ΕΚ ΤΑΦΟΥ
Την εκ τάφου ανάσταση των μυστικών φωνών
προμηνούσαν ιριδισμοί χρωμάτων στον ορίζοντα, χίλιοι χαιρετισμοί εκπορεύονταν
από το χώμα, τα κυπαρίσσια και τα πεύκα συγκλονίζονταν σύγκορμα, η ακακία
ριζωμένη στην άκρη του καλντεριμιού άκουε τα κελαδήματα των πουλιών, άναβε τα
ρόδινα φωτάκια της μισοκλείνοντας το μάτι στα παιδιά της γειτονιάς, μη
ξεχνώντας πως κάποτε την μάλωναν, όταν απαγορεύονταν τα παιχνίδια στους
δρόμους.
Η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνη, το γλωσσίδι της χοροπηδούσε ιδρωμένο,
κατέβαιναν ήρεμα οι άγγελοι, περνούσαν πρώτα από την εκκλησιά
να ευωδιάσουν τα φτερά, να πλύνουν τα χέρια με ροδόσταμο από τη μερρέχα κι
ύστερα ν΄ανέβουν να χαιρετήσουν όλους τους παραγνωρισμένους αγίους στα παλιά
εικονίσματα ψηλά στο γυναικωνίτη.
Τις νύχτες η Μαρία ξαγρυπνούσε καθισμένη πίσω
απ' τη μεγάλη πόρτα της εκκλησιάς περιμένοντας το γιο της, πάλι βγήκε έξω, πάλι
θα γύριζε με τις πόρνες και τους πορνοβοσκούς, τόσο που πλήθυναν αυτό τον καιρό
στη Λευκωσία. Και στα στέκια τους να πάει και να τον αναζητά θα την παρατηρήσει
αύριο, Εσύ, Μητέρα, δεν πρέπει ν’ ανακατεύεσαι
μ΄ αυτές τις αντρίκειες δουλειές, όπως κι ο Τηλέμαχος την Πηνελόπη. Και
τώρα τι να πει; Κάθεται και περιμένει σαν καλή μάνα, σαν τις παλιές μανάδες,
σαν τη δική μου.
Κι όταν επιστρέψει κι ανέβει στο εικόνισμά του
και κάτσει στο θρόνο του και καταλάβει την τιμητική θέση, αυτή θα πάει σιγά
σιγά στις μύτες των ποδιών να τον σκεπάσει, παρόλο που ξέρει πως δεν κρυώνει,
αλλά πιστεύει πως η αγάπη δεν πρέπει μόνο να υπάρχει μα και να φαίνεται.
Εκείνος ο Ιωάννης μόνο ο Πρόδρομος δίπλα του,
ξινίζει τα μούτρα, ας τον να
σκληραγωγηθεί, θα ’χει πολλά να πάθει στη ζωή του, μη μου τον κανακεύεις,
δεν είδες εμένα η Ελισάβετ, μια ζωή ξυπόλυτος
και δεν ρώτησε αν τρώω ακρίδες
ή αν ξέρω από σάνταλο.
Η Μαρία το κατέχει πως ο Ιωάννης θα ΄χει δρόμο
άγριο να περπατήσει, φίδια κι όχεντρες τη φτέρνα του θα δαγκώσουν, μα θα
κορδακιάσουν μπροστά στη λάμια τη μαινόμενη μαινάδα την Ηρωδιάδα και σιωπά η
θεία Υπομονή και Παραμυθία.
Στο μεταξύ ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανέμενε σε
στάση προσοχής τις διαταγές, θα 'πρεπε να κομίσει την καλήν αγγελίαν, γι΄ αυτό
λούστηκε τ΄ ανθόνερο, έβαλε τα λευκά φρεσκοπλυμένα χιτώνια, έδεσε τα σανδάλια
μην του βγουν στη βιασύνη, γυάλισε το πρόσωπο, η χτένα στο χέρι πήρε, κρίνο και
δάφνη και μυρσίνη, έτοιμος για το μεγάλο γεγονός της 25ης Μαρτίου
και της 1ης Απριλίου του 1955-59.
