Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου


ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
12+2 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΙΚΕΛΙΑ
3.7.2015-10.7.2015
Κυρίες και κύριοι,
Μια ολιγοήμερη επίσκεψη ευαισθησίας γεννά ένα βιβλίο πλούσιο σε γνώσεις και  πολιτισμό.
Δεκατέσσερα ποιήματα και τριάντα σελίδες σημειώσεις, οδηγούν τον αναγνώστη στην άγνωστή του ελληνίδα γη.
Μότο στην αρχή της ποιητικής συλλογής «Ξένη εσύ δεν είσαι εδώ στην Καλημέρα». Καλωσόρισμα σε όλους τους Έλληνες επισκέπτες.
      Η ποιητική συλλογή αφιερώνεται στους φίλους συνταξιδιώτες.
Οι τοποχρονικές ενδείξεις, στην αρχή κάθε ποιήματος, συμβάλλουν στην όλη μεταφορά και σύλληψη της ατμόσφαιρας και του ποιητικού πνεύματος. Σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν  προμετωπίδες στα γρεκάνικα, την ελληνική διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας και των περιοχών που επισκέφτηκε η ποιήτρια.                                           
Πολλές φορές εύκολα κατανοούνται, αποκαλύπτοντας μιαν άλλη ζωντανή διαλεκτική μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Με τις προμετωπίδες βεβαιωνόμαστε για την πεισματική  ευαισθησία με την οποία επίμονα κρατούν τη διάλεκτό τους οι ελληνόφωνοι αδελφοί μας.
 Απλά, καθάρια, ειλικρινή, τραγούδια της αγάπης.  Ανήκουν στους ποιητές Vito Domenico Palumbo, Giuseppe Aprile, Antonio Tomassi αλλά και σε ανώνυμους ελληνόφωνους ποιητές.  Επιλογές της ποιήτριας από τη γνωριμία της με την ποίησή τους.
Οι Σημειώσεις στο τέλος της συλλογής, προϊόν έρευνας και φιλομάθειας, πληρούν νοήματος λέξεις που θα ήταν κενές περιεχομένου.  Όσο πιο πλούσιοι σε γνώσεις είμαστε, τόσο περισσότερα αντλούμε εισδύοντας στο ποιητικό σώμα. Γι’ αυτό θεωρούνται πολύτιμες οι Σημειώσεις.#### 
Ταξίδι δεν είναι μόνο μετακίνηση σε τόπο αλλά και διαδρομή σε χρόνο.
Υπάρχει η ταξιδιωτική πεζογραφία. Υπάρχει και η ταξιδιωτική ποίηση, που διακριτικά επιλέγει τα ουσιώδη, λέξεις και ονόματα, ανθρώπους και πράγματα, φύση και πολιτισμό                                    και μας ψιθυρίζει   άμεσα τα μηνύματα, τους προβληματισμούς και το αίσθημα. Κι εδώ ένα βασικότατο, που ανοίγει και κλείνει τη συλλογή,  είναι του Έλληνα, που ταξιδεύει από την Κύπρο στη Σικελία.
Ο καθένας κι ο πολιτισμός του: αρχαιότατος. Περήφανος ο καθένας για τον αγώνα του να κρατηθεί στα χώματά του, να νιώθει χαλικάκια στη γλώσσα του τις διαλεκτικές του λέξεις.
Χρόνοι: από αρχαιοτάτων ως σημερινοί.
Τόποι : δικοί μας, από τα υπόγεια σπήλαια ως τα κρυμμένα μοναστήρια, τις πόλεις που άκμασαν στην αρχαιότητα και που ψιθυρίζαμε στο μάθημα της Ιστορίας.
Πρώτο ποίημα: «Το λιμάνι του Λεβάντε».
«Σαν άλλοι αχαιοί, / απόγονοί τους κι εμείς, / με τον καημό της Μεσογείου, / οι πιο ακριτικοί,/                                                                    απ’ τον ουρανό  προσγειωθήκαμε στη γη της Απουλίας. / Συκιές ελιές πεύκα φραγκόσυκα / μας υποδέχτηκαν με τη λαύρα του ήλιου. / Μνημονεύσαμε τον ζωγράφο Αλταμούρα / και την τραγική εκείνη Ελένη ή τον κανένα, / γυναίκα του, περαστικοί. /   Όλα τα λιμάνια έχουν τους ανέμους τους / και το ρόδο των ανέμων στην καρδιά μας.»
