Τα σκυλιά
Κράτα δεμένα τα σκυλιά, γιλντιρίμ, κάθεσαι ακίνητος σαν καλντερίμ, γαυγίζει, δεν είναι δεμένο, σπρώχνει τις πόρτες και μπαίνει, τη δαγκώνει στα πόδια, ήρθε νομίζοντας πως εδώ γεννήθηκε η αφροδίτη, λίγο πιο κάτω της είπαν, με μια δαγκωματιά κατατρώει τα παράλια, κερύνεια -κερύνεια καταφαγωμένη, έρντοαν έρντοαν, δάγκωσες την ουρά σου, δάγκωσες τα σπλάχνα σου, το σκυλί γαυγίζει, το σκυλί κατατρώει το καημένο κορίτσι, δεν είχε όνομα, ποιος την ήξερε, ύστερα τα σκυλιά προχώρησαν στην καρπασία, κατέβηκαν στη μεσαριά, κι ο ευριπίδης, γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας και στα λατομεία της Σικελίας. Tου άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Eίδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια· προσπάθησε να το τρυπήσει. Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι· ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά, λέει ο ποιητής. Μεγάλος ποιητής, μεγάλος τραγωδός, μεγάλη τραγωδία, οι ζωγραφιές της θάλασσας στο φλοίσβο τους μιλούσαν για πλούτο, οι σπηλιές στην αμμουδιά μιλούσαν για ντεβέλοπερς, οι ιατροδικαστές έπλεναν τα χέρια, έχετε το δικαίωμα στον θαλάσσιο πλούτο, μοιράστε ισομερώς αδρομερώς, ακριβοδίκαια, το ’να σκυλί κατασπάραζε τα χέρια, το άλλο την έρμη κεφαλή, κι η έμη σφάδαζε στα θαλάσσια φύκια, κι η ένι με την ουρά στα σκέλια ανέμενε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εκτουρκιστούν σύμφωνα με το κεκτημένο και τα δίκαια των λαών. Εκεί στη θάλασσα τα νερά κοχλάζουν, στα σύνορα τα φαντάρια ξενυχτούν. Τα σκυλιά αφέθηκαν ελεύθερα.
Κράτα δεμένα τα σκυλιά, γιλντιρίμ, κάθεσαι ακίνητος σαν καλντερίμ, γαυγίζει, δεν είναι δεμένο, σπρώχνει τις πόρτες και μπαίνει, τη δαγκώνει στα πόδια, ήρθε νομίζοντας πως εδώ γεννήθηκε η αφροδίτη, λίγο πιο κάτω της είπαν, με μια δαγκωματιά κατατρώει τα παράλια, κερύνεια -κερύνεια καταφαγωμένη, έρντοαν έρντοαν, δάγκωσες την ουρά σου, δάγκωσες τα σπλάχνα σου, το σκυλί γαυγίζει, το σκυλί κατατρώει το καημένο κορίτσι, δεν είχε όνομα, ποιος την ήξερε, ύστερα τα σκυλιά προχώρησαν στην καρπασία, κατέβηκαν στη μεσαριά, κι ο ευριπίδης, γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας και στα λατομεία της Σικελίας. Tου άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Eίδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια· προσπάθησε να το τρυπήσει. Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι· ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά, λέει ο ποιητής. Μεγάλος ποιητής, μεγάλος τραγωδός, μεγάλη τραγωδία, οι ζωγραφιές της θάλασσας στο φλοίσβο τους μιλούσαν για πλούτο, οι σπηλιές στην αμμουδιά μιλούσαν για ντεβέλοπερς, οι ιατροδικαστές έπλεναν τα χέρια, έχετε το δικαίωμα στον θαλάσσιο πλούτο, μοιράστε ισομερώς αδρομερώς, ακριβοδίκαια, το ’να σκυλί κατασπάραζε τα χέρια, το άλλο την έρμη κεφαλή, κι η έμη σφάδαζε στα θαλάσσια φύκια, κι η ένι με την ουρά στα σκέλια ανέμενε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εκτουρκιστούν σύμφωνα με το κεκτημένο και τα δίκαια των λαών. Εκεί στη θάλασσα τα νερά κοχλάζουν, στα σύνορα τα φαντάρια ξενυχτούν. Τα σκυλιά αφέθηκαν ελεύθερα.