Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Μόνας Θεοδούλου, Ποιήματα για την Κάτω Ιταλία Σικελία


ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

12+2 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΙΚΕΛΙΑ

3.7.2015-10.7.2015

Μια ολιγοήμερη επίσκεψη γεννά ένα πλούσιο βιβλίο σε γνώσεις, πολιτισμό, ευαισθησία. Δεκατέσσερα ποιήματα και τριάντα σελίδες σημειώσεις, για να οδηγήσουν τον αναγνώστη στην άγνωστη του γη. Μότο στην αρχή της ποιητικής συλλογής «Ξένη εσύ δεν είσαι εδώ στην Καλημέρα», επιγραφή της Ελληνο-Σαλεντινής γης της Κάτω Ιταλίας που καλωσορίζει αρχαία αναθηματική στήλη του 4ου  π.Χ. αιώνα, δωρεά του Δήμου Αθηναίων το 1960 στην πόλη Καλημέρα.  Μια εισαγωγή για όλους τους Έλληνες επισκέπτες.

Η ποιητική συλλογή αφιερώνεται στους φίλους συνταξιδιώτες.

Οι τοποχρονικές ενδείξεις στην αρχή κάθε ποιήματος συμβάλλουν στην όλη μεταφορά και σύλληψη της περιεχόμενης στο ποίημα ατμόσφαιρας, ώστε η μετοχή του αναγνώστη να πληρούται του πνεύματος της ποίησης και της ποιήτριας. Σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν  προμετωπίδες στα γρεκάνικα, την ελληνική διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας και των περιοχών που επισκέφτηκε η ποιήτρια.  Πολλές φορές διαβάζονται εύκολα, αποκαλύπτοντας μια άλλη ζωντανή διαλεκτική μορφή της ελληνικής γλώσσας, που συνεχίζει να είναι η ίδια μεγάλη μάνα σε χρόνους και τόπους.

Με τις προμετωπίδες, ως επί το πλείστον στίχους από ποιήματα σε γρεκάνικη διάλεκτο, ενθυμούμαστε, βεβαιωνόμαστε για την ευαισθησία με την οποία επίμονα κρατούν τη διάλεκτό τους οι ελληνόφωνοι αδελφοί μας, εκπληττόμαστε γιατί τόσο εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε, με λίγη προπαιδεία, έναν ολόκληρο κόσμο που ανήκει στη δική μας γλωσσική οικογένεια, που έχει καταθέσει τα εύοσμα άνθη της καρδιάς του στην ελληνική γραμματεία. Απλά, καθάρια, ειλικρινή, βγαλμένα από την άδολη καρδιά, τραγούδια της αγάπης.  Ανήκουν στους ποιητές Vito Domenico Palumbo, Giuseppe Aprile, Antonio Tomassi αλλά και σε ανώνυμους ελληνόφωνους ποιητές.  Επιλογές της ποιήτριας από τη γνωριμία της με την ποίησή τους.

Διαβάζοντας τη συλλογή σκέφτομαι πως ίσως να πρέπει να ξαναδώσουμε στην έννοια της «ανάγνωσης» ποιημάτων την πρώτη της κυριολεκτική σημασία, με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό, τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γίνει ανάγνωση, πέρασμα από μέσα μας ενός κειμένου, χωρίς την αναγκαία ιστορική γνώση, που όπως ξέρουμε κλιμακώνεται από τη γνώση, προχωρεί  στην κατανόηση, τη χαιρόμαστε στην  εφαρμογή, περιλαμβάνει την  ανάλυση, τη σύνθεση, για να οδηγηθεί εντέλει στην αξιολόγηση.