Εμείς οι ακρίτες του ελληνισμού, στη γη της Απουλίας. Το ιστορικό βλέμμα της Κυπρίας επισκέπτριας σμίγει με το τοπίο:  συκιές, ελιές, πεύκα, φραγκόσυκα.  Ευπρόσδεκτοι οι επισκέπτες, νιώθουν το καλωσόρισμα. Ένας αέρας από τον πολιτισμό και τις συνυφασμένες με αυτόν ιστορίες των δημιουργών του: η ιδιαίτερη αγάπη της ποιήτριας στη ζωγραφική, η ιστορία μιας τραγικής γυναίκας, αυτής του ζωγράφου Αλταμούρα.
Κι η πνευματική συνάντηση της ποιήτριας με την ηρωίδα της. Η γενίκευση στο τέλος του ποιήματος συντελεί στην ανύψωση της σύμπτωσης στον κόσμο των ιδεών.
Το ρόδο των ανέμων από τη μια ως ναυτικός όρος και από την άλλη τα ρόδα των ανέμων ως ερωτικό σύμβολο. Κι ο νους πετά στον «Ερωτικό Λόγο» του Σεφέρη. 
Ποίηση, ζωγραφική, έρως.
Στο δεύτερο ποίημα παρουσιάζεται η ποίηση όχι ως ζώσα ζωγραφία αλλά ως ζώσα κινηματογραφική ταινία.
Η μνήμη του Πάολο Παζολίνι με τα γυρίσματα της ταινίας «Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον» σφραγίζει κινηματογραφικά και τη ματιά της ποιήτριας και το ποίημα.  
Με τις νεκροκεφαλές στην πόρτα της εκκλησίας του αγίου Φραγκίσκου μεταφερόμαστε και πάλι στη μοίρα, στο μερίδιο μας στη ζωή και στο θάνατο, στο παιχνίδι αυτό που δεν έχει τέλος. Ένα ταξίδι στην ποίηση του  Δάντη από την κόλαση στο πουργατόριο. Η δίψα για ζωή των ζωντανών δεν σταματά, ο χυμός του πορφυρού πορτοκαλιού δεν την σβήνει.
Το κινηματογραφικό:
Στις σπηλιές της γης η μια επίστρωση διαδέχεται την άλλη, τους μοναχούς οι φτωχοί, τους φτωχούς οι εκκλησιές, τον θάνατο στην πόρτα του αγίου Φραγκίσκου η ζωή, τη δίψα ο χυμός του πορτοκαλιού.
Η δίψα συνεχίζεται, όπως τα ποιήματα,  που ακολουθούν την πορεία της συγγραφής για την ποιήτρια, της ανάγνωσης για τον αναγνώστη.
Τρίτο ποίημα:  4 Ιουλίου 2015, Απουλία –Τάραντας. Από τον Τάραντα στο Ρήγιο, προμετωπίδα: Σαν το καλό κρασί που σε βοηθά. Τίτλος του ποιήματος: «Όλες οι λέξεις έχουν ρίζα.»
Όπως από τις εκρήξεις των βομβών των αεροπλάνων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο/ στην πόλη του Τάραντα/ ήρθαν στην επιφάνεια της γης αρχαία έργα πολιτισμού θαμμένα,                                                   έτσι και από μια επίσκεψη με εκρηκτικό αντίκτυπο στην ευαισθησία του ποιητή
έρχονται στο φως ποιήματα γεμάτα έργα τέχνης και Ιστορία.
Τον σκεπτόμενο Ηρακλή του Λυσίππου, που συναντά στο Μουσείο του Τάραντα, διαδέχεται στη σκέψη της ο Διανοούμενος του Ροντέν, το άγαλμα του Ηρακλή αιχμαλωτίζεται στην Κωνσταντινούπολη, από εκεί χρόνια μετά επιστρέφει πίσω στο μουσείο του Τάραντα.
