Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ


ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΙΩΣΗΦ Σ. ΙΩΣΗΦΙΔΗ:  ΕΡΩΣ, ΜΥΘΟΣ, ΒΑΘΟΣ 
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ, 200 ΧΑΪΚΟΥ
Κυρίες και κύριοι,
Ακούοντας τον όρο χαϊκού ο καθένας έχει στο νου μια εντύπωση,                  με λουλούδια, πουλάκια και πετούμενη ποιητική διάθεση,                 ευαισθησίες λεπτές, οπτικές κι ακουστικές εικόνες,                                        «στο μαραμένο κλαδί κουρνιασμένο κοράκι- φθινοπωρινό σούρουπο», ζωγραφική στενά συνυφασμένη…
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης όμως με το βιβλίο του Έρως Μύθος Βάθος, ποιητική συλλογή με διακόσια  χαϊκού, εκδόσεις ΡΩΜΗ Θεσσαλονίκη, επιβεβαιώνει κάτι άλλο, ελληνικό, πως το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, με ένα στέρεο ποιητικό λόγο.
Δεκαεφτά συλλαβές, τρεις μικροί στίχοι, εφτά οχτώ λέξεις, και πέρασε το μήνυμα. Απαιτητικό, άρα, το χαϊκού, στη συμπυκνωμένη σοφία ή στο συνταρακτικό συναίσθημα.
“Ου παντός πλειν εις Κόρινθον” και ου παντός γράφειν χαϊκού ή λακωνίζειν.  Προπαιδεία πολλή χρειάζεται και                                          χειρισμός της γλώσσας δεξιός.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, Έρως,        Μύθος,         Βάθος .
Κάτω από την πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται ποιήματα με τον έρωτα σε διάφορες μορφές ή πτυχές ή φανερώσεις, ως αγάπη, ως δύναμη, δημιουργία, αλλά και θεϊκόν τι,     ως η γέννηση του Κυρίου, απόδειξη της αγάπης του στον άνθρωπο. Προ πάντων όμως ως υπέρβαση.
Χαϊκού πρώτο:  «Συγχωροχάρτι ο Άδης στον Έρωτα χαρίζει μόνο.»
Τέθηκε ήδη με το πρώτο χαϊκού η σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή:  η ενασχόλησή του με την Τέχνη-  που του δόθηκε ως χάρη –                                                         τον οδήγησε στις συλλήψεις του αιωνίου, των αξιών και μεγάλων αληθειών. Ο Έρως υπερβαίνει τον Άδη, και του συγχωρείται κάθε τι, γιατί δεν οδηγεί στη διαμάχη, αλλά αντίθετα, ενώνει τα αντίθετα.  «Ήλθε ο Χάρος, είδε τον Έρωτά μας, απήλθ’ άπρακτος»
Περιδιαβάζοντας κανείς στη συλλογή και πιάνοντας την άκρη μιας ιδέας, το μίτο στο λαβύρινθο, βρίσκει αμέσως το επόμενο χαϊκού που θα ταιριάσει, θα συμπληρώσει, θα επιβεβαιώσει τη σύλληψη του ποιητή και την ολοκληρωμένη προσπάθειά του να αγκαλιάσει ένα τόσο βαθύ και πλατύ θέμα ως ο Έρως.    Όμως είναι αδύνατη σε μια παρουσίαση η σφαιρική σύλληψη ενός θέματος τόσο αρχαίου με τόσο βάθος και πλάτος, γι’ αυτό και θα μείνουμε σε μερικές πτυχές του θέματος, που οφθαλμοφανώς συλλαμβάνουμε και μπορούμε να αποτυπώσουμε στην πεζή μας ανάλυση.
Τέτοιες είναι η σκιαγράφηση του σώματος της ερωμένης, η παρουσία και απουσία, ο έρως ως απελευθερωτική από το εγώ δύναμη, που συνεπάγεται και το επικινδύνως ζην κατά το Θουκυδίδειο «το ελεύθερον το εύψυχον και μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους». Αλλά και ο έρως ως διασώζων εκ των κινδύνων, δύναμη έλκουσα τα αντίθετα, παντοκράτωρ και θαυματουργός, τροφή και προσφορά, με την ιερότητα της Παναγίας και τους αγώνες των ανθρώπων για ελευθερία, έρως φιλόσοφος με τα διαρκή και ουσιώδη ερωτήματα, έρως αυτοσκοπός και δημιουργός πνευματικών έργων, κατά το πλατωνικόν «τόκος εν τω καλώ».
