Στέλιος Παπαντωνίου
Μήδεια
Τις συμπληγάδες πέτρες κατασχίζει ο Ιάσονας, ακίνητο τον
περιμένει το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια την κατάλληλη στιγμή στο πλευρό του, στέφεται
η δούλη των θεών, ταιριαστό ζευγάρι, ο χρυσός κι ο άργυρος η υποβρύχια δύναμη,
το άτμητο υπερπηδά το κοινό, κι οι
φτωχοί στη μιζέρια και στον πόνο των ανθρώπων, στην απλή χαρά της φτώχειας, τα
πλούσια τη πτωχεία, στην απλή ζωή του μεροκαματιάρη, του λιτοδίαιτου, που
απολαμβάνει την ελιά και το τεράτσι, τον οίνον, τον σίτον και το έλαιον. Αχόρταγος
ο Ιάσων κυβερνά, σπέρνει εδώ κι εκεί τα κοπελούδια του, να τα στεγάσει στα
δάση, κάτω από τα πεύκα, τα δέντρα προσκεφάλι τα παράθυρα, τις πόρτες, κάθε
παιδί απλώνει κι ένα δίχτυ όλο και πιο
πέρα, το χρυσόμαλλο δέρας κυβερνά, κατευθύνει, άναρχο κι αόρατο, κατατρώει τις
πέτρες, τα χώματα, το συρματόπλεγμα ο
ένας του άλλου, κανενός δεν είναι δικά
του, της μάνας τους, της Μήδειας, μια άλλη μορφή δικής μας μάνας, άναρχος
άκοσμος απάνθρωπος νόμος κατευθύνει τους βροτούς μυστικά.
Ο Ιάσονας υπεραίρεται, εκμηδενίζει τη Μήδεια, εκτροχιάζει
τις σιδηροδρομικές γραμμές, ανεβάζει άλλη κόρη στο θρόνο, με τον πλούτο και τα
στέμματά της, του Κρέοντα κόρη, μέγας δυνάστης τα δάση τώρα κυβερνά, ω
κερδοφόρες επιχειρήσεις, κι εγώ για τι να μη, ο άλλος γιατί να, όλοι το ίδιο
κάνουν, η πιο ανήθικη δικαιολογία.
Και, Ω τα φίδια και τα φλεγόμενα στολίδια που της στέλνει η
προδομένη, το μίσος της πληγωμένης γης, της ανομίας τέρας, κάθε τρίχα των
μαλλιών της ανάβει στο σκότος, αρπάζουν οι πευκοβελόνες φωτιά, της αδηφάγου φλόγας τέκνα, της
συρίζουσας και θυελλώδους, της μεμετρημένης με μποφόρ και με αόρατες δυνάμεις,
ορατές από δορυφόρους. Λυγίζουν τα σίδερα, τα κεραμίδια ξαναγίνονται χώμα, το
νερό ασφυκτιά, οι φλόγες εκπορεύονται, οι σάρκες λιώνουν, τα κόκαλα στάχτη,
πάνω από τους γκρεμούς της άγριας θάλασσας το κατακαίον πυρ, οι αθώες ψυχές των κεκοιμημένων και
αγνοουμένων, η Μήδεια κατατρώει τα τέκνα της, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός
πολύς, κλαίει τα τέκνα της θορυβωδώς, μυκηθμοί και βροντές, κρύβει ο ουρανός το
πρόσωπο, φοβούνται μην ξεσπάσει στο άγριο κλάμα και καταβυθίσει τα απομεινάρια,
οι ακταιωροί βυθίζονται στο έρεβος του
αγνώστου, δεν είναι αυτή την τίση που περίμενε η δίκη, βγήκαν οι θεοί στον
Όλυμπο κι αναλύουν, εκείνες τις αθώες ψυχές, τα σφριγηλά και γηραλέα σώματα,
δεν είναι χώμα να τα θάψει. Ο πόνος πολύς. Δεν εξεμετρήθη ακόμη.