Μια κίνηση η Ιστορία, μια κίνηση το ταξίδι.
Η μετοικεσία των Ελλήνων και των έργων τους, ο αποικισμός και η μεταφορά ανθρώπων, ηθών, εθίμων και πολιτικού βίου από τη Σπάρτη στον Τάραντα.
Η ομορφιά σε άγαλμα ή μικρογραφία σκαλισμένη σε στρείδι κι η ομορφιά του ποιήματος.                                                                    Όλα μας ταξιδεύουν  στον τόπο και στο χρόνο μαζί με την τέχνη της ποίησης στις διαστάσεις του αενάως εν κινήσει πνεύματος.
Ποίημα τέταρτο:   4 Ιουλίου 2015. Απουλία, από τον Τάραντα στο Ρήγιο. Προμετωπίδα: Μα εσύ δεν μου λες για όσα σε ρωτώ.  λίγο ανεβαίνεις, λίγο κατεβαίνεις, λίγο αγγίζεις το νερό.
Τίτλος: «Ποιος ξέρει.»   Γεωγραφία, Ιστορία, ταξιδιωτικά, αντιθέσεις ηθών, ανθρωπογεωγραφία ή εθνογραφία, ψυχογραφία λαών και πολιτισμών, μπορεί να είναι η πρώτη ύλη. Σημασία έχει πως η  ποιήτρια μας δανείζει τα μάτια της και βλέπουμε, τα αφτιά της και ακούμε, απολαμβάνουμε, μαθαίνουμε, σκεφτόμαστε, προβληματιζόμαστε. Μαζί της συναισθανόμαστε. «Ταξιδεύαμε», λέει,  «με τον άγιο Ιωάννη των λουλουδιών, / τον άγιο Ονούφριο, τον άγιο Ισίδωρο, / δίπλα στην ισοπεδωμένη / από τους αυστηρούς και λιτούς / Κροτωνιάτες/  Σύβαρη, / ναι, αυτούς που έπνιξαν / και τους Ποσειδωνιάτες- / αφού εξέχασαν τη γλώσσα τους- / αλλάζοντας τη ροή του ποταμού… / τα περισσότερα στεφάνια / στους Ολυμπιακούς / είχε ο Κρότωνας. / Πώς ν’ ανεχθεί τους Συβαρίτες / που δεν ήθελαν αλέκτορες στην πόλη τους;»
Θυμηθείτε τους συβαρίτες και το συβαριτισμό, θυμηθείτε Καβάφη, τους Ποσειδωνιάτες που εξέχασαν τη γλώσσα τους, ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Οι μεγάλες αντιθέσεις, πρότυπα προς μίμηση, πρότυπα προς αποφυγήν.
Δυστυχώς από το β΄παγκόσμιο πόλεμο  κίνδυνο αφανισμού  διατρέχουν οι διάλεκτοι της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, εκτός αν ευοδωθούν οι προσπάθειες για διδασκαλία στα νέα παιδιά.
Ποίημα πέμπτο: «Αυτοανάφλεξη»
Πώς η φύση δέχτηκε τις ευγενείς προσφορές του ανθρώπου, τα έργα πολιτισμού, ενός πολύπτυχου, πολυεδρικού αποτυπώματος ψυχών. Οι μετακινήσεις στο χρόνο, τα πάθη των ανθρώπων παλαιά και νέα, η αιώνια φύτρα των ανθρώπων: «Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα, έρωτα γλυκέ!» σε στίχους από τα Carmina Burana. 
«Ταξιδεύουμε» λέει «όπως από την Πάργα και το Σούλι οι πρόσφυγες του 1822.»
Ταξιδεύουμε, πρόσφυγες κι εμείς. Η ποιητική ταυτότητα του πρόσφυγα, από τη Μικρά Ασία και την Κύπρο παρακολουθεί την ποιήτρια, κι εμείς μαζί της! Ο φυλετικός καημός. Ο ακοίμητος σκώληξ.