Το πρώτο ζωγραφικό της ερωμένης είναι το                                                «Πολύς άνεμος ξοδεύτηκε πάνω σου να σε σμιλέψει».                                    Η χάρη κι η ομορφιά της αγαπημένης σμιλεύεται από τον άνεμο. Πίσω όμως από κάθε λέξη κρύβονται πολλά. Πρώτα πρώτα το σμιλεύω ως ρήμα παραπέμπει στη σμίλη του γλύπτη, άρα έχουμε ένα άγαλμα, το «εφ΄ ω τις αγάλλεται», ένα χάρμα οφθαλμών. Ή                                                      «Με το χρυσό του σε χρύσωσε ο ήλιος΄ δύει κουρελής.»                                 Δεν φτάνει το φως, η ζεστασιά, είναι και το χρυσάφι, ως το πολυτίμητο  κόσμημα το οποίο απεκδύεται ο ήλιος, για να στολίσει την αγαπημένη.  Πλην των αισθήσεων, ο ερών αναπτύσσει και άλλες δυνάμεις «Κι όμως σε νιώθω: Τυφλός την εικόνα σου, κουφός το άσμα σου.»
Δεν είναι όμως μόνη η ομορφιά το «ευ της μορφής», αλλά και τα συναισθήματα που επιδρούν στον κόσμο «Γελάς κι αλλάζουν όλα: δελφίνια πετούν, πουλιά κολυμπούν».
Λέει κι ο Ερωτόκριτος «Μα όλα για μένα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω, για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.»
Η μουσική που εκπέμπει η αγαπημένη,                                                                   « Άρπα δεν έχεις, μ’ ακούω τις χορδές σου σαν καρδιοχτύπι».
΄Η ακόμα επιτυγχάνει το ζην εκτός τόπου και χρόνου, άρα στις διαστάσεις του ατόπου και αχρόνου:                                                              «Μαζί σου νιώθω τον αιώνα μου στιγμή κι αυτήν αιώνα.»
Ένα άλλο μοτίβο είναι η απουσία΄ με την απουσία ασφυκτιά, δεν αναπνέει, «Ω , χλωροφύλλη του δένδρου του έρωτα, οξυγόνωσ’ με»   «Μόνος στη βροχή χορεύω με μια λιγνή ντάμα ομπρέλα».                       Με την παρουσία όμως της ερωμένης πληρούται ο ερών και τα σύμπαντα.                                                                                                           «Μέλισσα εσύ, άνθος εγώ, με φιλί φτιάχνουμε μέλι.» ο έρως δημιουργός του γλυκυτάτου.
Το επικίνδυνο της διαδρομής, ο κίνδυνος να χάσει ο ερών ή ερώμενος την ψυχή του με την εμπλοκή του στον άγνωστο άλλο, διαφαίνεται στο «Έρωτα ρίξε κλαδί να κρατηθώ σώος στον γκρεμό.»                                        Το επικινδύνως ζην και πορεύεσθαι απαιτεί ανώτερες δυνάμεις, που κρατούν εν εγρηγόρσει τον ερωτευμένο και τον συνοδεύουν στην κρημνώδη πορεία.
Ο ποιητής μας βεβαιώνει πως ο ΄Ερως διασώζει από τους κινδύνους, για να επιτευχθεί το ποθούμενο.                                                                            «Ψυχές π’ αγαπούν βγάζουν στην πλάτη φτερά μπροστά στον γκρεμό.»
Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το αντιφατικό των πραγμάτων, η θέση και η αντίθεση, γι’ αυτό και η πείρα λέει:                                             «Έρως άνεμος ελλιμενίζει σκάφος ή το τσακίζει.»  Αυτό το πλησίασμα των αντιθέτων δεν γίνεται χωρίς την υπερδύναμη που κρύβει ο Έρως μέσα του, με την οποία υπερβαίνει κάθε εμπόδιο.
