Στέλιου Παπαντωνίου
Ο Πολύστυπος των παιδικών μας χρόνων
Πώς βρεθήκαμε στον Πολύστυπο, ήταν η Αντιγόνη Βιολάρη, είχε
τον άντρα στην Αυστραλία, της έστελλε χρήματα, ο πατέρας εργαζόταν στην
Μπάρκλεϋς, τη βοηθούσε να τα εξαργυρώσει, γνωρίστηκαν, ελάτε να γνωρίσετε και
το χωριό, γέμισε τις βαλίτσες η μάνα, πάμε εκεί απέναντι από το παλιό Δημαρχείο
λεγόμενο, ήταν το λεωφορεία της γραμμής, πρώτος και καλύτερος ο Χριστόφορος ο
βρακάς, γνώριζε τα πάντα του λεωφορείου, ο καλύτερος σιωφέρης, κάναμε ταξίδι
τουλάχιστον δυο ώρες, να περνάμε μέσα από Αληθινού και Λειβάδια, εκεί πάντα του
μακαριστού δασκάλου της ψαλτικής Θεόδουλου Καλλίνικου το αυτοκίνητο σε μια στροφή, εκεί έβγαζε τα καλοκαίρια,
συναντούμε πρώτα το εκκλησάκι του αποστόλου Αντρέα κι ύστερα από τη μεγάλη
στροφή – όλο στροφές ο δρόμος- ανεβαίνουμε στο χωριό, από τα πρώτα δεξιά το
σπίτι του παπά, αριστερά για κάμποσα χρόνια έμενε ο γιατρός Δημήτρης Πρωτοπαπάς.
Στο ανέβα κοντά στο καφενείο του Αχιλλέα του μουχτάρη μας παίρνουν ξωπίσω τα
παιδάκια, ξυπόλητα με παντελόνια τρία τέταρτα, αντί ζώνη πολλοί χρησιμοποιούσαν
το φιτίλι, το λεωφορείο κουβαλούσε ψωμιά, κι ό τι χρειαζόταν το συνεργατικό
παντοπωλείο, δίπλα στο καφενείο του μουχτάρη, τότε αν δεν απατώμαι εκεί ήταν ο
Ξενής, ψάλτης και πατέρας του αγνοούμενου από το 1958 περίπου γιου του που ήρθε στη Λευκωσία να δουλέψει και χάθηκε,
ήταν το παιδί που τρεχτό κάθε μέρα πήγαινε να ανάψει τα καντήλια του αποστόλου
Αντρέα, εμείς τον περίπατό μας.
Κοντά στο σπίτι που μέναμε, του Χριστοφή κοντά, ήταν της Αντιγόνης
του Βιολάρη, με τον Αντρίκκο και τον Τάκη και τη Στέλλα κάναμε παρέα, η
Αντιγόνη πήγαινε στο χωράφια, τα πρόσεχε η μάνα μου, άλλο σπίτι κοντά ήταν της Ηλιούς
αριστερά και του μακαριστού αγνοούμενου Αργυρού δεξιά, λίγο πιο κει από της Ηλιούς
ήταν της Παρασκευούς αδελφής του Ροδή, ο Ροδής εργαζόταν τότε στο Τρόοδος,
τουριστικά, ερχόταν κι όλοι παρακολουθούσαμε το πρωινό τελετουργικό, καμιά δεκαριά
σαπουνιές στο πρόσωπο τη μια πίσω από την άλλη, καλότατοι άνθρωποι, τον
συνάντησα κι αργότερα πενθερό του φίλου Ξενή των υδραυλικών και θερμαντικών
εγκαταστάσεων. Λίγο απέναντι από της Ηλιούς ήταν μια πράσινη πόρτα, ο Κώστας της
μαμμούς κι η μαμμού βέβαια, κι ανεβαίνοντας, απέναντι από του Αργυρίδη κοντά
στο σημερινό συνεργατικό ένα παιδάκι παράλυτο, με ειδικές ανάγκες καθισμένο
στην καρεκλίτσα ασφαλισμένο.