Ποίημα έκτο. Προμετωπίδα: Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι, γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ, κι όπου πάω,  κι όπου βρεθώ, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ» Τίτλος:  «Ο αλάς ή η αγαύη».
Είναι το ποίημα-μνημόσυνο, κατά την άποψή μας, που έγραψε η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου για τον αγαπημένο της αείμνηστο σύζυγο Θεόδουλο Θεοδούλου, γλύπτη.
Πρώτα η επιλογή της μαντινάδας «Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι».  Ύστερα οι γνώσεις της για τις κλωστές από τα φύλλα του αλά που δένουν τα μέλη των αγαλμάτων, κάνουν τα φύλλα του να είναι για την ποιήτρια «λόγχες μνήμης, / αγωγοί πυρομανείς / της μνήμης, / ταξιανθίες, κροσσοί, κρύσταλλοι / της μνήμης, / θύσανοι, στις αποθήκες / του νου και της καρδιάς.» 
Στις Σημειώσεις διαβάζουμε ότι στο εργαστήρι του γλύπτη υπάρχει αντίγραφο του ανάγλυφου έργου του μεγάλων διαστάσεων «Το μάζεμα της αλόης» το οποίο βρίσκεται στην είσοδο του ξενοδοχείου «Αλόη» στην Πάφο.
 Έτσι  ο αλάς υπενθυμίζει την αθανασία της τέχνης μέσω των αγαλμάτων. Το ωραίο όμως συνταιριάζεται με το τρομερό: Τα λατομεία των Συρακουσών στο ποίημα, συνταράζουν με το ανατριχιαστικό, το συγκλονιστικό της ήττας και αιχμαλωσίας των χιλιάδων Αθηναίων της σικελικής εκστρατείας.  Ένα απλό διάβασμα της παραγράφου εκείνης στο Θουκυδίδη, παράθεμα στις Σημειώσεις,  δίνει τραγικές διαστάσεις στο ποίημα, με το τραγικό και το ωραίο να συνοδεύουν τη ζωή και το ταξίδι.
Ποίημα έβδομο. «Στους χιλιόχρονους ανέμους»:
«Περνούμε κάτω απ’ την πύλη της Ευτυχίας / για μιας στιγμής την έκλαμψη», λέει η ποιήτρια.   Αναφέρεται σε πύλες, κρήνες, ποτάμια, γέφυρες, αγάλματα, εκκλησιές, δέντρα κι ο δρόμος που συνεχίζεται κι εμείς μαζί του ακολουθούμε.Μαζί με το ρυθμό του ποιήματος, τα αριθμητικά συσσωρεύουν εικόνες: «διακόσιες εβδομήντα πέντε εκκλησιές / στους χιλιόχρονους ανέμους, / κι εβδομήντα μοναστήρια».                
Η εικόνα δεν χωρεί, απλώνεται έξω από τις σελίδες.
Ἐτσι απλώνεται η ποίηση έξω από το ποίημα και την ποιητική συλλογή.
Ποίημα όγδοο:  Ο Ακράγας. Η  Κοιλάδα των Ναών του Ακράγαντα   με την επανάληψη:  «να μην αρκούν οι ναοί, / οι θυσίες, / στην Ήρα, στην Ομόνοια, στον Ηρακλή / στον Δία τον Ολύμπιο / να μην αρκούν τα τείχη / χιλιόμετρα, /  να μην αρκούν οι σεισμοί, / το τέλος κι η αρχή / η αρχή και το τέλος».
Η απεικόνισή τους εκτεταμένη και παραστατική.
Ο άνθρωπος στη σχέση του με το θείο, οι θεολογικές και φιλοσοφικές συλλήψεις                                                     που αναδύονται μέσα από τους αρχαίους πολιτισμούς.
Μίλησα για ταξιδιωτική πεζογραφία. Κανένας πεζογράφος δεν θα έγραφε, όπως την ποιήτρια στο ένατο ποίημα με τίτλο  «Αίτνα»:  “Άφησα κι εγώ  τα σάνταλά μου στην Αίτνα, / θυσία στο βολκάνο, / από σεβασμό στον Εμπεδοκλή.”  Και τελειώνει, «Δοκίμασα κι εγώ/  το μέλι των ανθέων / της Αίτνας.»