Ο έρως μπορεί να επιτελέσει θαύματα ως ο περιπατών επί υδάτων Κύριος: «Αγαπώντας σε βαδίζω επ’ υδάτων ως την ακτή σου.»                Ποθητό τέρμα η ακτή και ο βαδίζων επί υδάτων, πιστός στη δύναμη του έρωτα, πορεύεται στο ιδεατό τέρμα.
Με την ιερότητα του έρωτος, συνάπτεται το τρίστιχο: Έρως ιερός «φάγετε και πίετε», Δείπνος Μυστικός.                                                                                   
Ο επιούσιος άρτος της αγάπης καθημέραν τρέφει τους πεινώντας αλλά και τον τρέφοντα. Δίνε παιδί μου να πλουτίσεις, έλεγε κι η μάνα μου.                                            «Δίνε, καρδιά μου, κι αν σε κάνουν θρύψαλα τα συνέχει φως.»
Αυτή η θεϊκή αγάπη εκφράζεται σε διάφορα σημεία της συλλογής,             «Η φάτνη, καρδιά, τ’ άχυρα, ίνες πλεκτού, να Τον θερμαίνουν.» που μεταφέρουν νοερά στη γέννηση του Θεανθρώπου στη φάτνη και στην καρδιά των πιστών. Πάσα η φύσις μέτοχος του θείου μυστηρίου της αγάπης. Και προπάντων ο άνθρωπος:                                                         «Μαμά, φωνάζω. Σοφοί λεν πως εννοώ “Θε μου σου χρωστώ.”»            ένα χαϊκού αποδοχής του θαύματος της γέννησης και ύπαρξης του ανθρώπου, της πορείας και διαφύλαξής του από αλλότριες δυνάμεις, κάτω από την παντοδυναμία του αγαθού Θεού.                                                                                                      
Αλλά ούτε η υψίστη των μητέρων αγνοείται:                                              «Παναγία σεπτή, στο κέντρο του Αυγούστου και της καρδιάς μας.» «Πανταχού παρών ο Θεός, με πρεσβευτές παιδιά και μάνες.»                         Το πιο συγκινητικό όμως είναι το εμπνευσμένο από τη γνωστή νουβέλα: «Καρδιά της μάνας ξερίζωσες. Κι έπεσες. Πονάς; Σε ρωτά.» όπου η θυσία για το παιδί και η προς αυτό στοργή φανερώνει την αυταπάρνηση ή την  αυτοθυσία ως ουσία της αγάπης.
Κι ακόμα μια άλλη πτυχή παναθρώπινη, ο έρως της ελευθερίας, σε παγκόσμιες διαστάσεις και διαχρονικές:                                                          «Έρως λευτεριάς τώρα, ύστερα, πριχού, δω, εκεί, παντού» όπου ο έρως της ελευθερίας είναι κάλεσμα στην αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, το ικάνειν εις το τέλος, τον σκοπό, τη θέωση ή τελείωση.
Μια άλλη φανέρωση του έρωτα είναι τα ερωτήματα των ερωτευμένων σε λίγους στίχους. Η ρίζα των ερωτημάτων βρίσκεται στο πνευματικό ανέβασμα. Κατ΄αρχάς ίσως προβληματίζει ο παραλληλισμός σοφών κι εραστών, η καταφυγή όμως στην έννοια του φιλείν δίνει την εξήγηση. Το φιλείν την σοφία, των φιλοσόφων, και το φιλείν του έρωτος, οδηγεί στα ερωτήματα:                                                                 
«Ναι; Μήπως; ΄Οχι; σαν αγαπάς δεν μέλει τι θ’ απαντήσεις» και το δεύτερο : «Από πού, προς πού, πότε, πώς, γιατί, ρωτούν σοφοί κι εραστές.»                                                                                                 
Μεγαλύτερης σημασίας είναι στην περίπτωση αυτή τα ερωτηματικά παρά οι απαντήσεις. «Πονάς, τρέμεις; Τι; Τρεις συλλαβές, Α -γα -πη αρκούν ν’ αντέχεις.»
