Ο Μωσής
«Ιλύν γαρ εκτινάξας όμματος νόου ορά τον όντα και μυείται
πνεύματος γνώσιν…»
Ο Μωυσής. Τίναξε λέει τη λάσπη από τα μάτια του νου και είδε
το Θεό και μυήθηκε στο Πνεύμα του, κι εμείς έξω από την εκκλησιά, κοντά
παντελόνια χακκί, της εποχής, με τα σάνταλα ή τα φλιπ φλοπ, της εποχής,
γεμίζαμε τη τσίγκενη σίκλα με νερό, κι αρχίζαμε στο νάρθηκα τον νεροπόλεμο,
καλάμια πού βρίσκαμε- κόβαμε το καλάμι, ανοίγαμε μια τρύπα στη μια άκρη, το
καθαρίζαμε εσωτερικά για να μπορεί ένα κλαρί να μπαινοβγαίνει, στην άκρη του
τυλιγμένο ρουχαλάκι ένα κομμάτι, για να εκτοξεύει το νερό, κι έτσι δούλευε η πιτσίκλα,
τη γεμίζαμε από τη σίκλα, και πιτσικλιάζαμε, κι ο μακαρίτης ο παπάΚωστας μόνος
του στο ψαλτήρι όλα τα έλεγε, ο μόνος ίσως που μετείχε πνεύματος, καμιά φορά λέω,
αδικούμαστε με το άγιον Πνεύμα χωρίς την
εκκλησιά του τη Δευτέρα, όλοι στον καταλυσμό, παρά θίν’ αλός- αλλά την Κυριακή, «διπλογιορτή λέγαμε και καλά καλά δεν ξέραμε
τι σήμαινε», – ο Παπατσώνης, τι ωραίο το Μελτέμι του- μια μέρα εκεί που καθόμουν, είδα απ’ έξω
εκείνο το δέντρο με τα μωβ τα λουλούδια – λίγο γιακαράντα- στο δημόσιο κήπο,
κοντά στο άγαλμα του Μάρκου μας, γραφεία ήταν από πάνω, μέσα στο φως λουσμένο, μια
φωτεινή ομορφιά, έτσι κατεβαίνει λέει, με χίλιες δυο μορφές, να διώξεις μόνο τη
σκουριά από τα μάτια, σαν το Μωσή, να το χαρείς.
‘Αντε, να το αξιωθούμε καμιά φορά, γιατί πολλή σκουριά και
λάσπη τη σήμερον.