Στέλιου
Παπαντωνίου
Φθορά και Λύτρωση στις ποιητικές συλλογές
«Ο άλλος Χειμώνας»
(1993) και «Ουρανοδρόμιο» (1994) του Νίκου Ορφανίδη
Η μελέτη
των δύο συλλογών «Ο Άλλος Χειμώνας» και «Ουρανοδρόμιο» του Νίκου Ορφανίδη μας
αποκαλύπτουν μια ποίηση της φθοράς, της εν κόσμω τραγικότητας του ανθρώπου με
χαρακιές φωτός μέσα στο σκοτάδι σε μια προσπάθεια τελικής εξόδου ή ανόδου σε
άλλους κόσμους, για να επιτευχθεί η κάθαρση.
Όπως
στην αρχαία τραγωδία καμιά φρικτή σκηνή δε διαδραματίζεται μπροστά στους
θεατές, έτσι κι εδώ, οι φρικτές σκηνές έχουν παιχτεί και βιωθεί σε ανύποπτο
χρόνο και τόπο, ενώ απομένει ο εικονικός τους απόηχος, όχι αμέτοχος οδύνης.
Το παρόν κείμενο μπορεί και να τιτλοφορηθεί «Στάσιμα και Έξοδος στην ποίηση του Νίκου Ορφανίδη». Τα στάσιμα εδώ εκφράζουν συναισθήματα αντικειμενικά αποδεκτά, αναθρώσκουν όμως και εισάγονται σ’ αυτά ιντερμέδια που θραύουν το πάγιο των εικόνων, όταν εισέρχεται στη σκηνή το ερωτικό στοιχείο, γήινο και ουράνιο. Η λευκοντυμένη με τα ποικίλως εκφρασμένα μαλλιά και το δικό της πάθος και πόθο. Οι εικόνες των στασίμων, όπως σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες του Φελλίνι ή του Ίγκμαρ Μπέρκμαν, σφυροκοπούν απνευστί και ακάθεκτες τον αναγνώστη, παρασυρμένο στο θανατερό δίχτυ.
Μια μουσική, κάποτε θλιβερή, κάποτε στα μύχιά της εθνική μιας διαλυμένης παρέλασης ή ένας πιανίστας περιχύνει με τη θλίψη του τις απόκοσμες εικόνες.
Αντί των επεισοδίων της τραγωδίας, ακούμε σε εισαγωγικά, λόγια αγνώστων ή του εγώ και του συ. Ένας διάλογος στο συνειρμό των εικόνων, μια ζωντανή παρουσία αστραπιαία. Στο τέλος όλα τείνουν στην έξοδο, οπως στον Οιδίποδα στον Κολωνό. Μια έξοδο ανάληψης στον ουρανό ή βύθισμα στην πανδαίγμονα θάλασσα, εδώ λυτήριον κάθαρσιν αμπλακημάτων.
Δομικά τα ποιήματα των δύο συλλογών «Ο Άλλος Χειμώνας» και «Ουρανοδρόμιο» απαρτίζονται βασικά από δυο σκέλη, τη θέση και την άρση, ή το χειμώνα και την ουρανοδρόμο πορεία. Η θέση γέμει εικόνων φθοροποιού άλγους τις οποίες αιακίζει η ασπροντυμένη γυναίκα με τον έρωτά της, ενώ η άρση αίρει στα ύψη, με την ανάληψη στον ουρανό ή τη βύθιση στη θαλάσσια λυτρωτική έξοδο.
Το
φθοροποιόν άλγος οπτικοποιείται με εξωκοσμικές εικόνες, όντως ενός άλλου
κόσμου, παρότι γνωστού, τυφλοί διαβάτες, χωλοί, λεωφορεία σακατεμένα, με την
κόρη να απλώνει τα μαλλιά, ενώ πουλιά σε αλλεπάλληλες καθόδους συνοδεύουν την
παρουσία-απουσία της με μουσική επένδυση και ήχους άλλων εποχών, διακριτικούς
μιας μελιχρής θλίψης. Κάποτε ομοβροντίες σκίζουν τον ουρανό, κανόνια χαιρετούν
το πρωινό, η μπάντα του δήμου έτοιμη να παιανίσει το εωθινό, ο γέρο μουσικός
στη μέση του δρόμου με το πιάνο ερείπιο να παίζει ένα χαρούμενο εμβατήριο, όπως
κι οι καμπάνες που ηχούσαν χαρμόσυνα. Όμως όλη τούτη η χαρά καταπλακώνεται ασφικτικά
από τα πένθιμα τύμπανα και τη σειρήνα του ασθενοφόρου.
Σ’ αυτά τα ποιήματα ενός άλλου κόσμου, η φθορά βαδίζει κουτσαίνοντας, βγαλμένη από τ’ όνειρο, τα λεωφορεία ξεφορτώνουν μεθυσμένους αγγέλους, νεκρούς, ασθενοφόρα διασχίζουν τις λεωφόρους σε βράδυα ανύποπτα, και προπάντων πρωταγωνιστούν τα πουλιά, με τις αδιάκοπες καταδύσεις στο κύμα, κάποτε ξεψυχισμένα, ασθμαίνοντας, κάποτε παράξενα με σώμα γοργόνας, κάποτε τρομαγμένα ή εκστατικά να παρακολουθούν ή να παίρνουν τους δρόμους τ’ ουρανού. Αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού, τέρατα γης.
Πίσω από τις εικόνες, οι ραγισματιές του πόνου, της ματαίωσης, της θλίψης, μιας γενικότερης καταστροφής και πτώσης. Ο Αδάμ έξω του παραδείσου.
Μόνο ο έρωτας μπαινοβγαίνει σ’ αυτό το σκηνικό. Ασπροεντυμένη η γυναίκα, με τα πλούσια εικονισμένα μαλλιά σε παραλλαγές κίνησης, ανακατεμένα ν’ ανεμίζουν ατημέλητα. Ο έρωτας στιβαρός, με τα κορμιά κάποτε βυθισμένα το ένα στο άλλο, κάποτε μάρτυρες της φρίκης, αποκεφαλισμένα να σπαρταρούν. Ο έρωτας, γήινος, κάποτε ουράνιος, ρωγμή στο κοσμικό πάθος.
Όλα όμως αυτά ωθούν σε μια έξοδο λυτρωτική. «Είπες τότε ν’ αναληφθείς, ανέβηκες ψηλά..» Ή καταφεύγει στη θάλασσα με το πρωινό κύμα να τυλίγει το ανθισμένο σώμα. Η λύτρωση , η έξοδος από την τραγωδία. Τα στάσιμα οδήγησαν μέσα από τον εικονισμένο πόνο στην κάθαρση. Ο «Άλλος Χειμώνας» ήγαγε μέσω των τραγικών παθών στο «Ουρανοδρόμιο».