Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Μνημοσύνη

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

Δεν είναι καλό, γιε μου, να ενοχλείς τον κόσμο, κάνε τη δουλειά σου ήσυχα και σιγαλά, κι ο βλέπων στο κρυπτό, κι έτσι γινόταν, έγραφε, ζωγράφιζε, μόνος του κατασκεύασε ένα μικρό γραφειάκι, απαραίτητο για να νιώθει το δικό του χώρο και μέσα στο σπίτι του ακόμα, δεν ήταν πως τον ενοχλούσαν οι άλλοι, μια χαρά τα περνούσαν, όλοι αγαπητοί, ο πατέρας η μητέρα ο παππούς η γιαγιά η θεία οι θείοι τα ξαδέλφια, κάποτε τους μέτρησε, βγήκαν δεκατρείς, ερχόταν κι έμενε μαζί τους κι η νονά του μεγάλου ύστερα από το θάνατο του Χριστόδουλού της, κι ο θείος Τάκης από την Αφρική, Λάγος έλεγε, Νιγηρία, κάτι παπούτσια που έφερνε όλη σόλα κρεπ, μάλλον θα απαγορεύτηκε αργότερα, έκαμνε όμως με τη βενζίνη δυνατή γόμα, για όλες τις δουλειές, κι ήταν καλή και για το γραφειάκι, να κολλά εκεί που δεν έμπαινε καρφί, μόνο με καρφιά δούλευε, δεν ήξερε τα άλλα τερτίπια των μαστόρων, κι αυτοί δυσεύρετοι, ή, όσοι ήξεραν να καρφώνουν μια σπόντα έγιναν εργολάβοι μετά το 74, κόσμος και κοσμάκης ξεσπιτωμένος, από την τουρκική εισβολή, όχι πόλεμο του 74, γιατί αυτό που έγινε ήταν προδοσία, δασκαλικά πράματα, το ’λεγε και το ξανάλεγε στον καφενέ, εκεί στα Ελευθέρια, ώσπου έκλεισαν τον καφενέ οι οηέδες, «παραπονιούνται οι τούρκοι πως τους παρακολουθούν», αυτή τη δικαιολογία έδωσαν, και μείναν χωρίς δουλειά κι ο θείος Αντρέας κι η θεία Μαρούλα, κυβερνήτες του καφενείου για χρόνια, όταν οι οηέδες ήρθαν για πρώτη φορά στη γειτονιά, εκεί σύχναζαν, δανοί, σουηδοί, με χόντοκ, τηγανητό κρεμμύδι, και πολύ ουίσκι κατακαλόκαιρα, ιδρωμένοι καταϊδρωμένοι, έδειχναν να αγαπούν τον τόπο, διακοπές ένιωθαν πως έκαμναν, ώσπου αποδείχτηκε πολλές φορές το αντίθετο, εμπιστοσύνη μην έχεις, μα τη Μαρούλα την αγαπούσαν, μικροσκοπική καθώς ήταν και πάντα γελαστή, τους περιποιόταν σαν μάνα, φωτογραφίες έβγαλαν μαζί της πολλές, τις έστελναν στην πατρίδα, και στην εφημερίδα κάποτε την έβαλαν, Σουδία Δανία, κάτι τέτοιο! Το καφενείο έγινε φυλάκιο, έμεινε μόνο μέσα ένα μεγάλο μπιλιάρδο, δεν μπορούσαν να το σηκώσουν βαρύ βαρύ, με κάτι μεγάλα τορνευτά πόδια, κόσμος και κοσμάκης περνούσε εκεί τον καιρό του παίζοντας, άλλοι χαρτιά στο δωματιάκι, άλλοι τάβλι στο δρόμο τα καλοκαίρια, μια όαση ανθρωπιάς, μέσα στη μεγάλη γειτονιά. Ιδιαίτερα το 63-64 πέρασε από εκεί όλο το αντρολόι της Λευκωσίας, άλλοι φύλακες τα πρωινά, άλλοι νυχτερινή βάρδια, ό τι έγινε σ’ αυτό τον τόπο από εθελοντές έγινε, από λάτρεις της πατρίδας και της ελευθερίας της, χωρίς μισθό, παρά κανένα πακέτο τσιγάρα, έτσι έμαθαν πολλοί το τσιγάρο τότε, δωρεάν, στα φυλάκια. Κι ύστερα, αυτό το 63-64 το εκμεταλλεύτηκαν οι οχτροί, ξένοι και δικοί, «θέλατε να σκοτώσετε κόσμο, να τον ξεσπιτώσετε, εγκληματίες», κι άλλα τέτοια τέτοιες μέρες που τα θυμάμαι, από το 56 στο στόχαστρο μας έχουν, τη γειτονιά κομματάκια κι αγνώριστη, ερημιά και ερείπια, κι ύστερα να σου λεν, οι πούαρ τερκς…Μνημόσυνο πάντα κάναμε αυτές τις μέρες στην εκκλησιά για τους πεσόντες την εποχή εκείνη, 63-64, μνημόσυνο και τώρα, κι ας μην έχουμε κόσμο στην εκκλησιά.