Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ, ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ

 

Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, Διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστη

«Μετέωρο ταξίδι»: ένας επιτυχημένος τίτλος διηγήματος και συλλογής διηγημάτων, περιεκτικός του πνεύματος των κειμένων. Ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στις σκέψεις και τα συναισθήματα, στη ζωή και το θάνατο,  στην ατολμία και την τόλμη, γιατί μερικά διηγήματα -όντως- χρειάστηκε αρκετή τόλμη να γραφτούν.

Ίσως να θεωρούμε δεδομένο το ότι ένας γράφει. Του αρέσει, έχει έμπνευση. Ο λόγος του ρέει, δεν κοπιά, παίζει, το χαίρεται. Στην περίπτωση της Στέλλας Ρωτού δεν φαίνεται καμιά προσπάθεια ή κόπος στο γράψιμο, παρόλο που είναι κέντημα- λεπτοδουλειά. Δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο για το περιεχόμενο. Γιατί, όπως δείχνει, πίσω του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του. Δεν είναι μια κατασκευαστική μηχανή, ούτε και διανοητική -εγκεφαλική, που τετραγωνίζει κύκλους ή ζευγαρώνει τα αζευγάρωτο για να επιτύχει ανατροπές. Αντίθετα, βιώνει, συγκλονίζεται και γράφει, γι’ αυτό και είναι αληθινή. Τα διηγήματά της είναι ψυχικού πάθους σημαντικά.

Διηγήματα ανοιχτά στην αρχή και στο τέλος. Μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους ή με φωτογραφίες. Η ζωή συνεχιζόταν πριν πατήσει το κουμπί ο φωτογράφος, και συνεχίζεται και μετά τη φωτογράφηση. Η στιγμή αθανατίζεται με το λόγο. Χρονικός προσδιορισμός μπορεί να μην υπάρχει, τον υποκαθιστά όμως ο τοπικός, που μαρτυρεί τη γεωγραφική πραγματικότητα. Το λακωνικό, κοφτό γράψιμο, δίνει ρυθμό, νευρικότητα, ζωντάνια, αγωνία, χτυποκάρδι. Ο αναγνώστης μπαίνει στο ρυθμό και ζει με τη συγγραφέα.

Ο χρόνος, οι γονείς, η ίδια γονιός, η κόρη, το δέσιμο με τους ανθρώπους της. ‘Ο, τι και να γίνει δεν τους βγάζει από το νου, μεριμνά γι’ αυτούς, ως κόρη και μάνα. Ανατροπές ή περιπέτειες. Το άγνωστο, το απρόσμενο κεντρίζουν τον αναγνώστη. Πινελιές- κεντρίσματα. Ευχάριστο και ζωντανό διάβασμα. Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις. Εν- τυπώσεις, στη βαθύτατη κυριολεξία τους.

Ειδικότερα, η προσωποποίηση του φόβου, η ενσάρκωση τού εντός κόσμου, η δραματοποίηση, με τους ανάλογους κραδασμούς στο γράψιμο κυκλώνουν τον αναγνώστη που μετέχει νοερά και συναισθηματικά.

 

Οι υποθέσεις έχουν στη ζωή την ίδια σημασία με την πραγματικότητα: είναι εσωτερικές σκέψεις, φόβοι ζωντανοί. Παραστάσεις που προκαλούνται από άλλους στην συγγραφέα παρουσιάζονται ως φωτεινές στιγμές σε τεράστιο πίνακα. Διάλογοι φωτίζουν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς και συγκρούσεις των. Η κλιμακωτή αποκάλυψη ανθρώπινων τύπων μπορεί να περιλάβει πλήθος συνανθρώπων. Κοινωνικά προβλήματα, με μια σταθερή ανθρώπινη στάση, αποφασιστικότητα για το καλύτερο, για την αξιοπρέπεια και την αλήθεια, φανερώνουν συγγραφικό ήθος σπάνιο, ομολογητικό στις δύσκολες μέρες μας.

Στο τέλος της συλλογής, μικρά διηγήματα, φιλοσοφικά, που εκφέρονται αφηγηματικά, εικονικά, κινηματογραφικά, μαρτυρούν μεγάλες αλήθειες.

