ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Αγόρασε την αγρύπνια
σε φλυντζανάκια πορσελάνης
γυάλισε την καινούργια εξώπορτα
να περιμένει τους φίλους
άλλος τη γυναίκα, τον αγρό ή το βόδι του.
Κατέβηκαν περιστέρια οι μέρες
που περπατούσε στα καντούνια της χώρας
να μυρίζει βασιλικό και δυόσμο
τα στενά τενεκέδες μυριστικά.
Ξαναπήρε τον παλιό δρόμο,
τον είδε ο Στέντορας
“να παραμείνεις ένας γείτονας καλός
άγρυπνος φύλακας” του φώναξε.