Οι πορτοκαλιές στην περιοχή γιομάτες λουλούδια και μέλισσες, το μέλι ακριβοπληρωμένο.
Μα σ’ ένα ποίημα, έστω κι αν η φράση φαίνεται μονοεπίπεδη, ο αναγνώστης διακρίνει επίπεδα άλλα, πραγματικά και μεταφορικά ύστερα από το θαυμασμό στον Εμπεδοκλή, που παίρνει τις όντως υπεράνθρωπες διαστάσεις του.
Μύθος και θρύλος, επιστήμη και φιλοσοφία μέσα στην ποιητική ομορφιά, πολυποίκιλες φωνές, καλειδοσκοπικές συλλήψεις και ερμηνείες..
Στο δέκατο ποίημα   «Ο Επιζεφύριος Λοκρός», μονολογεί
«ήδη αισθάνομαι από καιρό / ότι αυτά που συλλογίζομαι και ποθώ / προβάλλονται μπροστά μου / και χάνω τη διαφορά. / Τα έζησα / ή ήθελα να τα ζήσω;»                                                                                    
ερώτημα της ποιήτριας, ερώτημα των αναγνωστών, όταν δοθούν ολόψυχοι στα ποιήματα, στη συλλογή, στην πνευματική περιδιάβαση στη Μεγάλη Ελλάδα.
Και παρακάτω, για να πεισθείτε για τη ζωντάνια, την ολοκληρωτική μας συμμετοχή, περιγράφει:
«Ένας Επιζεφύριος Λοκρός / με χαιρετά / καθισμένος στο ιππάριό του / γυμνός έφηβος/  με τα πόδια στηριγμένα στα χέρια / μιας Σφίγγας γονατισμένης / κάτω απ’ το υπογάστριο του αλόγου του, / ενώ τα φτερά της / δίνουν φτερά, / στον καλπασμό του και στη μνήμη μας.»
Η τέχνη ζωντανεύει τ’ άψυχα, διαιωνίζει τα πρόσκαιρα, κινεί το στοχασμό και τη μέθεξη στα τεκταινόμενα, ανεβάζει στον κόσμο των ιδεών.
Στο ίδιο ποίημα, γράφει «Η Σκύλλα και η Χάρυβδη / ενώ κοιμούνται στον μύθο, / ακόμα τρομάζουν / τους άγρυπνους ταξιδιώτες.»
 Ένας μεγάλος ταξιδευτής, ο Όμηρος στην Οδύσσεια, μας περνά από τα μυθικά αυτά όντα, τις Συμπληγάδες πέτρες της Αργοναυτικής εκστρατείας, τα ηφαιστειακής προελεύσεως νησιά.
Οι λέξεις όμως, τα ονόματα,  έχουν δύναμη πράγματι τρομακτική.
Για τους αρχαίους ζωντανούς.» Ενδέκατο.
Ένα ποίημα για τα γιγαντιαία ελληνικά χάλκινα αγάλματα των δύο πολεμιστών που ανασύρθηκαν από τη θάλασσα του Ρηγίου το 1972 και όταν τοποθετήθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρηγίου τα καλωσόρισαν οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της περιοχής: 
«Ἦταν ὥρα νά φανεῖτε… Καλῶς ἤρτετε!» 
Η ποιήτρια θαυμάζει τα τεράστια έργα: 
[...] γλυπτικά σώματα ἀνυπέρβλητα [...] νά μᾶς σκοτώνουν μέ τό κάλλος τους/ νά μᾶς αἰχμαλωτίζει
τό σιντέφι τοῦ βλέμματός τους,/ ἀναδυμένοι ἐπιτέλους/ ἀπ’ τό νερό/- αἰῶνες δοσμένοι τοῦ βυθοῦ –
ὁ Ἰδομενέας κι ὁ Τηθεύς/ ἤ ἄλλοι ἀρχαῖοι,/θεοί ἤ ἥρωες,/ νά μᾶς ἐκπλήσσουν/ γιά τούς ἀρχαίους ζωντανούς/ πού ἀναπαρέστησαν ὁ Φειδίας/ κι ὁ Πολύκλειτος/ κι ἄν ὄχι ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος
τότε ὅποιος ἄλλος ποτέ καλλιτέχνης,/ ἐρωτευμένος ὅμως ἀθεράπευτα/ μέ τήν τέχνη του.»