Οι Σημειώσεις στο τέλος της συλλογής, προϊόν έρευνας και αγάπης στη γνώση, πληρούν νοήματος λέξεις που θα ήταν κενές περιεχομένου.  Όσες σελίδες καταλαμβάνουν τα ποιήματα, άλλες τόσες καταλαμβάνουν και οι Σημειώσεις. Τα ποιήματα πλησιάζουμε ο καθένας με τη σκευή του. Όσο πιο πλούσιοι είμαστε σε γνώση, συναίσθημα, ευαισθησία, επαφή με έργα τέχνης, τόσο περισσότερα αντλούμε εισδύοντας στο ποιητικό σώμα. Γι’ αυτό θεωρώ πολύτιμη την παράθεση πληροφοριών στις Σημειώσεις. Με αυτές εμπλουτίζουμε τη σκευή μας και μυούμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο στα ποιήματα, που όχι μόνο δεν χάνουν από την αισθητική τους αξία. αλλά και τα απολαμβάνουμε με όλους τους χυμούς τους ως επαρκείς αναγνώστες αντί αδαείς.

Ταξίδι δεν είναι μόνο μεταφορά σε τόπο αλλά και διαπέρασμα σε χρόνο, στις ιστορικές εποχές και διαδρομές του ελληνισμού και του παγκόσμιου πολιτισμού. Ταξιδεύουμε κι εμείς, βλέπουμε μαζί με την ποιήτρια, ακούμε, οσφραινόμαστε, αγγίζουμε, γευόμαστε το πορφυρό πορτοκάλι, υποψιαζόμαστε κρυμμένους θησαυρούς, έναν ολόκληρο κόσμο που δημιούργησε η ποιητική γραφίς να συνωθείται στο ποίημα, να  μας μιλά, περιμένοντας την απόκρισή μας.

Υπάρχει η ταξιδιωτική πεζογραφία. Να που υπάρχει και η ταξιδιωτική ποίηση. Η πρώτη, αναπτύσσεται σε πολλές πολλές σελίδες, με λεπτομέρειες, η δεύτερη διακριτικά επιλέγει τα ουσιώδη, λέξεις και ονόματα, ανθρώπους και πράγματα, φύση και πολιτισμό και περνά άμεσα τα μηνύματα, τους προβληματισμούς και το αίσθημα. Κι εδώ ένα βασικότατο που ανοίγει και κλείνει τη συλλογή είναι του Έλληνα, από την Κύπρο στη Σικελία. Ο καθένας κι ο πολιτισμός του, αρχαιότατος, περήφανος ο καθένας για τον αγώνα του να κρατηθεί στα χώματά του, να νιώθει χαλικάκια στη γλώσσα του τις διαλεκτικές του λέξεις.

Χρόνοι, από αρχαιοτάτων ως σημερινοί, τόποι δικοί μας, από τα υπόγεια σπήλαια ως τα κρυμμένα μοναστήρια, τις πόλεις που άκμασαν στην αρχαιότητα και που ψιθυρίζαμε στο μάθημα της Ιστορίας, ελληνικός πολιτισμός, Μεγάλη Ελλάδα, πρόσωπα της αρχαιότητας θαυμαστά, της αγιοσύνης των Βυζαντινών χρόνων, ονόματα σύγχρονα, των τεχνών και των επιστημών.

Σε λίγους στίχους μας περιζώνουν, ανασαίνουν δίπλα μας, ξαναζούμε το ταξίδι, τους αιώνες και τους τόπους μας, Οδυσσείς της ανάγνωσης ποιημάτων και μέτοχοι της ποιητικής ευαισθησίας της ταξιδιώτισσας ποιήτριας.

Πρώτο ποίημα:  3 Ιουλίου 2015. Απουλία- Μπάρι,  με προμετωπίδα σε εξήγηση από τα γκρεκάνικα: “Η νύχτα έγινε μέρα”

Τίτλος: «Το λιμάνι του Λεβάντε».  Ακούστε το:  Σαν άλλοι αχαιοί, / απόγονοί τους κι εμείς, / με τον καημό της Μεσογείου, / οι πιο ακριτικοί, απ’ τον ουρανό / προσγειωθήκαμε στη γη της Απουλίας. / Συκιές ελιές πεύκα φραγκόσυκα / μας υποδέχτηκαν με τη λαύρα του ήλιου. / Μνημονεύσαμε τον ζωγράφο Αλταμούρα / και την τραγική εκείνη Ελένη ή τον κανένα, / γυναίκα του, περαστικοί. / Όλα τα λιμάνια έχουν τους ανέμους τους / και το ρόδο των ανέμων στην καρδιά μας.»

