκέφαλο, δεν την συνειδητοποιούσε, παρά μόνο έβλεπε ποθαμασμένος τις καινούργιες Πόρσε, τις μεγάλες κατοικίες με τις πισίνες, εδώ στη γειτονιά μου δεν είχαμε ποτέ, παρά μόνο δυο δεξαμενές, μια στου γιατρού Σαββίδη, ο γιος του ο Λούης είχε δυο άλογα πίσω από τη δεξαμενή, σαν κάμαρη φαινόταν, με μισή ξύλινη πόρτα να ξεπροβάλλουν δυο περήφανα κεφάλια, ένα μαυρόασπρο, άλλο καφετί, και μια άλλη δεξαμενή στης κυρίας Μαρίας του Αντώνη, υπαστυνόμου εκ Πάφου, Κούκλια για την ακρίβεια,  ήταν πίσω από το σπίτι της ένας μεγάλος κήπος, τον απολάμβανε ένα κατάμαυρο μαλλουρωτό σκυλί, η Ρίτα, κι ύστερα τον έκτισε, κάτι μικρές καμαρούλες, έρχονταν στη Λευκωσία από χωριά, κι όταν έκλεισαν τα σχολεία, Γυμνάσια στη Λάρνακα, τα είχε ενοικιάσει σε δυο τρία παιδιά από την Αραδίππου, σε ιδιωτικό πήγαιναν εδώ, Λύκειο Νεοκλέους, τότε ήρθαν και στο Παγκύπριο μαθητές από άλλες πόλεις, συμμαθητές μας, στην ίδια τάξη, στο ίδιο τμήμα, είχε ήδη κλείσει το δικό μας την προηγούμενη χρονιά, οι εγγλέζοι μόλις έβλεπαν ελληνική σημαία να κυματίζει σε σχολείο το σφράγιζαν, κι εμείς με τα ποδήλατα πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι καθηγητών και σε εκκλησιές, κρυφό σκολειό σου λέω.

Με τον πόλεμο του 74 ήρθαν διωγμένα τα παιδιά, στην Ευρύχου τότε, ένα γκρεμισμένο ερείπιο οι ψυχές τους, άλλοι στο απογευματινό, άλλοι πρωινό, και αντιστρόφως, άλλοι στα αντίσκηνα έξω από το σχολείο, και στην Παλουριώτισσα από το 76, φερμένα από την Καρπασία την αγία και πολύπαθη, φοβισμένα κορίτσια, Παγκύπριον Γυμνάσιον Θηλέων Παλουριωτίσσης ήταν το σχολείο, στη νεκρή ζώνη, ολόκληρο ένα φυλάκιο με συρματοπλέγματα και γαιόσακους ένα  γύρο, όταν αργότερα έγινε μικτό και μπήκαν αγόρια έπρεπε να εγκλιματιστούν αργά και σταθερά δασκάλες και μαθήτριες, με τόσες αδυναμίες, οι άνθρωποι με τόσα προβλήματα, πώς να ‘χεις και ποιες απαιτήσεις, να φανείς επιεικής, κάναμε και τίποτ’ άλλο; μα τα πράγματα έδειχναν πού οδηγούνταν, τα απομεινάρια του πολέμου τα σωρεύουμε σήμερα, σε ποια σκουπίδια να τα πετάξουμε που ΄γιναν κι αυτά επιστήμη, ευρωπαϊκοί κανονισμοί, έτσι κι οι άλλοι πήραν τα πάνω τους με τον πολλαπλασιασμό της αξίας των περιουσιών τους, κι οι πένητες δεν χώνευαν την πενία τους κι ήθελαν σε μια νύχτα να γίνουν πλούσιοι, γιατί οι άλλοι είναι καλύτεροι; είναι κι ένα νησί, ανθρωποφάγο το λένε, τώρα το μαθαίνουμε, πάλι οι τούρκοι το ’φεραν στην επιφάνεια, είσαι ρατσιστής, μου λέει, τα έχεις όλα αναγάγει στο πραξικόπημα και στην εισβολή, καλύτερα δες την κατάντια σου. Αυτό κάνω, του λέω.

Στέλιος Παπαντωνίου