Εν σοφία
Καλά λέω, αν αμάρτησα, αμάρτησα εγώ που το ΄γραψα, δεν
αμαρτάνεις κι εσύ που το διαβάζεις, εκτός αν σκανδαλίζεσαι λόγω αγνοίας, ουδείς
εκών κακός, αλλά τέτοια μέρα θες να πεις δεν θα θυμηθώ τον Αναστάση, o ένας
με τα τσιπς, ο άλλος, ο παππούς του φίλου μου του Τάσου στο Ακάκι, με τη βράκα,
τη μαντήλα στο κεφάλι, αθανατίστηκε σε γεωργικές εργασίες, ανέμιζε στο αλώνι, σε ντοκιμαντέρ του Ρικ,
εκεί όμως ψηλά στη γειτονιά μου, ανεβαίνει
φιγούρα χρόνια τώρα, σαν βγαλμένος από
πίνακα του Γκρέκο, με τη σημαία στο χέρι, επαναστάτης στη ζωή, επαναστάτης στον
Άδη, με τα κόκκινα, με τα λευκά, έτσι κι ένας άλλος σε φωτογραφία του
Ηρακλείδη, πολύ επιτυχημένη γιατί τη συνηθίσαμε και χώρια της δεν κάνουμε, το καινόν
και κενόν μνημείο κάτω ριγμένο, κάτασπρο, κι αυτός αναδύεται από τον τάφο, στους
ουρανούς φαίνεται, μια μέρα ήρθε η Ασπασία, λέει, εγώ θα σας φέρω μια άλλη
εικόνα του, του Φώτη, μαθηματικός είναι αλλά φωτοζωγραφίζει ωραία, κι έτσι
έχουμε δυο, η δεύτερη, συνήθης βυζαντινή εκδοχή, όποιαν προτιμάτε, εμείς
προσκυνούμε και τις δυο, και στη λιτανεία, να βρεθεί ένας άνθρωπος μόνο, για να
την κρατά στην αγκαλιά, σαν μικρό παιδάκι, κάποτε μένουμε μόνοι, παπά έχουμε,
ψαλτάδες, νεωκόρο και βοηθό του ακόμα, μένουμε όμως από εκκλησίασμα. Αντέχουμε
και κρατάμε όμως. Αυτό έχει σημασία.
Σαν σήμερα, από τις έξι το πρωί ήταν έξω από την οικία
Κασσιανού, περίμεναν να ανοίξει, το χάρηκαν, χτύπησαν σκάμνους, έπεσαν τα
μαύρα, άλλα τα της Παρασκευής, νόμιζε κανείς πως παν στις υπεραγορές, τόσος
κόσμος, κι όμως προσκύνημα στους επιτάφιους ήταν, φαίνεται πως καθιερώθηκε για
καλά το έθιμο, λέει κι ο φίλος μου και συνεργάτης Πέτρος, από τις δυο το μεσημέρι
κι ύστερα η Λευκωσία πατείς με πατώ σε, ναι, λέω, όπου περνάς σταματάει η
κυκλοφορία, χαίρεται το έργο μας ο άνθρωπος του Θεού, και τη επαύριον, σκάμνοι,
χαρές, καλό, έχουμε ψάλτες της μιάς νυχτός, έχουμε κι εκκλησίασμα της μιάς
ημέρας, και γιατί όχι, μόνο να μη μας έκαμναν και παρατήρηση, βάλτε καμιά τάξη
εδώ μέσα, λέει ένας, βρε, μια φορά τον χρόνο που έρχεσαι στον οίκο, παρατήρηση
θα μας κάμεις, είναι όμως οι μέρες, είναι κι η αγάπη, καλά να περάσουν οι
άνθρωποι, ας παίξουν και λίγο τον έξυπνο, δεν χάθηκε ο κόσμος, όπως εκείνος ο άλλος
που μου λέει, πήρα το βιβλιαράκι σου, το διάβασα αυθημερόν, φιλόλογος άνθρωπος
πώς σου ξέφυγαν δυο ορθογραφικά λάθη, ένα λέει στην οδός, το άλλο το ξέχασα,
βρε λέω, είναι και η έκδοση, έγινε το 1918, αν δεν έχει λάθος ένα βιβλίο είναι
απάνθρωπο, πάντως το μήνυμα, λέει, είναι πως με τη θρησκεία είμαστε συγχυσμένοι.
Ωωωωωω, γιατί διαβάζεις τόσα βιβλία βρε!
Άντε και καλή ανάσταση. Κι άνοιξε τα μάτια και την καρδιά,
να χαρείς. Δεν έχει λάθος.
Τα πάντα εν σοφία εποίησεν.