Τρεις νοηματικές ενότητες το ποίημα, εμείς, η γη της Απουλίας, η γενίκευση, όλα τα λιμάνια. Το σμίξιμο της Κυπρίας επισκέπτριας που κουβαλεί μαζί της την Ιστορία των  Ελλήνων από το 1400 π.Χ. στην άκρη αυτή του κυπριακού ελληνισμού, σμίγει με το τοπίο πρώτα της Απουλίας.  Κύρια χαρακτηριστικά του, μεσογειακά: συκιές, ελιές, πεύκα, φραγκόσυκα.  Ευπρόσδεκτοι οι επισκέπτες, νιώθουν το καλωσόρισμα, ένας αέρας από τον πολιτισμό και τις συνυφασμένες με αυτόν ιστορίες των δημιουργών του: η ιδιαίτερη αγάπη στη ζωγραφική, η ιστορία μιας τραγικής γυναίκας, της γυναίκας του ζωγράφου Αλταμούρα. Κι εδώ πια συναντώνται η ποιήτρια με την ηρωίδα της, τον τόπο και τον πολιτισμό του. Η γενίκευση συντελεί στην ανύψωση της σύμπτωσης στον κόσμο των ιδεών, που από τη μια φέρουν τη σφραγίδα της γνώσης για τους ανέμους, το ρόδο των ανέμων ως ναυτικό όρο που σημαίνει ουσιαστικά τα σημεία συνάντησης στους χάρτες των γραμμών που ακολουθούσαν τις κατευθύνσεις των ανέμων και τα σημεία συνάντησής τους και από την άλλη τα ρόδα των ανέμων ως ερωτικό σύμβολο. Κι ο νους στον «Ερωτικό Λόγο» του Σεφέρη: Ρόδο της μοίρας γύρευες, ρόδο του ανέμου γνώριζες.   

Στις επισκέψεις της η Μόνα δεν είναι μόνη.  Τη συνοδεύουν οι γνώσεις, η ταυτότητα, οι Έλληνες της Κύπρου που συναντούν τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, η πανάρχαια ιστορία, οι αναμνήσεις, η μοίρα των θνητών. Κι οι πανάρχαιοι μύθοι μας, από τον Οδυσσέα. «Πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω».  

Δεύτερο ποίημα: 3 Ιουλίου 2015 Απουλία – Ματέρα, προμετωπίδα σε εξήγηση “Μοιάζεις με το γαρύφαλο στη γλάστρα/ πουλί της άνοιξης που πάει πετώντας. Κι αν σε κοίταζα δέκα χρόνια συνέχεια, δεν θα χόρταινα ποτέ να σε κοιτάζω.”  Σας διαβάζω το ποίημα:

Από την οδό του Πανοράματος

σκύψαμε

για να δούμε τις σιωπηλές σπηλιές,

τα καταφύγια των μοναχών

της βυζαντινής δόξας

αλλά και την κατοπινή

σαν Κόλαση του Δάντη

τρώγλη πόλη.

Εκατόν είκοσι λαξεμένες στην πέτρα

εκκλησιές.

Σπήλαια της ποίησης.

Ήταν η πανήγυρις

της Παναγίας.

Φώτα σε δαντελωτές αψίδες

κλωστές χάντρες

σημαίες χρώματα

ψάθινα καπέλα

ράθυμα σκυλιά πάνω στη γη.

Ο Παζολίνι μας ακολουθεί

με την προβολή των παθών

στους ώμους του.

Από πράσινο μπρούντζο

η πόρτα της εκκλησιάς

του αγίου Φραγκίσκου

σκακιέρα

με ανάγλυφες τόσες νεκροκεφαλές,

θύμιζε πως τις γιορτές

παραμονεύει ο θάνατος.

Πιο κάτω η εκκλησία του Πουργατορίου.

Γονυκλισίες.

Κεριά αυτόφωτα.



Δεν σώθηκε η δίψα μας

με τον χυμό

του πορφυρού πορτοκαλιού.»

