Το σπήλαιον
Πάλι κάθεται στα νεανικά του χρόνια στη σπηλιά στον ‘Αι Επίκτητο,
λίγο πιο κάτω κι ο Ευριπίδης στη Σαλαμίνα, θυμάται, εκεί καθόταν , σπήλαιον
αναπνοήν έχων προς τη θάλασσαν, κι έγραφε τραγωδίες, εμείς εδώ τις ζήσαμε και τις
ζούμε επί εικοσιτετραώρου βάσεως, χωρίς διακοπή, κι ακόμα τώρα –λέει- που έχουν
κατοικήσει τούρκοι από τη μια ως την άλλη το χωριό και κτίζουν κι έκτισαν και
καταστρέφουν, τίποτε δεν έμεινε στη θέση του, του Σκάρου το σπίτι ένα μεγάλο μοναστήρι,
με το πηγάδι, καλοδεχούμενος πάντα ο αέρας της θάλασσας, αχόρταγα τα μάτια στην
ομορφιά του τοπίου, κι η καλύβα με τα
καλάμια εκεί στου Τζυρκού, εκεί και το σπήλαιο, κι έτσι σιγά σιγά μεγαλώνοντας,
αποτραβιέται στο σπήλαιο, έξω, διαδηλώνουν στη Λεμεσό, σκοτώνονται στα Ιεροσόλυμα,
εδώ οι Έλληνες της Κύπρου, εκεί οι Παλαιστίνιοι, αίμα και πυρ και ατμίδα
καπνού, φτάνει στο σπήλαιο με τηλεβόα,
με ηλεκτρικές κεραίες και ασύρματους, μα είναι εκεί μια δροσιά, η θάλασσα
ψιθυρίζει, κι αυτός αποτραβιέται όλο και πιο βαθιά στο σπήλαιο, ο ήχος των
πόλεων βρίσκει τείχος απροσμάχητο τους βράχους, γούβες γεμάτες αλάτι, στο βάθος
της σπηλιάς μόνος ακούει τη θάλασσά του, φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Στέλιος Παπαντωνίου