Κωνσταντίνου και Ελένης
Χατζηκωστάντινος ήταν ο πατέρας του
Παπάντωνη κι ο πατέρας Κωσταντής κι η
κόρη Κωσταντίνα κι η Αλεξάντρα έβγαλε
Κώστα, το φως του Βουνού, που έλεγε κι ο Σχίζας κι η Ξενού το δικό της στην
Καλαμαριά. Η γιαγιά Ελεγκού, από την Κυθρέα και τους Χρυσοφούς της Βάσας
Κοιλανίου, κι η θυγατέρα της Μαρούλας και του Τάκη Ελένη, να συναχτούν στη σάλα της Ποπούς να τους κάμει
το τραπέζι, όπως τότε, παλιές συνήθειες, οι κυρίες έβαζαν τα καλά τους, έτριζαν
στο περπάτημα, κι άρχιζαν τις επισκέψεις,
με την τσάντα στο χέρι για να βάλουν τα λουκούμια, εκ των υστέρων τα λες και πικροχαμογελάς,
τότε ήταν η μόδα, όχι τίποτα σπουδαία πράματα, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι που
γιόρταζε, τα ’λεγαν ένα χεράκι, τι νέα να είχε μια γειτονιά της χώρας, κι ύστερα από κάμποσο καιρό άρχισαν να γράφουν
στις εφημερίδες το ωραίο εκείνο, η κυρία τάδε δεν θα δεχτεί ευχετήριες επισκέψεις
επί τη ονομαστική εορτή, άλλα ωραία της κενωνίας, δεν ήταν τόσο άτιμη και διεφθαρμένη
τότε, μέσα μέσα στήναν και κανένα φαγοπότι, για δικούς πρώτα κι ύστερα, και για
λίγο πιο ξένους σε μας τα παιδιά, κι έτσι γέμιζε η σάλα, μια μεγάλη κάμαρα, το
αξέχαστο η πιατέλα το ψάρι με σπιτική μαγιονέζα του καιρού εκείνου, και στο
τέλος ανάμεσα στα γλυκά, η σιαρλότα, κάτω παντεσπάνι και πάνω στολίδια τα κομμάτια
το γλυκό καρυδάκι και το κιτρόμηλο, ο συνδυασμός των χρωμάτων και των γεύσεων.
Από την Ελεγκού αποφαινόμαστε τα εγγόνια πως γίναμε μεζετζήδες, πάντα είχε τη
φίζα γεμάτη με τυρί ή λούντζα, έλα κοντά, έλεγε ξεχωριστά στον καθένα, στην
κάμαρά της, ή σαν τηγάνιζε κεφτέδες έδιωχνε δήθεν τα γατιά -στο σπίτι δεν
είχαμε- αλλά ψιτ ψιτ, σήμαινε τρέξτε, μια φορά κι έναν καιρό. Κάποτε τη σάλα την
κάναμε μπακάλικο, τον καιρό του αγώνα, μεγάλη συνοικία, με τις πρώτες τουρκικές
επιθέσεις διαφυλάξαμε το δεφτέρι τα βερεσέδια, να θυμόμαστε. Έρχεται ο
μακαρίτης ο Σαββίδης ο γιατρός, ήμουν μόνος, έχεις ρωτά μακεδονίσι, όχι, κι εκείνος
στεκόταν κι έβλεπε τον μαϊντανό, δεν είπε τίποτε κύριέ μου, έρχεται η μάνα, ο
γιατρός ζητούσε μακεδονίσι τι είναι; Κι έτσι έμαθα και τη Μακεδονίτισσα.
Η εικόνα μας πάντως στην εκκλησιά δεν
είναι του φωτο Ηρακλείδη, βγήκαν ύστερα άλλοι στο μεϊντάνι, καλόγριες και καλόγεροι,
του Σταυροβουνιού και του Αλαμαννού, κάτι μοντέρνα χρώματα, στολίδια περιττά, σαν
τον Ηρακλείδη μας κανένας. Να μας ζήσουν.