Η ποίηση όχι μόνο ζώσα ζωγραφία αλλά και ζώσα κινηματογραφική ταινία, με τα υπονοούμενα νοήματα, τα βάθη της ψυχής που κινούν τα νήματα. Τα επάλληλα στρώματα της ζωής και του πολιτισμού, οι σπηλιές, πρώτα καταφύγια μοναχών, ύστερα καταφύγια των φτωχών, περασμένα μέσα από την κόλαση του Δάντη, ύστερα εκκλησιές σημαιοστολισμένες με τα πανηγύρια, τους ανθρώπους και τα ζώα, τη μνήμη του Πάολο Παζολίνι με τα γυρίσματα της ταινίας του «Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον» στην πόλη αυτή που σφραγίζει κινηματογραφικά και τη ματιά της ποιήτριας και το ποίημα-ταινία.  Με τις νεκροκεφαλές στην πόρτα της εκκλησίας του αγίου Φραγκίσκου που βλέπει η ποιήτρια μεταφερόμαστε και πάλι στη μοίρα, στο μερίδιο μας στη ζωή και στο θάνατο, στο παιχνίδι αυτό που δεν έχει τέλος, ένα ταξίδι στην ποίηση του  Δάντη από την κόλαση στο πουργατόριο. Η δίψα για ζωή των ζωντανών δεν σταματά, ο χυμός του πορφυρού πορτοκαλιού δεν την σβήνει.

Στις σπηλιές της γης η μια επίστρωση διαδέχεται την άλλη, τους μοναχούς οι φτωχοί, τους φτωχούς οι εκκλησιές, τον θάνατο στην πόρτα του αγίου Φραγκίσκου η ζωή, τη δίψα ο χυμός του πορτοκαλιού, η δίψα συνεχίζεται, όπως τα ποιήματα που ακολουθούν την πορεία της συγγραφής για την ποιήτρια, της ανάγνωσης για τον αναγνώστη.

Τρίτο ποίημα:  4 Ιουλίου 2015, Απουλία –Τάραντας. Από τον Τάραντα στο Ρήγιο, προμετωπίδα: Σαν το καλό κρασί που σε βοηθά. Τίτλος του ποιήματος: «Όλες οι λέξεις έχουν ρίζα.»

Όπως και το κάθε ποίημα, λέω με βεβαιότητα σκεφτόμενος πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του πολιτισμού, πόσο βαθιά και πλατιά η γνώση, χωρίς αυτή δεν θα ’βγαινε το ποίημα, χωρίς πολιτισμό η γη δεν θα ΄ταν κόσμος. Κι όπως από τις εκρήξεις των βομβών των αεροπλάνων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην πόλη του Τάραντα ήρθαν στην επιφάνεια της γης αρχαία έργα πολιτισμού θαμμένα, έτσι και από μια επίσκεψη με εκρηκτικό αντίκτυπο στην ευαισθησία του ποιητή έρχονται στο φως ποιήματα γεμάτα έργα τέχνης και Ιστορία. Τον σκεπτόμενο Ηρακλή του Λυσίππου που συναντά στο Μουσείο του Τάραντα διαδέχεται στη σκέψη της ο Διανοούμενος του Ροντέν, ο γλύπτης συντροφεύει την ποίηση, το άγαλμα του Ηρακλή αιχμαλωτίζεται στην Κωνσταντινούπολη, από εκεί χρόνια μετά επιστρέφει πίσω στο μουσείο του Τάραντα, η μετοικεσία των Ελλήνων και των έργων τους, ο αποικισμός και η μεταφορά ανθρώπων, ηθών, εθίμων και πολιτικού βίου από τη Σπάρτη στον Τάραντα, η ομορφιά σε άγαλμα ή μικρογραφία σκαλισμένη σε στρείδι κι η ομορφιά του ποιήματος που μας ταξιδεύει στον τόπο και στο χρόνο μαζί με την τέχνη.

Ποίημα τέταρτο:   4 Ιουλίου 2015. Απουλία, από τον Τάραντα στο Ρήγιο. Προμετωπίδα: Μα εσύ δεν μου λες για όσα σε ρωτώ.  λίγο ανεβαίνεις, λίγο κατεβαίνεις, λίγο αγγίζεις το νερό. Τίτλος: «Ποιος ξέρει.»