Μια δεύτερη ανάγνωση και ανασύνθεση της σειράς των κειμένων δίνει μια άλλη διάσταση, μπορεί να πει κανείς μυθιστορηματική ή βαθιά ποιητική στο σύνολο των κειμένων. Αυτό που παρατηρεί ο αναγνώστης είναι πως ένας αδιόρατος φόβος έρχεται και επανέρχεται με πολλές και διάφορες μορφές στα διηγήματα. Ως επί το πλείστον επικρέμαται, πλησιάζει, βρίσκεται μέσα στη συγγραφέα και εξωτερικεύεται με αποκρουστικές μορφές. Αν συμπληρώσουμε και με την μορφή και την επάνοδο στα διηγήματα του νεκρού πατέρα, θα σχηματίσουμε τη μορφή του θανάτου, να αιωρείται ασυνείδητα και συνειδητά στα διηγήματα. Ο θάνατος συνοδεύει την ηρωίδα, η οποία προσπαθεί να τον αποφύγει, ώσπου στο τέλος συμφιλιώνεται και αποδέχεται την ύπαρξή του βρίσκοντας στηρίγματα τα παιδιά της και τις αρχές και αξίες με τις οποίες πρέπει να βαδίσει και βαδίζει στη ζωή

Στο μεταξύ όμως γίνονται προσπάθειες διαφυγής, είτε στον τόπο είτε στον χρόνο. Στον τόπο με τα ταξίδια, στο αεροδρόμιο, στο λεωφορείο, σε ξένες χώρες. Είναι όμως και μια βαλίτσα που μπήκε στη ζωή μας από τότε που πληροφορηθήκαμε για τα πολλαπλά εγκλήματα και τις βαλίτσες με τα πτώματα. Εκτός από την βαλίτσα γεμάτη ή άδεια με τα σημαινόμενά της επιστρατεύονται και κλειστές κάμαρες, κλειστά κουτιά, επισκέψεις σε παλιές αποθήκες ή στη σοφίτα. Το μυστήριο συνοδεύει τον αναγνώστη.

Ταξιδιώτες δεν είναι μόνο η ίδια, είναι και άλλοι, στα αεροδρόμια, στις επικίνδυνες προσπάθειες να απομακρυνθούν από τη χώρα τους, οι σύγχρονοι πρόσφυγες με τα θλιβερά καθημερινά σχεδόν μαντάτα.

 

Για παράδειγμα στο διήγημα Στο λεωφορείο

Οπτικά ερεθίσματα στο λεωφορείο από το αεροδρόμιο στην Αθήνα. Ο πολύμορφος κόσμος γύρω, η εσωτερική διερεύνηση της συγγραφέως, ένδον σκάπτει, ο έσω και έξω κόσμος εναλλάσσονται, το εγώ και οι περιβάλλοντες αποτελούν κεντρίσματα για ανασκοπήσεις των τραγικών ναυαγίων μεταναστών κι επαναφορά στα ημέτερα, με την τουρκική εισβολή.  «Και σκέφτομαι ότι η μοίρα των ανθρώπων παραμένει τραγική και απάνθρωπη, με πολέμους, σεισμούς, πείνα κι ένα σωρό άλλα δεινά να υποβαθμίζουν την αξία της ζωής.»

Το ταξίδι όμως μπορεί να είναι στο χρόνο, στο παρελθόν, μνήμες της νεανικής, φοιτητικής ζωής σε ξένες χώρες.

Φυγή όμως είναι και ο έρως και η τέχνη και το πνεύμα και το οινόπνευμα. 

Όλα αυτά αποτελούν προσπάθειες απελευθέρωσης, δεν οδηγούν όμως πουθενά. Από τον θάνατο κανείς δεν μπορεί να ελευθερωθεί.

Εξάλλου το «θανάτω θάνατον πατήσας» αυτό ακριβώς εισηγείται ή διδάσκει: με τον προσωπικό θάνατο να νικηθεί ο φόβος του γενικότερου θανάτου.

