Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Εύτυχος και Ελπήνωρ

 Διάβαζα για τον καημένο τον Εύτυχο στις Πράξεις των Αποστόλων και θυμήθηκα τον Ελπήνορα της Οδύσσειας, η δική μου πτώση από το αυτοκίνητο έξω από το στρατόπεδο δεν συγκρίνεται, ήταν ένα μεγάλο φορτηγό του στρατού, κάσα με ανοιχτή πόρτα πίσω, να καθαρίσουμε λέει ο εν υπηρεσία εκείνη την ημέρα, Κυριακή ήταν, έξω από το στρατόπεδο, πρώτος και καλύτερος ο επιλοχίας, μπαίνω στο αυτοκίνητο, αρχίζει τη βόλτα έξω από το στρατόπεδο, μια λακκούβα να τον μέσα, το αυτοκίνητο με πέταξε στο έδαφος, έβαλα τις φωνές, με περιμάζεψαν, ένα φόβο που τράβηξε ο επί καθήκοντι, δεν έχω τίποτε, δεν γίνεται πρέπει να υπογράψεις εδώ πως δεν έχεις απαίτηση, αφού δεν είχα, ύστερα από χρόνια όταν η θερμοκρασία χαμηλώνει, καταλαβαίνω και θυμάμαι το πάθημα, και τον φόβο του επί καθήκοντι, αυτό μας έλειπε να βάλουμε την εξουσία στα έξοδα και ανακρίσεις του επί καθήκοντι! Έλεγα όμως για τον Εύτυχο, ακούραστος ο Παύλος, τη μια των σαββάτων, επρόκειτο την άλλη μέρα να φύγει, και μιλούσε ως τα μεσάνυχτα, ήταν και κάμποσες λαμπάδες στο ανώι, καθόταν κι ο Εύτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός. Καθόταν στο παράθυρο, τον πήρε ο ύπνος, κι έπεσε από το τρίτο πάτωμα και τον σήκωσαν νεκρό. καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως. Κι όπως λέει η μετάφραση, Πραξ. 20,7, ο Παύλος κατέβηκε κάτω, έπεσε πάνω του, τον πήρε στην αγκάλη του και είπε· “μη ταράσσεσθε και μη λυπείσθε, η ψυχή του ξανάρθε και είναι μέσα του”. Και ανέβηκε πάλι πάνω, έκοψε τον άρτο της θείας Ευχαριστίας κι έφαγε, κι αφού μιλούσε για κάμποσες ώρες, ως την αυγή, κουρασμένος από την αϋπνία και το κήρυγμα αναχώρησε. Και φέραν τον Εύτυχο ζωντανό στο ανώι και παρηγορήθηκαν όλοι.

Ο Ελπήνορας μεγάλο όνομα πήρε μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο, ήρωα τον έκαμαν οι ποιητές στο παγκόσμιο, αντιήρωα για την ακρίβεια, θυμηθείτε τον Σεφέρη, ποιήματα που του έγραψε, κι άλλοι, σαν τον Μιχαλιό τον στρατιώτη του Καρυωτάκη.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς·
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης,
ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων.
κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους,
μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους
εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης,
δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος.
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι,
πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα
ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει
ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια,
κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του.
Έχει και συνέχεια.