Γεωγραφία, Ιστορία, ταξιδιωτικά, αντιθέσεις ηθών, ανθρωπογεωγραφία ή εθνογραφία, ψυχογραφία λαών και πολιτισμών, μπορεί να είναι η πρώτη ύλη. Σημασία έχει πως η  ποιήτρια μας δανείζει τα μάτια της και βλέπουμε, τα αφτιά της και ακούμε, απολαμβάνουμε, μαθαίνουμε, σκεφτόμαστε, προβληματιζόμαστε. Μεταφερόμαστε στα πρώτα μας διαβάσματα για τις πόλεις που επισκέπτεται, ανακαλούμε στη μνήμη ποιήματα άλλων, λακωνικές εκφράσεις. Η αναπαραστατική δύναμη μεταφέρει στη ζωή, ανιστά τόπους και χρόνους. Μαζί της συναισθανόμαστε. «Ταξιδεύαμε», λέει,  «με τον άγιο Ιωάννη των λουλουδιών, / τον άγιο Ονούφριο, τον άγιο Ισίδωρο, / δίπλα στην ισοπεδωμένη / από τους αυστηρούς και λιτούς / Κροτωνιάτες/  Σύβαρη, / ναι, αυτούς που έπνιξαν / και τους Ποσειδωνιάτες- / αφού εξέχασαν τη γλώσσα τους- / αλλάζοντας τη ροή του ποταμού… / τα περισσότερα στεφάνια / στους Ολυμπιακούς / είχε ο Κρότωνας. / Πώς ν’ ανεχθεί του Συβαρίτες / που δεν ήθελαν αλέκτορες στην πόλη τους;

Ο Κρότων και η Σύβαρις εξ ου και η λέξη συβαριτισμός για την απόλυτη καλοπέραση, την πολυτελή και άσωτη ζωή πβ. το αρχαίο συβαρίζω = ασωτεύω.   

Και ο Καβάφης ύστερα από μια εισαγωγή στο ποίημά του από τον Αθήναιο, γράφει:
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί· και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.

Και το ερώτημα: μήπως εκτός από τα ιστορικά ποιήματα, που μας έχει κληροδοτήσει ο Καβάφης, με τη συλλογή της Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου «12+2 ποιήματα για την ελληνόφωνη κάτω ιταλία και τη σικελία» βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη κατηγορία ποίησης, την ταξιδιωτική; Και βέβαια. Αρχής γενομένης από Ομήρου, η Οδύσσειά του ένα ταξιδιωτικό, αλλά και άλλοι μας έδωσαν ταξιδιωτικά ποιήματα.  Κατά τον Καβάφη, η ποιήτρια επισκέπτεται λιμένας πρωτοϊδωμένους και σταματά σε εμπορεία μεταφέροντας και σε μας άφθονα ηδονικά μυρωδικά της ευαισθησίας και της γνώσης.

Ποίημα πέμπτο:   4 Ιουλίου 2015 Απουλία- Καλαβρία,  από τον Τάραντα στο Ρήγιο, στα όρη Σίλα. Προμετωπίδα:  Να μου πεις λόγια αγάπης ευλογημένα. Τίτλος του ποιήματος:  «Αυτοανάφλεξη»

Πώς η φύση δέχτηκε τις ευγενείς προσφορές του ανθρώπου, τα έργα πολιτισμού, ενός πολύπτυχου, πολυάνθρωπου, πολυεδρικού αποτυπώματος ψυχών. Οι μετακινήσεις στο χρόνο, τα πάθη των ανθρώπων παλαιά και νέα, η αιώνια φύτρα των ανθρώπων: «Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα, έρωτα γλυκέ!» αναφέρει η ποιήτρια στίχους από τα Carmina Burana.  «Ταξιδεύουμε» λέει «όπως από την Πάργα και το Σούλι οι πρόσφυγες του 1822.» Ταξιδεύουμε, πρόσφυγες κι εμείς. Η ποιητική ταυτότητα του πρόσφυγα, από τη Μικρά Ασία και την Κύπρο παρακολουθεί, κι εμείς μαζί της!

Ποίημα έκτο. 5 Ιουλίου 2015, Απουλία –Σικελία, Τάραντας Παλέρμο, Ακράγας, Συρακούσες

Προμετωπίδα: Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι, γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ, κι όπου πάω,  κι όπου βρεθώ, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ» Τίτλος:  «Ο αλάς ή η αγαύη».

