Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Ο παππούς Στυλλής

 

Ο παππούς Στυλλής

Ο παππούς Στυλλής ήρθε από τα Ψιμολόφου στη Λευκωσία σε μικρή ηλικία, κατά που μας είπε ο πατέρας του ξυπνούσε πρωί πρωί, γέμιζε κρασί το ποτήρι, βουτούσε μέσα ένα κομμάτι ψωμί και μ’ αυτό έβγαζε όλη την ημέρα στα χωράφια, γέννημα βούττημα ήλιου, ήταν όμως πολύ αυστηρός με τα παιδιά του, μια μέρα για να τιμωρήσει τον Γιωρκή, τον κρέμασε ανάποδα από το δέντρο, κι όταν τον κατέβασε αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό, άφησαν εκεί μια αδελφή, την Κακουλλού, και χωρίς τίποτε να πάρουν ήρθαν στη Χώρα.

Ο παππούς έμενε στην αρχή στους νοτάδες του Άη Σάββα, μικρά δωματιάκια για μπεκιάρηδες, κι έμαθε την σκαρπαριτζή, δεν μίλησε ποτέ του για δάσκαλο, εμείς τον ξέραμε πάντα σαν μάστρο, ο μάστρε Στυλλής, καλός παπουτσής, έφτιαχνε σκάρπες και σκαρπίνια και τα πουλούσε βασικά στην πληρωμή στη Φουκάσα, ήταν καιροί που το μεταλλείο γεμάτο εργάτες, πληρώνονταν την Παρασκευή και εκεί γύρω γινόταν πραγματικό πανηγύρι, άπλωναν τις πραμάτειες ξεπουλούσαν κι έρχονταν στη Λευκωσία με τις τσέπες γεμάτες μπακκίρες και σελίνια, κι ύστερα κάθονταν τα μικρά παιδιά του Στυλλή, βασικά ο Αντρέας κι η Καλλιόπη, η Ποπού, και μετρούσαν, χωρίς να βάλουν στο χέρι γρόσι, μεγάλη φτώχια την εποχή εκείνη. Η μάνα μου θυμόταν πάντα πως πήγαν με το Δημοτικό στο σινεμά Λουκούδι, την ώρα που έμπαινε μέσα, στην είσοδο στεκόταν ο Αντρέας και της ζήτησε μια μπακκίρα να μπει κι αυτός, κι η μάνα δεν κρατούσε, κι όταν το διηγόταν κλάμααααα.

Ο παππούς  λοιπόν είχε ένα μικρό εργαστήρι στην οδό Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, κοντά στον Πλάτανο, στην άλλη έξοδο της Ξενοφώντος τα αυτοκίνητα του Θρασύβουλου Μόρφου, και παρακάτω ο λοκματζής, του μεινε το όνομα ως σήμερα. Στο μικρό μαγαζί χαμηλοτάβανο, ο πάγκος στη μέση και στις τέσσερις πλευρές ο μάστρος και τα κοπέλια, από Λακατάμια ή Βουνό, εκεί έμαθα κι εγώ τα πρώτα βήματα της σκαρπαριτζιής, να κάμνω σπάγγους, να τους κλώθω και να τους κερώνω, να παίρνω στη μηχανή στο μακενίστρη παπούτσια για ράψιμο, ένα τουρκάκι ερχόταν και τα έφερνε τελειωμένα, άτε κίττακελ, τσιαπουκ τσιαπουκ, του φώναζε ο μάστρος του, γρήγορα πήγαινε κι έλα, η μεγάλη όμως και ελκυστική γωνιά της Ξενοφώντος ήταν το αμαξάκι του Αρμένη που έφτιαχνε σουβλάκια και άλλα ωραία, μουσκομύριζε ο τόπος, κι οι περαστικοί να διαβαίνουν βιαστικά μέσα στις μυρουδιές και στα πετσιά και στα βιδελάκια και τις φωνές των μαστόρων, γιατί μιλούσαν δυνατά κι επικοινωνούσαν έτσι με τα γειτονικά μαγαζάκια, μόνο στα παραμύθια πια έμεινε η ατμόσφαιρα και στα βάθη μας.

Εκεί κοντά ο καφετζής να κουβαλά καφέδες σε όλη την περιοχή. Γύρω στο πενήντα θα ήταν που ήρθε και στην Κύπρο η κοκακόλα, με τα κόκκινα αυτοκίνητα γεμάτα κάσες και παγωμένα αναψυκτικά, να περνούν την Ερμού και να κερνούν τον κόσμο, να δοκιμάσει το νέο, παρέλαση πραγματική.

Ο παππούς Στυλλής σημάδεψε τη ζωή μου με μια χειρονομία του, μια Κυριακή, θα ήμουν οκτώ χρόνων, με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί στο ψαλτήρι, ήρθε τότε νέος ψάλτης, ο Αλέξανδρος από το Έξω Μετόχι, ψάλτης με τα όλα του, εδώ θα έρχεσαι κάθε Κυριακή, μου λέει, κι έκτοτε εκεί θητεύω μια ζωή, πάντα παρά τω, να μακαρίζω τους  παπάδες και ψαλτάδες και να μη βγαίνει από τη θύμηση η στιγμή εκείνη. Ίσως ένα ενδόμυχο πόθο που είχε να τον μεταβίβασε σε μένα, να τον πραγματοποιήσω. Τον ευγνωμονώ, πολλά έμαθα.