Ο θάνατος πρέπει να γίνει ζωηφόρος, δύναμη ζωής και αυτό θα επιτευχθεί με την αποδοχή του και την απόφαση για ζωή με μέλλον, που είναι τα παιδιά και με αρχές, που ανυψώνουν τον άνθρωπο. Αγώνας για αρχές και αξίες και ιδανικά καταπατούν την μηδενιστική αντίληψη του θανάτου και οδηγούν σε παραγωγική και ανθρώπινη ζωή, «βίον βιωτόν ανθρώπω».

«Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα.» Αυτή η ρήση των στωικών, του Επίκτητου, είναι πολύ σημαντική και στην κατανόηση και σύλληψη των νοημάτων των διηγημάτων της Στέλλας. Το
«πράγμα καθ’ εαυτό» δεν το γνωρίζουμε, λέει και ο Κάντιος. Ό τι ξέρουμε είναι αυτό που συλλαμβάνουμε με τις πενιχρές μας δυνάμεις, τις αισθήσεις και τις κατηγορίες του νου, αφού τοποθετήσουμε τα πράγματα στον χώρο και στο χρόνο, αφού με τέτοια γυαλιά είναι οπλισμένος ο νους μας.

Για τα πράγματα έχουμε εικόνες, και αυτές οι εικόνες είναι που μας τυραννούν, οι αντιλήψεις μας για τα πράγματα, αφού τα ίδια δεν τα γνωρίζουμε.

Η προσπάθεια διείσδυσης στο καλυμμένο, στο κρυμμένο, στην κλειστή κάμαρα, στη σοφίτα, στο κλειδωμένο συρτάρι, στην βαλίτσα ή στο κουτί προδίδει άνθρωπο που επιδιώκει να εισχωρήσει στα μυστικά των όντων- ο άνθρωπος «φύσει του ειδέναι ορέγεται», λέγει ο Αριστοτέλης. Πίσω όμως συνεχώς κρύβεται ένας φόβος, όπως στον Καβάφη με «Τα Παράθυρα»:

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαριές,

επάνω κάτω τριγυρνώ για  νάβρω τα παράθυρα.

— Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω.

Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Τα καινούργια πράγματα μπορεί να είναι ένα παρελθόν αμαρτωλό, ενοχοποιητικό, αφού η συγγραφέας αποδέχεται και έχει πεισθεί για τις ατέλειες, τις αδυναμίες, τα πάθη των ανθρώπων. «Ουδείς αναμάρτητος».

Πολλές κινήσεις ανίχνευσης των κρυμμένων σχετίζονται με τον θάνατο, ιδιαίτερα του πατέρα. Πώς ένα παιδί μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός της πατρικής απώλειας χωρίς να του αφήσει ερωτηματικά, τα οποία προσπαθεί να απαντήσει και να φωτίσει στα ώριμά του χρόνια;

Οι κρυμμένοι θησαυροί μπορεί να ήταν πλάσματα του μύθου και της φαντασίας,  γιατί ήταν αναγνώσματα ελκυστικά της παιδικής ηλικίας και παιχνίδια με το κυνήγι του άγνωστου θησαυρού. Μπορεί όμως να σχετίζονται άμεσα με γεγονότα που μας συντάραξαν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο με συγκεκριμένα στυγερά εγκλήματα.

 

 

Σημασία έχει πως όλος αυτός ο αγώνας μέσω της γραφής των διηγημάτων οδηγεί στην αυτογνωσία, καθαίρει, οδηγεί στη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων του ανθρώπου και προπάντων στην  αποφασιστικότητά του για αγώνα για το μέλλον και το καλό των ανθρώπων. Τον θάνατο δεν θα τον αποφύγουμε, αλλά τουλάχιστον να ζήσουμε αντάξια του Ανθρώπου.

Όλα αυτά τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο πρώτο της ήδη άτιτλο διήγημα, γραμμένο πολύ πριν από τα άλλα, όμως περιεκτικότατο όσων ακολουθούν.