Το ποίημα «Ο αλάς ή η αγαύη» είναι το καλύτερο ποίημα-μνημόσυνο, κατά την άποψή μας, που έγραψε για τον αγαπημένο της αείμνηστο σύζυγο Θεόδουλο Θεοδούλου, γλύπτη. Πρώτα η επιλογή της μαντινάδας «Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι» παραπέμπει σ’ αυτόν,  ύστερα οι γνώσεις της για τις κλωστές από τα φύλλα του αλά που δένουν τα μέλη των αγαλμάτων, κάνουν τα φύλλα του αλά να είναι για την ποιήτρια «λόγχες μνήμης, / αγωγοί πυρομανείς / της μνήμης, / ταξιανθίες, κροσσοί, κρύσταλλοι / της μνήμης, / θύσανοι, στις αποθήκες / του νου και της καρδιάς.»  Στις Σημειώσεις διαβάζουμε ότι στο εργαστήρι του γλύπτη υπάρχει αντίγραφο του ανάγλυφου έργου του μεγάλων διαστάσεων «Το μάζεμα της αλόης» , το οποίο ευρίσκεται στην είσοδο του ξενοδοχείου «Αλόη» στην Πάφο.  Έτσι  ο αλάς υπενθυμίζει την αθανασία της τέχνης μέσω των αγαλμάτων.  Τα λατομεία των Συρακουσών που αναφέρει η ποιήτρια στο ποίημα, έχουν -εκτός από την ομορφιά και την αγάπη για την οποία μιλήσαμε-  και το ανατριχιαστικό, το συγκλονιστικό της ήττας και αιχμαλωσίας των χιλιάδων Αθηναίων της σικελικής εκστρατείας.  Ένα απλό διάβασμα της παραγράφου εκείνης στο Θουκυδίδη, που παραθέτει στις Σημειώσεις δίνει εκρηκτικές διαστάσεις στο ποίημα.

Ποίημα έβδομο. 6 Ιουλίου 2015  Σικελία – Παλέρμο.  Προμετωπίδα σε εξήγηση: είσαι το νερό που ήθελα να πιω.  Τίτλος: «Στους χιλιόχρονους ανέμους»: «Περνούμε κάτω απ’ την πύλη της Ευτυχίας / για μιας στιγμής την έκλαμψη», λέει η ποιήτρια.  Αναφέρεται σε πύλες, κρήνες, ποτάμια, γέφυρες, αγάλματα, εκκλησιές, δέντρα κι ο δρόμος που συνεχίζεται κι εμείς μαζί του ακολουθούμε. Μαζί με το ρυθμό του ποιήματος, τα αριθμητικά συσσωρεύουν εικόνες: «διακόσιες εβδομήντα πέντε εκκλησιές / στους χιλιόχρονους ανέμους, / κι εβδομήντα μοναστήρια». Η εικόνα δεν χωρεί, απλώνεται έξω από τις σελίδες. Στην ποίηση η κάθε λέξη είναι πολύτιμη, με όλο το βάρος και το νόημα, επιφανειακό και βαθύ.

Ποίημα όγδοο:  Ο Ακράγας. Σ’ αυτό το ποίημα περιγράφει την Κοιλάδα των Ναών του Ακράγαντα   με την επανάληψη:  «να μην αρκούν οι ναοί, / οι θυσίες, / στην Ήρα, στην Ομόνοια, στον Ηρακλή / στον Δία τον Ολύμπιο / να μην αρκούν τα τείχη / χιλιόμετρα, /  να μην αρκούν οι σεισμοί, / το τέλος κι η αρχή / η αρχή και το τέλος». Η απεικόνισή τους εκτεταμένη και παραστατική.

