Η Ειρηνού
Η Ειρηνού με τα κλαδωτά της, μαντήλα στο κεφάλι, κάπου εκεί
στα λιοχώρια της Λακατάμιας, είχε πολλά ο κουμπάρος, εκεί καταφύγαμε το 58 με
τις ταραχές στη γειτονιά, στου θείου Κόκου και της Χαρίτας, εκεί μάθαμε να
οδηγούμε αυτοκίνητο στα δεκατέσσερα, ήταν ένα μαύρο βαν Φορντ, μέσα στα αλώνια. Ακούμπησε στο ραβδί της, με
κοίταζε περίλυπο, βέλαζαν παρέκει τα πρόβατά της, σκέφτεσαι το σπίτι, τη
γειτονιά, τις καταστροφές, πολλά ακούγονταν εκείνες τις μέρες. Ο κουμπάρος
άνοιγε μπροστά μου ένα όρυγμα, η περιοχή ήταν γεμάτη, τα σπίτια, οι αυλές,
προσπαθούσε κάθε οικογένεια να σωθεί, το 63-64, όσοι μπορούσαν άνοιγαν όρυγμα,
έβαζαν από πάνω ένα αγιωμένο τσίγκο, έκαναν και ασκήσεις προετοιμασίας οι άνθρωποι. Ναι, σκέφτομαι τα
τόσα που τραβήξαμε και συ κι εγώ, από
κανενός το νου δεν ξεριζώνονται, οι βομβαρδισμοί, τα αεροπλάνα του 74, εκεί
στις ελιές του Κύκκου, το έμπεδον. Κι εγώ, αδυνατώ να μαντρίσω εδώ κοντά σας τα
πρόβατα, και με το ζόρι ακόμα να επιβάλουν την παρουσία μου, εσείς ξίδι- ψωμί
στον ουρανίσκο, γλυφό νερό η Ειρηνού. Εκεί στον Άιν Επίκτητο, στου Σκάρου και
της Μοιρούς, ήταν ένας λάκκος στην αυλή,
η Γεωργία δίπλα φώναζε το Σωτήρη, άλλος αυτός, ρίχναμε με το σχοινί μέσα τον
κάδο, γεμίζαμε, ρίχναμε στο κεφάλι νερό χαρά Θεού, ο Αντώνης, ο Πάνος, ο
Χριστοφής, ο Ρένος, ο μικρός Άντης, γευόμαστε, γλυφό νερό μα κρύο, δροσερό. Κι
εσύ αν έρθεις να μαντρίσεις εδώ κοντά, γλυφή και δροσερή θα είσαι, μα γίνεται;
Βάλε φωνή του Λευτέρη, βάλε φωνή της Δικούς, χωρίς αυτούς μόνη δεν κάνεις,
γλυφή θα ‘σαι, μόνη δεν κάνω, γλυφή θα είμαι. Κάτσε καλά, μου λέει, μάζωξε το
νου όπου τον έχεις, ξαναβρές την ψυχή σου που χάνεται, δεν θέλω να ξεγελιούνται
οι άνθρωποι με λόγια, με λέξεις, με ηχηρά ονόματα κι ας έγιναν στίχοι και
τραγούδια, ειρήνη ειρήνη θέλουμε ειρήνη, βάλε φωνή του Λευτέρη, της Δικούς, κι
όλα τα άλλα έπονται.
Τι στέκεσαι, κάτσε, σήμερα γιορτάζεις, γιορτάζει η
οικογένεια. Πολλές Ειρήνες, Ρένοι και Ρένες, χρόνια πολλά! Λεύτερα και Δίκαια
πρώτα.
Κι ειρηνικά, λέει, κι ακολούθησε τα πρόβατα.