Ο ΑΝΤΡΕΑΣ κι η ΑΝΤΡΟΥΛΑ ή ΑΝΔΡΕΑΝΗ
Τόσα χρόνια και δεν τον ρώτησα πού έβγαλε τη δική του
φωτογραφία, ίσως σε κανένα μοναστήρι, δεν φαινόταν επακριβώς, και στο ισόγειο
του σπιτιού του καμιά επιγραφή. Ήταν και
σ’ ένα ισόγειο μονάρι το στασίδι του,
κάποτε ο θείος Αντρέας, αδελφός της μάνας μου, του αγόρασε κι ένα φανάρι, στον
Πολύστυπο τα άναβαν με πετρέλαιο στο δρόμο, περνούσε ένα παιδί με την πρόχειρη
ξύλινη σκάλα στη δεξιά, την έστηνε στον
τοίχο, άναβε τις λάμπες, τόσο προοδευτικοί οι κάτοικοι, τα καλοκαίρια ήταν χαρά
Θεού, εσωτερικός τουρισμός, και στο μικρό εκκλησάκι, του αποστόλου Αντρέα, τον
καιρό μας, ο γιος του Ξενή του άναβε τα καντήλια, πώς βγήκε αγνοούμενο αυτό το
παιδί στα 1955 τόσα, στη Λευκωσία, κανείς ακριβώς δεν ξέρει, πόσο μάλλον για τους
αγνοούμενους του 74, έχουμε ακόμα και του 63, μια ζωή στην άγνοια. Κι ο δικός
μας στον τοίχο, μια νύχτα που η κόρη του Χαράλαμπου είδε το καντήλι της οικίας
τους στο δάπεδο, τους βρήκε να παίζουν με τον Πέτρο, βεζίρι βασιλέα ήτανε,
πέντε πέτρες, δεν γνωρίζω επακριβώς, αλλά κι αυτός, ο Πέτρος μαζί με τον Παύλο,
στο μουσείο κατάληξαν, τέτοιες θεϊκές μορφές, δεν είναι για τις εκκλησιές, μας είπαν,
πρέπει να τις προστατέψουμε, κάνουν μόνο για μουσεία, είναι πράματα αυτά;
Άμα τη εισόδω λοιπόν αριστερά, ο δικός μας Αντρέας, ο
πρωτόκλητος, με το Χ πίσω του, να μας θυμίζει το δικό του σταυρό, ο καθένας το σταυρό
του, έλεγε κι η μάνα μου, ήταν το σινεμά Λουκούδι, εκεί στη Φανερωμένη κοντά,
πήγαιναν τα παιδιά στον κινηματογράφο
Κυριακή μεσημέρι, η μάνα μου κρατούσε μια μπακκίρα, πλήρωσε, την ώρα που
έμπαινε, βλέπει τον αδελφό της Αντρέα να στέκεται εκεί κοντά, κρατάς μια
εικοσάρα, κόρη, τη ρωτά, δεν κρατούσε, ώσπου να πεθάνει το θυμόταν και μας το ’λεγε
δακρυσμένη, για τη φτώχια της εποχής, την αδελφική αγάπη, όποιος δεν έχει
αδελφή δεν το πολυκαταλαβαίνει. Κι επειδή εκείνος, ο αδελφός Αντρέας, και
επειδή και του πατέρα μου ο αδελφός με το ίδιο όνομα, πέθανε στα νιάτα του,
όπως κι ο άλλος, ο Χρυσόστομος, ύστερα μάθαμε πως στο Βουνό, λίγες οικογένειες
ήταν και την έπαθαν, οι γαλαζοαίματοι, αιμορροφιλία λέγεται, μην κτυπήσεις, μην
κόψεις χέρι, μη βγάλεις δόντι και δεν το πεις στο γιατρό, έτσι την πάθαιναν τ’
αρσενικά της οικογένειας από τα θηλυκά
της, το αίμα δεν έπηζε κι ο Αντρίκκος της Αλεξάντρας και του Σαβή στην
Αυστραλία με τ’ αυτοκίνητο τουμπαρισμένο, κι από πού είστε εσείς, λέει στο
Φεστιβάλ του κρασιού στη Λεμεσό ένας μιας διπλανής παρέας, από το Βουνό, λέει ο
μακαρίτης ο πατέρας μου, ά, χωριανοί του Αντρίκου που πέθανε σε δυστύχημα στην
Αυστραλία, κι ήρθε στο σπίτι κλαίγοντας μωρό παιδί.