«Ξυπνώ αλαφιασμένη, ανήσυχη, αλλάζοντας διαρκώς πλευρό και  προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται, πού βρίσκομαι. Κι ενώ κανονικά θα έπρεπε να  είμαι  στο κρεβάτι μου, οδηγώ με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με συνεπιβάτη τη μεγάλη μου κόρη σε δρόμο που το σήμα της τροχαίας δείχνει μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα τα πενήντα χιλιόμετρα. Αισθάνομαι χαμένη, δεν μπορώ να καταλάβω αν βρίσκομαι σε κατοικημένη περιοχή· σίγουρα πάντως δεν είμαι καθόλου συγκεντρωμένη στην οδήγηση, γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνομαι εγκαίρως την απότομη στροφή που ξανοίγεται μπροστά μου, με συνέπεια να βρεθούμε σε μια χαράδρα τραυματισμένες και οι δυο. Η κόρη μου τρέχει σε κατάσταση πανικού κι εγώ την ακολουθώ προσπαθώντας έντρομη να δω αν το χτύπημά της είναι σοβαρό. Η μύτη μου αιμορραγεί όταν ξαφνικά ένα αόρατο χέρι με αρπάζει δυνατά, τόσο που δεν μπορώ να πάρω ανάσα.»

Ζούμε ήδη σε έναν κόσμο μεταξύ, μετέωρο, αιωρούμενο ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Ταξίδι, φυγή, με συνοδηγό την θυγατέρα, το μέλλον για το οποίο αξίζει να αγωνιστεί. Ένα αόρατο χέρι την αρπάζει δυνατά. Ο φόβος, η συγκεκριμενοποίηση του φόβου ή και του θανάτου. Αφήγηση ακριβής, κινηματογραφική.


Βρίσκομαι στην κουζίνα σε μια στιγμή άσχετη εντελώς. Μου είναι δύσκολο να διακρίνω αν αυτό που ζω είναι όνειρο, δημιούργημα της φαντασίας μου ή πραγματικότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσω έναν άγνωστό μου κουκουλοφόρο· προσπαθεί να με συγκρατήσει κι εγώ επιστρατεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, με νύχια και με δόντια, καταφέρνω και του ξεφεύγω. Ο φόβος μου είναι τέτοιος που μπορώ και τρέχω με μιαν αναπάντεχα μεγάλη ταχύτητα, χωρίς καθόλου να γυρίσω να κοιτάξω πίσω· ούτε που θυμάμαι αν ήμουν μόνη ή μαζί με την κόρη μου.

Το ερώτημα, είναι όνειρο, είναι δημιούργημα της φαντασίας ή πραγματικότητα. Επανέρχεται συνεχώς το μεταξύ, το ανάμεσα, στο μετέωρο και αιωρούμενο. Ο άγνωστος κουκουλοφόρος δεν είναι μόνο για το συγκλονιστικό, είναι η πραγματικότητα του θανάτου ή ο φόβος του ή η εντύπωση καλύτερα, γι’ αυτόν. Ακούστε την περίοδο «μπορώ και τρέχω με μιαν αναπάντεχα μεγάλη ταχύτητα». Προσέξτε τον ρυθμό, την παρήχηση των ρ, και των ουρανικών κ, γ, χ. Το αγκομαχητό της τρεχάλας.


 

 Φτάνω στο λιμάνι. Μόλις που προλαβαίνω να επιβιβαστώ στο καράβι που πρόκειται να φύγει χωρίς να ξέρω ούτε να ενδιαφέρομαι για πού. Κανείς δεν μου ζητάει ταξιδιωτικά έγγραφα· όλοι δείχνουν να βιάζονται. Ανασαίνω με ανακούφιση. Μου είναι αδιάφορο εντελώς το πού πηγαίνω. Μου φτάνει που σώθηκα. Η θάλασσα είναι γαλήνια κι αυτό με κάνει να ελπίζω ότι το ταξίδι θα είναι ευχάριστο.

Η φυγή, η σωτηρία, το ταξίδι αρχίζει, η προς στιγμήν ανακούφιση. Έχει την εντύπωση της σωτηρίας με τη φυγή.

