Ενάτη Ιουλίου
Ιουλίου εννέα, βροχερή μέρα, συννεφιασμένος κατάμαυρος
ουρανός, ο Κρίτων χτυπούσε πρωινή την πόρτα της φυλακής, να δω το δάσκαλο, έχω
να του πω, δουλειά δεν έχεις, δεν βλέπεις το κακό, επανάσταση ετοιμάζετε, μπες
μέσα, δάσκαλε στα κουσουλάτα της Σκάλας σε περιμένουν να σωθείς, να πας σε άλλη
χώρα, Κκιόρογλου ευχαριστώ, εδώ θα μείνω, πάτησε πόδι ο δάσκαλος, μαζί με τους άλλους
ιεράρχες ήταν προετοιμασμένοι, ο Μουσελλίμ αγάς έσπερνε φωτιά και μαχαίρι,
πιτσιλλισμένα τα σπίτια από τα γαίματα, παραδώστε τα κυνηγετικά, τα λάστιχα, τις
πέτρες, ο Νικόλαος Θησέας γύριζε στη Λήδρας και πετούσε προκηρύξεις, μια μέρα
με άρπαξε ένας αστυνομικός, εσύ έριξες τα φυλλάδια, άει χάσου μη σ’ αρπάξουν,
με καλό γάλα βυζασμένος.
Τον βρήκα καθισμένο στο τραπεζάκι στο φτωχοκομείο, δάσκαλε
Βασίλη, ποιητή των ποιητάρηδων, καλά μου το ΄λεγαν, ο Όμηρος έσωσε τον τρωικό
πόλεμο, έγινε δεν έγινε κανένας δεν ήταν σίγουρος, να ‘ σαι καλά, κι έπιασε το
κλάμα, θυμήθηκε, τα ‘φερε στο μυαλό, στη μνήμη, στη σκηνή μπροστά, όταν
πηγαίναμε στο σεράγιο, ήταν εκεί η τράπεζα Μπάρκλευς, δούλευε ο πατέρας,
βλέπαμε στο κέντρο τον στύλο, εδώ ήταν η συκαμινιά, έλεγε, που τους κρέμασαν,
τέτοια μέρα, κι απέναντι από το Παγκύπριο η προτομή του Κυπριανού, του
καταθέταμε στεφάνι, τώρα με τις μετακινήσεις του Υπουργείου Παιδείας τον
μετακίνησαν νομίζω, η ψυχή του όμως κυκλοφορεί στους θεμελιούς του Σχολείου μας,
κι αλοίμονό του που δε θα σταθεί να υπερασπιστεί την αγία τράπεζα, κάτω από την
αίθουσα τη μεγάλη των τελετών.
Πολύ θλιμμένο σε βλέπω Βασίλη σήμερα, ναι, ο σουλτάνος
ξαναχτυπά, επενδύεται μεγαλοσύνη και ύβρη, εμείς πιστεύουμε στις μεταφυσικές
δυνάμεις, αμήν και πότε, το κακό επαναλαμβάνεται, η τουρκοκρατία
επαναλαμβάνεται, κι έπιασε να κλαίει, κρατούσα λευκό μαντιλάκι, πάρε να
σπουγγίζεις τα αίματα, των δεσποτάδων, των ιερέων, των προυχόντων, εκεί στη Φανερωμένη
περνά κόσμος και κοσμάκης, χασικλήδες στο πάτωμα, φοβάσαι να περάσεις, η
ιερότητα βαθιά μέσα μας, ο Θεός να κρατά τα δάχτυλά σου να γράφουν, όχι μόνο τα
θλιβερά, μα και καμιά αναστάσιμη προανάκρουση.
Ο Σωκράτης αρνήθηκε, δεν έφυγε από τη φυλακή, πλήρωσε με το
αίμα του τη διδασκαλία του, όπως κάθε καλός δάσκαλος που δεν έχει να αποδείξει
φυσικές αλήθειες μα ηθικές, ούτε ο Γαλιλαίος ήταν ανάγκη να πεθάνει για να
αποδείξει πως η γη κινείται, αφού κινείται, εσύ όμως Χριστέ μου, Σωκράτη και
Κυπριανέ μας, ήταν ανάγκη να παραδώσεις τον τράχηλο στον τύραννο για να
αποδείξεις πως η λευτεριά κερδίζεται μόνο με το αίμα κι η αξιοπρέπεια
σφραγίζεται με τη θυσία.
Στέλιος Παπαντωνίου