Μίλησα για ταξιδιωτική πεζογραφία. Κανένας πεζογράφος δεν θα μπορούσε να γράψει, όπως την ποιήτρια στο ένατο ποίημα με τίτλο  «Αίτνα»:  “Άφησα κι εγώ  τα σάνταλά μου στην Αίτνα, / θυσία στο βολκάνο, / από σεβασμό στον Εμπεδοκλή.”  Και τελειώνει, «Δοκίμασα κι εγώ/  το μέλι των ανθέων / της Αίτνας.» Πράγματι οι πορτοκαλιές στην περιοχή γιομάτες λουλούδια και μέλισσες, το μέλι ακριβοπληρωμένο, μα σ’ ένα ποίημα, έστω κι αν η φράση φαίνεται μονοεπίπεδη, ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να διακρίνει επίπεδα άλλα, πραγματικά και μεταφορικά ύστερα από το θαυμασμό στον Εμπεδοκλή, που παίρνει τις όντως υπεράνθρωπες διαστάσεις του. Μύθος και θρύλος, επιστήμη και φιλοσοφία.

Στο δέκατο ποίημα με τίτλο  «Ο Επιζεφύριος Λοκρός», λέει «ήδη αισθάνομαι από καιρό / ότι αυτά που συλλογίζομαι και ποθώ / προβάλλονται μπροστά μου / και χάνω τη διαφορά. / Τα έζησα / ή ήθελα να τα ζήσω;» ερώτημα της ποιήτριας, ερώτημα των αναγνωστών, όταν δοθούν ολόψυχοι στα ποιήματα, στη συλλογή, στην πνευματική περιδιάβαση στη Μεγάλη Ελλάδα. Και παρακάτω, για να πεισθείτε για τη ζωντάνια, την ολόψυχή μας συμμετοχή, περιγράφει: «Ένας Επιζεφύριος Λοκρός / με χαιρετά / καθισμένος στο ιππάριό του / γυμνός έφηβος/  με τα πόδια στηριγμένα στα χέρια / μιας Σφίγγας γονατισμένης / κάτω απ’ το υπογάστριο του αλόγου του, / ενώ τα φτερά της / δίνουν φτερά, / στον καλπασμό του και στη μνήμη μας.»

Η τέχνη ζωντανεύει τ’ άψυχα, διαιωνίζει τα πρόσκαιρα, κινεί το στοχασμό και τη μέθεξη στα τεκταινόμενα, ανεβάζει στον κόσμο των ιδεών.

Στο ίδιο ποίημα, γράφει «Η Σκύλλα και η Χάρυβδη / ενώ κοιμούνται στον μύθο, / ακόμα τρομάζουν / τους άγρυπνους ταξιδιώτες.»  Ένας μεγάλος ταξιδευτής, ο Όμηρος στην Οδύσσεια, μας περνά από τα μυθικά αυτά όντα, που κατά την επιστήμη παραπέμπουν στις Συμπληγάδες πέτρες της Αργοναυτικής εκστρατείας και πρόκειται για ηφαιστειακής προελεύσεως νησιά.

Το εντέκατο ποίημα με τίτλο:  «Για τους αρχαίους ζωντανούς.»

Ένα ποίημα για τα γιγαντιαία ελληνικά χάλκινα αγάλματα των δύο πολεμιστών που ανασύρθηκαν από τη θάλασσα του Ρηγίου το 1972 και όταν τοποθετήθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρηγίου τα καλωσόρισαν οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της περιοχής με τα ακόλουθα λόγια που προηγούνται του ποιήματος:  «Ἦταν ὥρα νά φανεῖτε.  Πῶς ἠσώνετε κοιμηθεῖ πλέο στή θάλασσα τοῦ Ρυακίου, ἄρτε ἡ γκλῶσσα ἡ δική σας πεθαίνει στή χώρα; Τούτη ἡ γκλῶσσα, τί δέν ἀπέθανεν ἀκόμα, ἤθελε νά πεῖ τόσα πράματα, μά ἔμεινε μέ λίγα λόγια.  Κεῖνα τί δέ σώνει εἴπει, τά λέγουσι τά μάτια καί μεγάλα σώματα δικά σας.  Μέθε σά ὧδε ἡ γκλῶσσα δική μά ἀθθίζει μεταπάλε... Καλῶς ἤρτετε!» 

Η ποιήτρια θαυμάζει τα τεράστια έργα, με τους ακόλουθους στίχους της: 

[...] γλυπτικά σώματα ἀνυπέρβλητα [...]

