Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

μνημοσύνη 2

 Όπου και να ταξίδεψε, σπουδές, δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτές, παρά μόνο λίγο στις αρχές, όταν επέστρεφε, στη γειτονιά ή στα «χρόνια εκείνα τα παλιά», που ‘λεγε και το τραγούδι κάποτε, άλλος κόσμος, άγνωστος στους σημερινούς, ούτε τηλεόραση ούτε κομπιούτερ τότε, πολύς χρόνος των ανθρώπων για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τις γιορτάρες μέρες της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα και μεγάλη βδομάδα, τ’ άη Κωνσταντίνου και της Αναλήψεως, οικογενειακές γιορτές, τα Χριστούγεννα, εκεί στο μικρό σπιτάκι, που έμενε ο παππούς και η γιαγιά, κολλημένο στο δικό τους, όλα κοινά, μια μεγάλη δίχωρη, τσιμέντο στο δάπεδο κι ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, με το σκλουβέρι του, ένα πορτάκι στο δρόμο, Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, το χειμώνα μαγκάλι με κάρβουνα, τι μαγκάλι, μια παλιά χύτρα, έβαζαν τα κάρβουνα, τα άναβαν, και κανένα διχτυωτό από πάνω για καπήρες, ήταν καιροί που ήταν της μόδας κι ο αμίαντος(!) για να ψήνουν ελιές και καπήρες, και δώστου την καπήρα και τις ελιές, κι όταν πλησίαζε του αγίου Βασιλείου άρχιζε το παιχνίδι με τα φύλλα της ελιάς στα κάρβουνα, «άη Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’αγαπά η…» εδώ κοκκίνιζε, δεν έλεγε το όνομα, στο νου του όμως και στην καρδιά η μικρούλα γειτόνισσα, η αγάπη του. Κι αν πηδούσε το φύλλο της ελιάς τον αγαπούσε κι αν καιγόταν καιγόταν κι ο ίδιος, λυπημένος στεναχωρεμένος, κι ο καθένας το φύλλο του και την αγάπη του. Ήταν νύχτες που πολύ πήγαινε και το λαδάκι στο πιάτο, φρέσκο με λεμόνι και αλάτι, η πρώτη ύλη μαζί με την κόρτα στα κάρβουνα, χαρά Θεού, που θυμόταν κι ο παππούς το χωριό του, τον πατέρα και τ’αδέλφια του, έπινε και καμιά οντζιαρού μονάστερη, άσπρο κονιάκ το έλεγαν, χύμα από τον μπακάλη τον Κυριάκο, ήξερε και τα απολυτίκια των ημερών και μαζί ψάλλανε, ν’ακούει η γιαγιά να ευφραίνεται, η μεγάλη μεζετζού της οικογένειας.