Η διάκριση σκοπού και αυτοσκοπού σ΄ένα χαϊκού  βρίσκει την απάντησή της: «Ποιος ανταμείβει την αγάπη; Ποιος άλλος παρά η ίδια;» Δεν αγαπάμε για να επιτύχουμε τίποτε άλλο εκτός από την ίδια την αγάπη, δεν την χρησιμοποιούμε ως μέσο αλλά ως τέλος, είναι αυτοσκοπός.
Ο έρως δεν είναι μόνο ο πλάστης των νέων βλαστών αλλά και των ωραίων έργων τέχνης, τόκος εν τω καλώ, κατά το πλατωνικόν.
Η Πρώτη ενότητα των ποιημάτων χαϊκού του Ιωσήφ Ιωσηφίδη  έδωσε και την απάντηση γιατί ο έρως να τεθεί πρώτος, αφού αυτός ενώνει τα διεστώτα, παράγει και προάγει την πνευματική ζωή και δημιουργία και ως συνεκτικός των πάντων περιέχει και δεν περιέχεται.
ππππππππππππππππππ
Ερχόμαστε στη β΄ενότητα της συλλογής, με τίτλο, Μύθος.
Εμπνευσμένος από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Τρελλή Ροδιά» ανοίγει μ’ αυτήν ένα διάλογο από δέκα χαϊκού με υπότιτλο «δέκα μικροί μύθοι της τρελής ροδιάς» Λέξεις, εικόνες, σκέψεις συνομιλούν με το ποίημα ή με την τρελή ροδιά στην οποία με αγάπη απευθύνεται
81. Τρελή μου ροδιά, σαν γελάς φυσά νοτιάς στων νιών τα στήθη.            Μια συνταρακτική δύναμη που αναστατώνει τους νέους, μια δύναμη αυτοπραγματούμενη, ολοκληρωμένη.                                                                  82. Κλαδί σού κόβουν κλέφτες, μπόρες, μα μπορείς ν’ ανδρώνεις άλλα.                                      83. Λικνίζεις κορμό, ξελογιάσεις τους νέους, πηδούν τα σκότη.
Μια γυναικεία χάρη επαναστατική και ξελογιάστρα από τη μια ερωτική από την άλλη πνευματική δίνει δύναμη υπέρβασης του σκότους, ταξιδεύοντας τους ακόλουθούς της στο όνειρο.
84. Παιδί με κρατάς κι ο άνεμος μας παίρνει σ’ ονείρου βόλτα.
Προσηλωμένος στην ομορφιά της ο ποιητής νιώθει την ελκτική της δύναμη και την παιγνιώδη και ονειρώδη διάθεσή της.
85. Στη φυλλωσιά σου καλείς να παίξω κρυφτό με το φεγγάρι.
Το παίζειν από Ηρακλείτου μπορεί να είναι η αρχή της δημιουργίας, «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδὸς ἡ βασιληίη –.»                      Περισσότερο όμως από παιχνίδι ο ποιητής πιστεύει στη δημιουργική δύναμη του όντος που ωθεί, ανεβάζει, παρωθεί στο άνοιγμα των φτερών, είτε έρως είναι είτε ιδέα.
86. Σκάλα μού στήνεις ν’ ανέβω στην κορφή σου, ν’ ανοίξω φτερά.
Κάτω από αυτή την προοπτική, της τρελής ροδιάς ως έρωτος, μπορούμε να πούμε πως υποδορίως συνεχίζεται η διαπραγμάτευση της δημιουργικής δύναμης του έρωτα της πρώτης ενότητας, τώρα κάτω από άλλη πρωταγωνιστική μορφή, την τρελή ροδιά.
Ως δημιουργική δύναμη ωθεί στην παραγωγή λογοτεχνικών έργων, φέρνει στο φως τα κρυπτά στα βάθη των ψυχών και μεταλαμβάνει της αληθείας την οποία μεταποιεί σε λόγο.                                                       87. Σκιρτώντας ψάλλεις, σαν Αμάλθεια καλείς το λάλον ύδωρ.
‘Ετσι η Μούσα τρελή ροδιά εκπληρώνει έναν υψηλό προορισμό της, ως φωτοδότης της ανθρωπότητας.