Κάθομαι αμέριμνη στην πρώτη άδεια θέση που βρίσκω στο κατάστρωμα και συμπεριφέρομαι όπως ένας κανονικός ταξιδιώτης, όταν από τα μεγάφωνα του πλοίου ανακοινώνεται ότι έχουμε πέσει σε θαλασσοταραχή και μας συστήνουν να είμαστε σε ετοιμότητα ενώ ταυτόχρονα μας μοιράζουν σωσίβια. Η καρδιά μου χτυπάει ασύστολα, αλλοπρόσαλλα. Απελπισμένη πιάνω το χέρι του διπλανού συνταξιδιώτη μου, όταν με τρόμο διαπιστώνω ότι είναι ο κουκουλοφόρος από τα χέρια του οποίου με τόση δυσκολία είχα καταφέρει να ξεφύγω. Με λούζει κρύος ιδρώτας και σκέφτομαι ότι αν θέλω να σωθώ δεν έχω παρά να πέσω στη θάλασσα.

Σωτηρία όμως δεν υπάρχει. Ο κουκουλοφόρος ταξιδεύει μαζί με την ηρωίδα. Μια σύγκριση των ποιημάτων του Καβάφη όπως εδώ με την Πόλη που ακολουθεί τον ποιητή όπου και να πάει, όλο και θα οδηγήσει σε συμπεράσματα συγγένειας ποιητή, συγγραφέως, σύλληψης των ίδιων βιωμάτων και συναισθημάτων.


 

Μετά τη θεώρηση των διαβατηρίων και τον σωματικό έλεγχο επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο που με έκπληξη διαπιστώνω ότι είναι βυθισμένο στον πάτο της θάλασσας. Κάθομαι και μένω κατάπληκτη όταν δυο θέσεις μπροστά διακρίνω τον πατέρα μου μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Τα μαλλιά της είναι ολόλευκα και το δέρμα της κέρινο. Παρόλο που βρισκόμαστε λίγο πριν από την απογείωση και η αεροσυνοδός μας καλεί να  παραμείνουμε στις θέσεις μας με δεμένες τις ζώνες ασφαλείας, σαν σπρωγμένη από μιαν ακατανίκητη δύναμη, οπλίζομαι με θάρρος, παρακούω τους κανονισμούς και τους πλησιάζω.

«Ώστε γι’ αυτό μας εγκατέλειψες; Γι’ αυτήν τη γυναίκα; Και καλά, τη μάνα μας δεν τη σκέφτηκες, εμάς, τα παιδιά σου;». Στο αντίκρισμα του πατέρα μου παγώνω. Το πρόσωπό του ολόκληρο ένα τεράστιο βλέμμα, αυτό που πάντοτε κάποτε με προστάτευε. Δεν παίρνω καμιά απάντηση, ενώ η γυναίκα με κοιτάζει με ύφος περίλυπο. Τα μάτια της βουρκώνουν και με πολύ κόπο συγκρατεί τα δάκρυά της. Μοιάζει να θέλει να μου πει, μάλλον να με συμβουλεύσει, να φύγω, να μην τους αγγίξω.

       

Μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές, πυρήνας του όλου, ο πατέρας που έφυγε. 

Τα μεγάφωνα με καλούν επιτακτικά να επιστρέψω στη θέση μου. Τα πόδια μου όμως με κρατούν καθηλωμένη εκεί, μπροστά στον πατέρα μου· όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να μετακινηθώ. Η φωνή της γυναίκας ακούγεται παρακλητική, προτρέποντάς με να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ. «Τρέξε να σωθείς, εσύ είσαι νέα, έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Δες την κόρη σου, περιμένει πολλά από σένα. Μείνε δίπλα στα παιδιά σου που σε χρειάζονται. Μην βιαστείς να μας ακολουθήσεις. Αργά ή γρήγορα, θα ξανανταμώσουμε».

 

Μέσα σ’ αυτά τα λόγια επιβεβαιώνεται το τέλος του καθενός, η προτροπή να μείνει κοντά στα παιδιά της, αλλού είναι οι αξίες για τις οποίες θα αγωνιστεί.

