Κυρηνείας
ταξίδιον
Να ναι καλά
εκεί που βρίσκεται, στις καρδιές μας, η Στέλλα Σπύρου, να ναι καλά, υγιής και
μακροημερεύουσα και δημιουργούσα, η Ρήνα Κατσελλή, από τα γραφτά τους έμαθα για
το Πελλαπαϊς, όχι τα ιστορικά και φιλολογικά, αυτά τα μαθαίναμε από το σχολείο,
άνοιξε καμιά ιστορία να τα δεις, και για το αββαείο και για την εκκλησιά και
για την αρχιτεκτονική τους, την ομορφιά του την καταθέτουν σήμα όσοι θέλουν ν’
αποδείξουν στους άλλους τι εστίν ωραίος τόπος, αλλά τα κατά το 74 τα ΄μαθα από
πρώτο χέρι από τη Στέλλα, τα βίωσε,
άνθισαν εκεί τα κυκλάμινα κι η δασκάλα
κι οι μαθητές τους, κι η Ρήνα που έγραφε για το Ντόουμ τις ημέρες εκείνες, εκεί
μια ζωή, κι ύστερα- χτες ακόμα- άρχισε
λέει αγώνας σε ξένο αχυρώνα, σε ποιον ανήκει τι, ένα ελληνικό κυπριακό
ξενοδοχείο, οι Κατσελλήδες με τ΄όνομα. Στο Πέλλαπαϊς πηγαίναμε βέβαια μαθητές,
με ευλάβεια μπαίναμε στην εκκλησιά, εδώ ο άμβωνας, εκεί διάβαζε ο καλόγηρος,
δεν ήμασταν όμως συνηθισμένοι στο ημίφως, σαν μια σκιά να σκέπαζε όλο το
εσωτερικό, κι έξω ήταν τόσο όμορφα, με τα δέντρα, τη δροσιά, τα πουλιά που
κελαδούσαν, κι εμείς ένα τσίου τσίου, τόσα είχαμε να πούμε, όχι για το αββαείο.
Έστω και τις λίγες φορές, τον προσκυνήσαμε και
τον Χρυσώτηρο, μήνα Αύγουστο, με τα γαϊδούρια πήγαμε μια φορά από άγιο Επίκτητο,
μια θειά μου έπεσε από το ζω, καλά τα κατάφερε, τίποτε δεν έπαθε, αξέχαστη
διαδρομή, ένα πανηγύρι να απλώνεται σε όλο το γύρο χώρο της μεγαλεπίβολης
εκκλησιάς, με τα ζώα, τα φουρνιά, τις πραμάτειες, στην Ακανθού που ολόκληρη
πανηγύριζε, μια φορά κι έναν καιρό.
Ήταν όμως
και το Κάρμι, εκεί ψηλά σκαρφαλωμένο, στις αετοράχες, έμενε για λίγο ο θείος
Κύπρος κι η θεία Δώρα, από την Αυστραλία, ήρθαν να απολαύσουν τους καρπούς των
μόχθων τους, έφυγαν με καμένα χείλη με τις πρώτες φασαρίες του 64, εκεί ψηλά φάγαμε
το καλύτερο οφτόν κλέφτικον κι ας προσπάθησαν ύστερα να μας το υπομνήσουν
γευστολογικώς στη Λευκωσία, διωγμένοι από το χωριό, εκεί όμως ήταν άλλο πράμα,
σήμα κατατεθέν, άπαξ και διαπαντός.
Τον Άγιο
Γεώργιο το χωριό τον επισκεφτόμασταν μικροί, εκεί στου Ασπρή, μια καλύβα, μια
βράκα μαύρη και σκάρπες, στο χέρι ο δίσκος με τους καφέδες, από τις πρώτες που
παραθέριζαν η Παρασκευού του Σέρβου, της γειτονιάς πλάσματα, κι ύστερα ήταν κι
ο φίλος μου ο κολλητός, ο Γιώργος Δράκος, ανάπαυσον Κύριε, βρήκε εκεί κοπέλα
μορφονιά, κι έτσι κατεβαίναμε στου Μίγγου, άλλες αξέχαστες μέρες και βραδιές,
δεν είναι παραμύθια, εμείς τα ζήσαμε, αναπνεύσαμε αέρα της θάλασσας, κολυμπήσαμε,
κόψαμε τεράτσι από τερατσιά, γλυκαθήκαμε με το κρύο νερό ή το γλυφό του λάκκου,
του Θεού πράματα.
Είναι όμως
κι η άλλη πλευρά του Πενταδαχτύλου, το Βουνό, χωριό του παππού Παπάντωνη,
σκαρφαλωμένο στην πλαγιά, καθόμασταν τη νύχτα κάτω από την κληματαριά, κι
αγναντεύαμε τα φωτάκια της Λευκωσίας, πλάι ο φούρνος να καπνίζει να μυρίζει,
κάτω ο Άις Γιώργης του Βουνού περιπολούσε, ως το Συγχαρί, ως τον Κουτσοβέντη
και τον Άγιο Χρυσόστομο, με το γούμενο πρόσχαρο να φιλοξενεί και να ξεναγεί,
πάνω ψηλά τα Σπίτια της Ρήγαινας, είχε να λέει η μάνα μου για την μόνη στη ζωή της
ανάβαση.
Τώρα
βρισκόμαστε σε μεγάλη κατάβαση, σε βάραθρα κατασκότεινα, η ελπίδα πεθαίνει
τελευταία, μάλλον δεν πεθαίνει, μια καντήλα μια φλογίτσα στο σκοτάδι, ο Θεός
ξέρει.
Στέλιος
Παπαντωνίου