88. Στο φως ριγώντας γδύνεις ψυχή και σκύβεις να κοινωνήσεις.
Αν στην προηγούμενη ενότητα του Έρωτος είδαμε το κινδυνώδες και το κρημνικό στοιχείο της στενής οδού και του ρηξικέλευθου, παρόμοια εδώ η τρελή ροδιά
89. Να ! Φτερουγίζεις στον ώμο του ονείρου, τρελή μου ροδιά.
Φτερουγίζει στον ώμο του ονείρου, βρίσκεται στο μεταξύ, έτοιμη να συλλάβει το ασύλληπτο και άφατο, εξ ου και το τελευταίο
90. Χάνω τη λαλιά σαν μοιάζεις σοφή Σιωπή με ήχους άστρων.                      
Το αντιφατικό των μεγάλων αληθειών συνελήφθη και εκφράστηκε με τη Σιωπή, μια σύλληψη που μεταφέρει στο πνεύμα του δοκιμίου του Αλμπέρ Καμύ για το Παράλογο στο Μύθο του Σισύφου.
Για τον οποίο το 93. Σίσυφε μην κλαις, η πέτρα σου φθείρεται κατεβ’ ανέβα.
Και ο διάλογος με τον Αλμπέρ Καμύ 96. Το Φθινόπωρο ζει σαν Άλλη Άνοιξη, * εντός κι ερήμην.
Η διαλεκτική του κατέβ’ ανέβα, της άνοιξης με το φθινόπωρο, το αντιφατικό των αληθειών και η δύναμη της αντίφασης να κρύβει μέσα της μεγάλες αλήθειες δίνονται πράγματι κλεισμένες σε κόκκο εκρηκτικό νοημάτων.
Μια σειρά από κατηγορικές προσταγές θα’ λεγε κανείς βρίσκουμε στα
94. Ανακάλυψε πίστη μέσα σου, δάδα να καις Λερναίες.
95. Αύριο θα ’ναι Δευτέρα Παρουσία. Μην κλαις. Όργωνε!
97. Η γη σού γεννά πιο πολλά σαν ιδρώσεις παρά σαν βρέξει.
Η υπέρβαση των αντινομιών όντως βρίσκεται στην πίστη, γι’ αυτό όποιος την έχει καίει μ’ αυτήν πολυκέφαλα τέρατα, ένα των οποίων η αεργίη, το όνειδος, ως  Ησίοδος φησίν. Γι’ αυτό και η αρχαία κατηγορική προστακτική «Εργάζευ», βρίσκει ανταπόκριση στο χαϊκού του Ιωσηφίδη, «ίδρωνε, όργωνε».
Μια ενότητα άλλη αποτελούν χαϊκού αφιερωμένα στον ήλιο, την πηγή του φωτός, της ομορφιάς, της μουσικής, του κύκλου που επανέρχεται.

101. Ήλιε, για στάσου ν’ αντιγράψουν υφάντρες το χρυσαφί σου.
Το ακόλουθο θυμίζει το του Ηρακλείτου
«Κόσμον τόνδε, τόν αυτών απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλά ην αεί καί έστι και έσται πυρ αείζωον απτόμενον μέτρα καί αποσβεννύμενο μέτρα."
106. Ανάβει μέρα σβήνει μέρα ανάβει…Φως, ζω. Σκότος, ζω.

Και από τον κόσμο, στη φύση: 
107. Η Φύση καλεί και βρίσκομαι εντός της πριν φτάσω εκεί. ΄
ή ακόμα
108. Σπάσε το τσόφλι, πιάσε τ’ ασπράδι μου, μπες, φτάσε στον κρόκο.

Ο άνθρωπος ο ίδιος, ων πλάσμα φυσικό, βρίσκεται μέσα στη φύση, είναι μέρος της και όμως ψάχνει να βρει το βαθύτερο νόημά της, πρέπει να φτάσει στα όντως όντα.
109. Παρθένο ρόδο, τ’ αγκάθια σου φύλακες τ’ αγνού κι ωραίου.

