Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Σαμάρεια


Σαμάρεια

Το φρέαρ του Ιακώβ, η θεία Μοιρού δεν έβγαζε νερό από το λάκκο, είχε τόσα παιδιά, κι εμείς, όταν ερχόμαστε από τη θάλασσα και πηγαίναμε στο σπίτι στο χωριό, ένα πραγματικά μεγάλο μοναστήρι,  τις περισσότερες μέρες μέναμε στου Τζιυρκού, μια ψαθαρκά ήταν αρκετή να μας στεγάσει, αν όμως πηγαίναμε στου Σκάρου το σπίτι, το γλυφό νερό από το λάκκο ήταν απόλαυση, περισσότερο όμως να το λουθείς με τη σίκλα βγαλμένο δροσερό δροσερό, με το ξύλινο μάγγανο, το μακρύ σχοινί, «άντε να το αλλάξεις Σωτήρη και πάλιωσε», κι η Γεωργία παραπλεύρως να φωνάζει το δικό της Σωτήρη, η γερόντισσα τουρκάλα στην ξώπορτα της Μοιρούς, δίπλα το τζαμί, μια μέρα ο γερο βρακάς Χριστοφής έβαλε το χέρι στη μικρή αποθηκούλα ψηλά, τον δάγκωσε το φίδι, μια μαγεία η θέα από το παράθυρο πάνω στο ανώι, ολόκληρο το πέλαγο, κι η δροσιά του καλοκαιριάτικου πρωινού, ήταν μια τεράστια εικόνα της αγια Σοφιάς, την είχε περί πολλού η θεία, πάντα να διαβάζει και να θέλει να μαθαίνει, η πιο διαβαστούρα της οικογένειας, κι ο Σκάρος μοναδικός στις παροιμίες, «πόσος εν ο κάουρας και πόση η μαειρκά του», μα εκεί στην παραλία, αν πηγαίναμε μάλιστα Παχύαμμο, έσκαβε στην άμμο, ακολουθούσε τ’ αχνάρια του κάβουρα, τ’ άρπαζε τα μικρά, έτρεχε και τα ‘πλενε στη θάλασσα και χραπ στο στόμα, συνηθισμένοι οι θαλασσινοί, να τους χαίρεσαι, και τα παιδιά, ο Αντώνης κι ο Πάνος κι ο Χρυσούλης, ο Ρένος κι ο Άντης ο μικρός, να χάνονται στο πέλαγο, εμείς στην παραλία, στις γούβες με το αλάτι, ή στις θαλασσινές σπηλιές, σαν τον Ευριπίδη στη σπηλιά του που είχε αναπνοή στη θάλασσα. Εκεί ήπιαμε τ’ αθάνατο νερό της μνημοσύνης, κι η Σαμαρείτιδα στο φρέαρ του Ιακώβ, πάνωθέ της τα χωριά σκαρφαλωμένα στο βουνό, ίδιος άγιος Επίκτητος, να την βασανίζουν αργότερα και να μαρτυρεί Χριστόν εσταυρωμένον, η αγία Φωτεινή, τέτοια τα θαύματα της πίστης.

Στέλιος Παπαντωνίου