ΣΠΕΥΔΟΥΜΕ
Γι’ αυτό σπεύδουμε να προλάβουμε, μην μας πιάσει η πυρκαγιά
στο ακρογιάλι, μη μας κάψει την Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, πρόσωπα και
πράγματα ιερά, ναοί κι αγάλματα, εικόνες θείων αγίων, μη γίνουν σκελετοί
καρβουνιασμένοι με μια λύση καύση, μια λύση πνιγμό στη διεθνή σκηνή, με τα φώτα
στραμμένα αλλού, κανείς μη δει το κοιμητήριο γεμάτο, τους ζώντες μηδενισμένους
ή μηδίζοντες, το νησί μου βυθισμένο στα σκοτάδια της μπαρμπαριάς, της βαρβαρότητας,
της ημισελήνου, όσο κι αν κρώζουν τα όρνεα, όσο κι αν ψάχνουν να βρουν άλλες λέξεις
για να με ξεκουφάνουν, να με τυφλώσουν, να τεμαχίσουν το άγιο κορμί, λέγοντας
ξανά και ξανά τις λέξεις «επανένωση, διχοτομιστές, εθνικιστές, εθνοσωτήρες, υπερπατριώτες»,
δεν μας φοβίζουν οι λέξεις, ξέρουμε το λεξικό και το λεξιλόγιο, μελετήσαμε κι
αγαπήσαμε τον ελληνικό λόγο από αρχαιοτάτων ως σήμερα, οι προφεσόροι ήταν ακόμα
στην κούνια τους, βύζαναν ξένο γάλα, δεν έζησαν τη γειτονιά, δεν χόρεψαν σε
γάμο στο χωριό, δεν άκουσαν καμιά φορά το Χριστός ανέστη στο νάρθηκα, δεν
έκαμαν παρέλαση στις κοσπέντε του Μάρτη, γι’ αυτό και νομίζουν και νομίζουν και
νομίζουν, κάλπικο νόμισμα. Άνομα και παράνομα, πλάσματα της λόγχης και των
ορδών του Αττίλα, πλάσματα του μεγαφωνικού μιναρέ, της μεσοβέζικης ζωής, της ναι
μεν αλλά, ας μη μπαίνουν στον κόπο, ας μη δυσανασχετούν πως υπάρχουν ακόμα στον
τόπο πεισματάρηδες, έτσι μας δίδαξε η ζωή, η ανάγκη για επιβίωση, η ανάγκη να
σωθεί ο ελληνισμός στην γωνιά αυτή της γης, με τις θάλασσες και τις ελιές, τις τερατσιές, τον εύοσμο ποταμοείτονα στην
άκρη του δρόμου, να μας κρατά συντροφιά στη ζωή και στο θάνατο, ελληνικό κι
ελεύθερο. Γι΄ αυτό σπεύδουμε.
Στέλιος Παπαντωνίου