Στο τέλος όμως έχει συλληφθεί η μεγάλη αλήθεια της ανακύκλωσης και της αιωνιότητας.                                                                                                       110. Αναβιώ Κύκλε: γη, σπόρος, βλαστός, καρπός. Τ’ απόν δες: Παρόν!

Σ’ αυτή τη δεύτερη ενότητα της συλλογής των χαϊκού βρίσκουμε μερικά ειδικού ενδιαφέροντος ποιήματα, που συγκινούν κάθε Έλληνα, από Μακρυγιάννη ως τη μάνα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ανθρώπων μιας πάστας συνέχισης του γένους, χρέους στους άλλους.

117. Δεν υπάρχουνε ‘Απόδημοι Έλληνες’. Η Ελλάς παντού.
120. Θεριά μας χτυπούν, δεν νικούν. Τρων από μας και μένει μαγιά. *
* Στρατηγός Μακρυγιάννης προς τον Γάλλο ναύαρχο Derigny
125. Γιος ήρως νεκρός. ‘Πατρίς, χαλάλι ο γιος μου’ Όρθια. Δεν κλαις. *

Αναφορά στη μητέρα του ήρωα, Αντωνού, και στους στίχους της.

Στο τέλος, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης αποτελεί αντίγραφο του ποιήματός του 112. «Κεφάλι ψηλά χαρταετέ, μα πάτα στη γη με σπάγκο.»
Προσγειωμένος άνθρωπος, μα υψιπέτης.

Συμπερασματικά, η δεύτερη ενότητα μας έδωσε πλην της λυρικής συν ζήτησης με την Τρελλή Ροδιά, φιλοσοφικές συλλήψεις, απόπειρες έκφρασης του ανέκφραστου, συνομιλίες με μεγάλους του Λόγου, Κατηγορικές Προστακτικές, φυσικές ομολογίες και ιστορικές περήφανες σημάνσεις.

Βάθος
Η τρίτη ενότητα, Βάθος, χρειάζεται περισσότερη μελέτη και καταβύθιση στην αρχαία σοφία, αφού οι ρίζες ανήκουν στα πανάρχαια εκείνα χρόνια και στους σοφούς προγόνους. Παράλληλα νοήματα βρίσκουμε στα κείμενα ή στα αποφθέγματα των προπατόρων, που διαιωνίζονται με την ποίηση και την επαναφορά τους στη σημερινή ζωή.
Η ενότητα αρχίζει με ένα ωραίο χαϊκού, ενδεικτικό της βεβαιότητας πως, για να φτάσει ένας στο βάθος των εννοιών και της αλήθειας, πρέπει να κοπιάσει, να ματώσει.
141. Όσο σε λιώνουν Ανθέ, τόσο πιο πολύ ευωδιάζεις.
Ότι βρισκόμαστε στην Ιδέα των πραγμάτων κοντά , φαίνεται από το πιο κάτω
142. Τα κάλλη γερνούν, οι καλλονές ξεβάφουν, το Κάλλος διαρκεί.
Όπου το κάλλος είναι η αιώνια ιδέα, η άφθαρτη, γιατί βρίσκεται σε άλλο κόσμο, τον νοητό.
161. Το αθέατο Κάλλος βλέπω με τρίτο μάτι των αισθήσεων.
Σ’ αυτό τον αιώνιο κόσμο   έφθασαν μεγάλοι δάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, για τους οποίους ίσως και να ισχύει το
143. Διδάσκοντάς σε διδάσκομαι δυο φορές, στοχάζομαι τρεις.
Μόνο ένας καλός δάσκαλος μπορούσε να το γράψει, που έχει ήδη βιώσει πως καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς κάτι, είναι να το διδάξει.
Πείρα ζωής αποπνέουν τα 144.                                                                             Πριν τον εχθρό ας χτυπώ τ’ αδύνατα του εαυτού μου.
Κατά το πλατωνικό,  “ Τό νικᾶν ἑαυτόν πασῶν τῶν νικῶν ἡ ἀρίστη καί ἡ μεγίστη ”. ή  “ Οὐδείς ἐλεύθερος μή κρατῶν ἑαυτοῦ.