Τ’ αυτιά μου βουίζουν. Το αεροπλάνο απογειώνεται. Η κόρη μου με κρατάει σφιχτά. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο ν’ αντιδράσω. Επιστρέφω αποφασισμένη να βάλω μια τάξη στη ζωή μου. Η κουζίνα είναι πάντα εκεί στην ίδια θέση. Στο πάτωμα διάσπαρτες κηλίδες αίμα• αυτό που λίγο πριν έτρεχε από τη μύτη μου.»

Κάθε τέτοιο ταξίδι προσθέτει στην πείρα, με αυτό συνειδητοποιείται το αναπόφευκτο, αλλά και η απόφαση πως πρέπει να τεθεί μια τάξη στη ζωή, να της δώσουμε νόημα με δική μας απόφαση.

Το όλον μπορεί να είναι ένα μάθημα ηθικής, δοσμένο με τον καλύτερο τρόπο, με ένα διήγημα.

                                           ************

Ύστερα από αυτή την περιδιάβαση στα διηγήματα της συλλογής ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ της Στέλλας Καζαμία Ρωτού, μπορούμε να μιλήσουμε και για τη γλώσσα και τη μαγεία της, η οποία πηγάζει εκ βαθέων.

Ό τι εκφράζει, είναι συγκλονιστικά βιώματα, ως επί το πλείστον, τα οποία πρώτα συγκίνησαν εκείνην τόσο δυνατά, ώστε οι εσωτερικοί κραδασμοί να συνεχίζουν με τον λόγο να μεταδίνονται στον αναγνώστη.

Ο λόγος της είναι πολλές φορές εικονικός, κινηματογραφικός. Ακριβής και ουσιαστική στις περιγραφές, συνοδευόμενες με το ταιριαστό στην περίπτωση συναίσθημα. Όταν οι εικόνες ρέουν, μοιάζουν με κινηματογραφική προβολή σε πανί, την ίδια την ψυχή των αναγνωστών. Αντανακλούν έτσι ζωντανά στον εσωτερικό μας κόσμο, κι εμείς συμπορευόμαστε με την συγγραφέα, οδηγό στο
«μετέωρο ταξίδι».

Όπως τα κινηματογραφικά έργα, ανάλογα με την υπόθεση, διακρίνονται σε δραματικά, τραγικά, θρίλερ, κωμικά, ειδυλλιακά -ρωμαντικά -ερωτικά, έτσι και οι σελίδες των διηγημάτων φορτίζουν τον αναγνώστη ανάλογα.

Ο λόγος ρέει, οι λέξεις σφιχτοδεμένες με τον ρυθμό και τον ήχο τους εκπέμπουν την μουσική υπόκρουση του έργου συνοδεύοντας την ανάγνωση.

Και αυτό οφείλεται, επαναλαμβάνω, στο ότι πηγάζουν εκ βαθέων, άρα δεν είναι της επιφανειακής ροής του λόγου. Γι’ αυτό και αποτυπώνονται στη μνήμη.

Γενικά, αυτά που δεν μπορούν να μας διαφύγουν από την τέχνη της Στέλλας Ρωτού είναι

Α. η σύλληψη του ασύλληπτου, η προσωποποίηση, υλοποίηση του αόρατου, του εσωτερικού,

Β. η ελευθερία στη σύλληψη των θεμάτων, δοκιμές στα πάντα, από τον έρωτα, το σεξ ως τον θάνατο, δοκιμή και επιβεβαίωση

Γ. η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, η ωριμότητα με όλα τα παρεπόμενα.

Δ. Πλούσια γνώση της γλώσσας – στρωτός λόγος, επιπέδου φτασμένου πια λογοτέχνη.

Διαβάστε τη συλλογή διηγημάτων της Στέλλας Καζαμία Ρωτού ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ.

Θα εμπλουτίσετε τον εσωτερικό σας κόσμο ζώντας μαζί της τα φανταστικά και πραγματικά, τα μυστικά νοήματα στα βάθη της ψυχής της.

Ευχαριστώ