Αυτός ο έρωτας της τέχνης ωθεί τον γλύπτη στο άγαλμα, την ποιήτρια στην ποίηση, τους αναγνώστες στη μέθεξη των ποιημάτων.
Η ποιητική συλλογή μπορούσε να ιδωθεί μόνο από τη σκοπιά της ζωγραφικής, της γλυπτικής, του κινηματογράφου.
Όμως το ταξίδι οδεύει προς το τέλος.
Το ταξίδι που μας κάμνει σοφούς.


Το δωδέκατο και δέκατο τρίτο ποίημα που έχουν τίτλο «Μαύρη η φωνή, μαύρο το κλάμα»  και «Τα Επιρρήματα» σφύζουν από ζωή και πληρούνται φυλετικού καημού.
[...] Δέν ἄντεξα τῶν Ἀθηναίων/ τίς οἰμωγές στά λατομεῖα./Κάθισα στίς κερκίδες τοῦ θεάτρου
κι ἄκουα τή φωνή τοῦ Αἰσχύλου/ἀπό τήν πρώτη διδασκαλία/ «τῶν Περσῶν».[...] μας λέει η ίδια.   
«Είμαστε αρχαίοι, / είμαστε πιο αρχαίοι από τους βυζαντινούς / είμαστε αδέλφια.» «Εἴμαστε μειονότητα,/ ἀλλά εἴμαστε ἀρχαῖοι ἕλληνες ἐμεῖς./ Ὄχι ἀπό τούς βυζαντινούς, ἀρχαῖοι γκρέτσι, Ἀχαιοί.[...]»
Περήφανα διαλαλούν οι αδελφοί  Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας.

Θουκυδίδης, Αισχύλος, η φωνή της τραγωδίας και της Ιστορίας ή  της τραγωδίας της Ιστορίας αντηχεί στο τέλος.
Το ταξίδι τελειώνει στις 10 Ιουλίου 2015. Σαλέντο- Ότραντο. Προμετωπίδα σε εξήγηση: Ποιος ξέρει, χελιδονάκι, ποια θάλασσα πέρασες κι από πού έφτασες, με τον καλό καιρό.»
Τίτλος του τελευταίου αυτού ποιήματος: «Φτερά από γυαλί», εμπνευσμένο από το Μνημείο, που αντίκρισε η ποιήτρια στο Ότραντο, ένα σαπιοκάραβο που ο γλύπτης Κώστας Βαρώτσος το διαμόρφωσε με τη γνωστή του τεχνική ενσωματώνοντας γυαλιά στην πρύμνη και στην πλώρη.
 Έτσι η ποιήτρια του έδωσε τον δικό της τίτλο «Φτερά από γυαλί» και το χαρακτήρισε ως «μάρτυρα ανοξείδωτο της προσφυγιάς».
Ο καημός της σφραγίζει το έργο της Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου εν γνώσει ή εν αγνοία.

Αγαπητοί φίλοι, το ταξίδι ετελείωσε. Ταξιδέψαμε με τη Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου στα φτερά της ποίησης, tης Ιστορίας, της τραγωδίας, της γλυπτικής, της ζωγραφικής, του καημού της προσφυγιάς,
περιδιαβάσαμε κι εμείς στις ελληνόφωνες περιοχές της Μεγάλης Ελλάδας, άνοιξαν οι ορίζοντές μας, αναθυμηθήκαμε δόξες και μεγαλεία ελληνικά, πολέμους και πολιτισμικές δημιουργίες, συναισθανόμαστε τη σημερινή μας κατάσταση, κι όλα αυτά χάρη στην ποιητική συλλογή
«12+2 ποιήματα για την ελληνόφωνη Κάτω Ιταλία και Σικελία».
Ευχαριστώ.