Και παράλληλο και ταυτόσημο,
148. Τέλειος κανείς. Μα λάθη λιγοστεύω καθημερινά.
Οπότε σίγουρα ο ποιητής μας δεν ανήκει στην τάξη των                               146. Απείρως νάνοι πάσχουν από έπαρση απείρως ψηλή.
Εδώ πια ξεκάθαρα βρισκόμαστε στο καταστάλαγμα της σοφίας των ανθρώπων και το χαϊκού είναι μια μορφή ποιητική που μπορεί άνετα να αποδώσει αυτή τη συμπύκνωση νοημάτων και λόγων. Όπως λέει κι ο Μένανδρος: Μη δια πολλών ολίγα λέγειν, αλλά δι ' ολίγων πολλά. 
Με το του Δημοσθένη «Δει δη τας πόλεις ουκ αναθήμασιν, αλλά ταις των οικούντων αρεταίς κοσμείν.» αντιστοιχούμε το του Ιωσηφίδη
145. Στέκεις Αρετή. H πόλη μου δεν θέλει άλλα μνημεία.
Για το παρακάτω θυμόμαστε  το κατά Αμμώνιο Αριστοτελικό  * Φίλος Πλάτων φιλτάτη η αλήθεια, και το γραφόμενο στην υποσημείωση κατά Ιωσήφ* Διάλογος με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη
150. Φίλε σε τιμώ, μα πιο πολύ το δίκιο σοφό των πολλών. 
Ένα φιλοσοφικό παράδοξο, τη χελώνα και το λαγό ή τον Αχιλλέα και τη χελώνα μαζί με τον κυριακό λόγο για τους πρώτους που θα γίνουν έσχατοι και τους έσχατους που γίνονται πρώτοι ανακαλεί το 154.
Λαγός έσχατος, χελώνα πρώτη, θέμα πίστης το θαύμα.   
Το αυτό και το μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί.
155. Μικρό προζύμι, μέγα έργο πέτυχες, άπειρους άρτους.
λέει ο ποιητής μας.
Ένας ευαίσθητος δέκτης των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων με σφαιρική ματιά δεν μπορεί να μη βλέπει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στον ίδιο τον άνθρωπο. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος κατακρίνεται επίσης σε τόνο προφητικό.
156. Χτυπούν τη Φύση, μα μες στα δάκρυά της έρμοι θα πνιγούν.
Πίσω από το 158. Κάτω απ’ τη γη ο σπόρος βλέπει. Στη γη με φως συ βλέπεις; κρύβεται η αριστοτελική εντελέχεια.
Ο σπόρος μέσα στη γη ξέρει πως πρέπει να οδηγήσει στον καρπό,  ο άνθρωπος βλέπει αυτό τον σκοπό της ζωής του, να τελειωθεί και να καρποφορήσει;
Ζωγραφική εστί σιγώσα ποίησις ..Ποίησις δε φθεγγομένη ζωγραφία. επίγραμμα του Λουκιανού
και ο Ιωσήφ 193. Στίχος άλαλος ο πίνακας, κι ο στίχος πίνακα λαλιά.
*************
Κυρίες και κύριοι,
Στόχος μου βέβαια δεν είναι να βρω τα παράλληλα στην ελληνική ή ξένη γραμματεία των χαϊκού που παρουσιάζουμε. Οι ιδέες ως αιώνιες κι ακατάλυτες επανέρχονται στη ζωή μας και εμπνέουν ποιητές κι αναγνώστες.
Το τελευταίο της συλλογής:
200. Άνω τελεία η θανή· διασκελισμός μείζων εν όψει.
Η ζωή συνεχίζεται στην αιωνιότητα, γιατί έχει τη διάσταση του αχρόνου, που κερδίζουν οι άνθρωποι του πνεύματος, ως συνεχιστές του όντως Δημιουργού.
Ευχαριστώ τον ποιητή Ιωσήφ Ιωσηφίδη που μου έδωσε τη χαρά της μελέτης και παρουσίασης της συλλογής του. Η συλλογή αυτή θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της σκέψης, στον εμπλουτισμό του εσωτερικού μας κόσμου. Γι’ αυτό
Ευχαριστώ όλους σας.