Ολημερίς παίζαμε με τα παιδιά, πηγαίναμε στην κρυάβρυση να
φέρουμε νερό με την κουκκουμάρα, ήταν ένα μικρό δρομάκι διασχίζαμε, βρισκόμαστε
εύκολα στο νερό, άλλες μεγάλες εξορμήσεις ήταν στη Βρύση των Πουλιών, τότε
πηγαίναμε με το καλαθάκι μας, να κάτσουμε να φάμε κάτω από τις φουντουκιές,
ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε, μια μέρα αποφασίσαμε και ανάβαση πήγαμε στον
Αγρό, πιο μεγάλοι στην ηλικία.
Δεν υπήρχε τότε ηλεκτρικό
στο χωριό, με τη λάμπα του πετρελαίου τη βγάζαμε, και άλλοι τα βράδια στα
περβόλια με τις λάμπες ασετυλίνης, πέρναγε όμως άνθρωπος με τη σκάλα κι άναβε
λάμπες στους δρόμους, τόση εξέλιξη, και νερό τρεχούμενο παίρναμε από τη βρύση,
απέναντι από την Ηλιού, ένα νερό όλο δύναμη, κάτασπρο, περιμέναμε να καθαρίσει
να πιούμε, ευκολοχώνευτο, το υδραγωγείο ήταν ψηλά, έπεφτε με δύναμη το νερό.
Τα βράδια ξεφλουδίζαμε λεφτοκάρκα, στην αρχή παραξενεμένοι
για τις λέξεις, ύστερα μάθαμε στο σχολείο πως λεπτοκάρυον είναι η επιστημονική
του ονομασία του φουντουκιού, και ουδέποτε ακούαμε τη λέξη χοίρος, πάντα το
γουρούνι, κρατούσαν λέξεις αρχαιότατες. Και βέβαια τα βράδια γέμιζαν οι
καφενέδες του μουχτάρη Αχιλλέα με τον Λεωνίδα και τον Φειδία και τη μουχτάρενα,
πρόσχαρη γυναίκα, τι θα πάρετε, γλυκό καρυδάκι, κανένα κανταϊφι, έφερναν από τη
Χώρα, και το άλλο του Νικόδημου με τη Σταυρούλα που το κράτησε επάξια, όταν
πηγαίναμε κι αργότερα πάντα ζητούσαμε κεφτέδες, έκανε τους καλύτερους. Την
Κυριακή κάτω από του Νικόδημου ήταν ένας μεγάλος φούρνος, παίρναμε τα σινιά με
τα κρέατα και τις πατάτες μοσχοβολούσε το χωριό. Και τα απογέματα περιπάτους
όλοι οι ξένοι, πολλοί από Λάρνακα, ως τη μεγάλη στροφή που είναι σήμερα το
μεγάλο φιλόξενο κέντρο έξω από το χωριό. Και βέβαια τα βράδια βράδια με τις λάμπες
ασυτελίνης να ψάχνουν οι μεγαλύτεροι στις φουντουκιές να βρουν συκοπούλια.
Αξέχαστη η ποσιρτή της Αντιγόνης, είχε βέβαια και το χοιρομέρι κρεμασμένο,
φεύγοντας από το χωριό, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία είχαμε πάντα μαζί μας και
τα καλούδια μας, πολλά φουντούκια κι αθάσια και καρύδια, να μην ξεχνάμε τον
παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, τον Πολύστυπο, ζιβανία δεν μπορούσαμε να
φέρουμε, σταματούσαν το λεωφορείο άνθρωποι του τελωνείου, κι ερευνούσαν τις τσάντες
των επιβατών, ήταν μονοπώλειο, η κυβέρνηση το φορολογούσε, κάτι τέτοιο. Ήταν
κανένα χρόνο μετά τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Τσιάρτα που πήγαμε για πρώτη
φορά. Κι ύστερα πολλές άλλες.