νά μᾶς σκοτώνουν μέ τό κάλλος τους

νά μᾶς αἰχμαλωτίζει

τό σιντέφι τοῦ βλέμματός τους,

ἀναδυμένοι ἐπιτέλους

ἀπ’ τό νερό

– αἰῶνες δοσμένοι τοῦ βυθοῦ –

ὁ Ἰδομενέας κι ὁ Τηθεύς

ἤ ἄλλοι ἀρχαῖοι,

θεοί ἤ ἤρωες,

νά μᾶς ἐκπλήσσουν

γιά τούς ἀρχαίους ζωντανούς

πού ἀναπαρέστησαν ὁ Φειδίας

κι ὁ Πολύκλειτος

κι ἄν ὄχι ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος

τότε ὅποιος ἄλλος ποτέ καλλιτέχνης,

ἐρωτευμένος ὅμως ἀθεράπευτα

μέ τήν τέχνη του.



Αυτός ο έρωτας της τέχνης ωθεί τον γλύπτη, κατά την ποιήτρια, ωθεί την ποιήτρια στην ποίηση και τους αναγνώστες στη μέθεξη των ποιημάτων της.

Το δωδέκατο και δέκατο τρίτο ποίημα που έχουν τίτλο «Μαύρη η φωνή, μαύρο το κλάμα»  (που είναι στίχος ποιήματος της ελληνοσαλεντινής γης) και «Τα Επιρρήματα» σφύζουν και τα δύο από ζωή και πληρούνται φυλετικού καημού.

[...] Δέν ἄντεξα τῶν Ἀθηναίων

τίς οἰμωγές στά λατομεῖα.

Κάθισα στίς κερκίδες τοῦ θεάτρου

κι ἄκουα τή φωνή τοῦ Αἰσχύλου

ἀπό τήν πρώτη διδασκαλία

«τῶν Περσῶν».[...] μας λέει η ίδια.   

«Είμαστε αρχαίοι,

είμαστε πιο αρχαίοι από τους βυζαντινούς

είμαστε αδέλφια.»  θα αναφέρει τα λόγια των ελληνόφωνων.

Και στο επόμενο ποίημα, που έχει τίτλο «Τα Επιρρήματα» θα μας μιλήσει για τον φυλετικό καημό και θα μεταφέρει τα λόγια τους

«Εἴμαστε μειονότητα», θά πεῖ,

ἀλλά εἴμαστε ἀρχαῖοι ἕλληνες ἐμεῖς.

Ὄχι ἀπό τούς βυζαντινούς, ἀρχαῖοι γκρέτσι, Ἀχαιοί.[...]»





Το ταξίδι τελειώνει στις 10 Ιουλίου 2015. Σαλέντο- Ότραντο. Προμετωπίδα σε εξήγηση: Ποιος ξέρει, χελιδονάκι, ποια θάλασσα πέρασες κι από πού έφτασες, με τον καλό καιρό.» τίτλος του τελευταίου αυτού ποιήματος: «Φτερά από γυαλί».  Η ποιήτρια το εμπνεύστηκε από το Μνημείο, που αντίκρυσε στο Ότραντο, ένα σαπιοκάραβο που ο γλύπτης Κώστας Βαρώτσος το διαμόρφωσε με τη γνωστή του τεχνική ενσωματώνοντας γυαλιά στην πρύμνη και στην πλώρη.  Έτσι η ποιήτρια του έδωσε τον δικό της τίτλο «Φτερά από γυαλί» και το χαρακτήρισε ως «μάρτυρα ανοξείδωτο της προσφυγιάς».

Αγαπητοί φίλοι, ταξιδέψαμε με τη Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου στα φτερά της ποίησης, περιδιαβάσαμε κι εμείς στις ελληνόφωνες περιοχές της Μεγάλης Ελλάδας, άνοιξαν οι ορίζοντές μας, αναθυμηθήκαμε δόξες και μεγαλεία ελληνικά, πολέμους και πολιτισμικές δημιουργίες, συναισθανόμαστε τη σημερινή μας κατάσταση, κι όλα αυτά χάρη στην ποιητική συλλογή «12+2 ποιήματα για την ελληνόφωνη κάτω ιταλία και σικελία». Ευχαριστώ.