Ο Αντρέας λοιπόν, ο
άμα τη εισόδω αριστερά, στον τοίχο σαν τιμωρημένος, του βάλαμε κι ένα γλόμπο
για τη νύχτα, ύστερα ήρθαν οι αναπαλαιώσεις που λέγονται, εκείνος εκεί, ώσπου
ήρθε κι άλλος Αντρέας στην οικογένεια, αδελφός μου αυτός, ο Μιχάλης που έλεγα
στο άλλο μου παραμύθι, που μου τον έφαγε ο καρκίνος και τα θραύσματα του όλμου
εκεί στο φυλάκιο του Καπαρτή. Και πότε εμείς θα διασκεδάσουμε, ήταν η αιώνια
απορία του, και δεν εύρισκε απάντηση στο ερώτημα, ποτέ δεν του ’λειψε, μα ήταν
γερό παλικάρι, στη δουλειά στο πιοτό και στο φαϊ, τον χαιρόμουνα που δεν
μοιάζαμε μα αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Τον κατέτρεχαν οι σφαίρες φαίνεται, μια
νύχτα, γύρω στο 1966, καλοκαίρι, στρατιώτης εκεί κοντά στο καφενείο Τα
Ελευθέρια, κοιμόταν του καλού καιρού, ο συστρατιώτης στο φυλάκιο έπαιζε με το
όπλο του, του τραβά μια ριπή στα πόδια, ευτυχώς είχε κοιμηθεί ανάποδα στο κρεβάτι, μου χτυπούν την πόρτα, οι γέροι ήταν στην
Αγγλία στον άλλο αδελφό, ο Άντρος στο νοσοκομείο τρέξε, καλά την έβγαλε.
Τη μεγαλύτερη όμως σπιταρόνα στην Κύπρο για τον Αντρέα την
φτιάξαμε, κοντά στη θάλασσα, στο ακρωτήρι, ευάερο και ευήλιο, κάπου εκεί πήγε
και στα παιδικάτα του ο Αντρέας της Μαρούλας, σήμερα τον θάψαμε, να υπηρετήσει στο
μοναστήρι, έτσι θέλησε η Κλειώ, η μάνα με τη σιδερή πυγμή και με τα μαύρα
ρούχα. Τι έκανε εκεί, πόσα χρόνια να υπηρετεί, να καθαρίζει να ξεσταβλίζει, τα
παράτησε κι ήρθε στη Χώρα, πήρε τη Μαρούλα του, έκανε οικογένεια, άνοιξε
καφενείο, μπαινόβγαιναν Δανοί και Σουηδοί, κάτι ουρανιά μπερέ, ειρηνευτές τους έλεγαν,
πολύ ουίσκι έπιναν κατακαλόκαιρα κι εμείς να τηγανίζουμε χοτ ντοκ, κι απ’ όλα
τα μέρη του σκύλου αυτό μου βάλατε να φάω;
Δεν ξέρω από κηπουρική, αλλά φαίνεται πως οι Αντρέηδες κι
άλλα ονόματα στον τόπο μας πολλαπλασιάζονται από γενιά σε γενιά, έκανε παιδιά ο
Αντρέας, το καθένα θα ’βγαζε και τ΄όνομα του κυρού, κι έτσι πληθύνθηκαν στην
Κύπρο, το νησί με τους περισσότερους.
Η Αντρούλα κατέβηκε
από το Βουνό, στη γειτονιά ήταν η Ελένη η Τζιυρκωτού, μεγάλη μαστόρσα στο
ράψιμο, πήγαιναν εκεί κοντά της πολλά κορίτσια να μάθουν να ράβουν, ραπτική και
κοπτική το ’λεγαν όταν ήθελαν να περηφανευτούν για τις επαγγελματικές σπουδές,
έκαναν και νυχτέρια, περνούσε μέσα από το νάρθηκα της εκκλησιάς, σκοτεινά,
φοβόταν, άντε να συνοδέψουμε το κορίτσι εμείς που τα’ χαμε καλά με τον άγιο. Η
θεια Αντρούλα, του Τάκη αυτή, ήταν η προσωποποίηση του αέρα της αριστοκρατίας, μια
φωνή βελούδο, καλοσύνη κι ευγένεια, με τον αδελφό της το Βυρωνή και τον Κώστα
και τη Λέλα, έμενε με τη μάνα της εκεί στη λεωφόρο Μακαρίου, ένα σπιτάκι με
αυλή, κι η Λευκωσία χάθηκε στις πολυκατοικίες, οι λεωφόροι χώνεψαν κάμποσα
σπιτάκια της ησυχίας, με τους κήπους και τα κάγκελα, αυτά ξέρουν τι τραβούσαν
κάθε Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, προς Παρασκευή, πού να βρούμε τόσα λουλούδια να
στολίσουμε τον επιτάφιο; Η άλλη Αντρούλα, του Τάκη και της Μαρίτσας από την
Κυθρέα, μικρούλα έμεινε στη μνήμη, μεγάλωσε βέβαια, παντρεύτηκε, στην ξενιτιά,
ντροπή να λες ξενιτιά την Ελλάδα, μια γειτονιά είμαστε, σαν δεν συμφέρει μας βγάζουν
πως είμαστε μακριά, αυτό μας σκότωσε. Κάποτε το Αντριανή φαίνεται καλύτερο ή
Ανδρεανή, όπως τη μεγάλη δασκάλα, ηλίου φωτεινότερη, ως τα βαθιά γηρατειά που
δεν της φαίνονται, αγωνίζεται τον πνευματικό της αγώνα, της επανάστασης αυτή,
από τη Χρυσαλινιώτισσα, δεν ξέρει να κλείνει το στόμα, μιλά και γράφει, να τη
χαιρόμαστε. Το Αντριάνα έχει κάτι το αντρικό, μια βαριά κυπριακή φυσιογνωμία,
μαύρα φρύδια, δασιά, γερή κορμοστασιά, ηλιοκαμένο δέρμα, στη Λακατάμια όλα
αυτά, μνήμες από τα παιδικάτα που πηγαίναμε στη Χαρίτα, ο αδελφός της Αντρέας,
η γεωργία του χεριού, πού αλέτρια και κομπάγια, ύστερα τα φέραν στα χωριά, να δουλέψει το μηχάνημα, να
χαίρονται οι ανθρώποι, στο Βουνό το θυμάμαι για πρώτη φορά τη δεκαετία του
πενήντα, το ’φερε ο Τουμαζής, του Ζαχαρία του μουχτάρη ο γαμπρός, και περίμεναν
πια με τη σειρά οι χωριανοί, να ρθει η μέρα τους, όπως τις νύχτες που
κατέβαιναν στον Πολύστυπο να ποτίσουν, ήρθε η ώρα τους, όλα τα κανόνιζε ο
νεροφόρος, ζήσαμε όμως και το άροτρο και τη βουκάνη, και το ανέμισμα και το
αχυρωνάρι. Γι’ αυτό λέω, οι γεννηθέντες τη δεκαετία του σαράντα γνωρίσαμε και
τον Ησίοδο και τον κάθε κομπιουτεράκη Μπίλλη, καλά να είναι οι άνθρωποι. Μα σαν
τον Ησίοδο κανένας δεν είπε «Εργάζευ». Ευλογητός.