Κατέβηκε απ΄ τα νέφαλα, ο νεφεληγερέτης τον
προέπεμψε ως τα ξωπόρτια, είδε κάτω στα πόδια του τα φωσάκια της Λευκωσίας όπως
τα’ βλεπε ο παππούς από το Βουνό ψηλά εκεί με την ερημική εκκλησούλα τ΄ Άι
Γιώργη και κατήλθεν ωσεί περιστερά.
Άλλοι τότες είδαν καράβια στο γιαλό, φορτωμένα
ελληνόπουλα, άλλοι έβλεπαν σημαίες να
πλαταγίζουν στον ουρανό κι η μάνα μου με το καπνιστήρι στο χέρι
κάπνισε τον
΄Αι Γιώργη στη Χλώρακα, την ώρα που ζωσμένος όπλα και πυρομαχικά
πολεμούσε να σκοτώσει τον λέοντα.
Σε γνωρίζω από την κόψη, έγραφαν τα παιδιά
στους δρόμους στους τοίχους
και τη ζωγράφιζαν στον πίνακα της τάξης τους
σαν Αθηνά σαν Παναγιά κι αυτή στο άκουσμα του αρχαγγέλου έπεσε στα γόνατα κι
άρχισε να ψάλλει την τιμιωτέραν ωδήν της, ενώ στην εκκλησιά μας οι ψαλτάδες
πατούσαν τον ψηλό νη στην Υπερμάχο.
Ο Τηλέμαχος έριξε το καράβι στη θάλασσα να
πάει να ρωτήσει για τον πατέρα του
στα φιλικά ρηγάτα, σκοτώθηκε στο δεύτερο
παγκόσμιο, χάθηκε στον εμφύλιο, από τη Μικρασία γλίτωσε, ήρθε εδώ στα σοκάκια
της Λευκωσίας, νυμφεύτηκε και τώρα
αγνοείται η τύχη του για δεύτερη φορά. Η
γιαγιά ρώτησε μια τσιγγάνα και της είπε
πως δε θα
’ν η τελευταία.
Ο Αρχάγγελος σαν εξετέλεσε τη διαταγή ανέβηκε
μεμιάς ολόλαμπρος στον ουρανό,
δεν κάθησε στης Καλυψώς ούτε στης Μαρίας ούτε
ποτήρι νερό να πιει στην αυλή της, μια
καμπανούλα όμως την έκοψε απ΄ τη φραγή, να θυμάται τα γήινα σαν μαραζώνει.
Κι αμέσως συνάχτηκεν η λεβεντιά, με τις βράκες
με τις βούρκες με τα κεφαλομάντιλα, στα λημέρια του Κύκκου κι ύστερα στου Μαχαιρά
να πιουν ζιβάνα,
ν΄ ανάψουν φωτιές, να γράψουν οι φυλλάδες για
το άδικο, για τον αγγελιαφόρο των Περσών που κίνησε από τη Σαλαμίνα για το
Λονδίνο, ν΄ αναγαλλιάσει ο τόπος,
να χαρεί ο μικρός Χριστός, μαθητούδι δώδεκα
χρονών του Γυμνασίου.
Η Λευκωσία τις ημέρες εκείνες γέμισε
θηριοτροφεία, τα 'φεραν από την Αφρική,
ρίχνονταν οι χριστιανοί στα λιοντάρια,
βρυχηθμοί κι ολολυγμοί ολημερίς κι ολονυχτίς κι όμως αυτοί με το χαμόγελο στα
χείλη, εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, ηφαιστειογενείς καρδιές
κροκάλες.
Σ΄ όλο τον άλλο κόσμο τα παιδιά κάθονταν
φρόνιμα στα θρανία κι αυτοί ρίχναν τις στέγες των Βιβλιοθηκών πετροβολώντας
κάτω τη θολούρα, δεν απομνημόνευαν την Ιστορία γιατί αυτή προτιμούσε τη
βιωματική προσέγγιση εξετάζοντας στους δρόμους, στο ικρίωμα, στα κρησφύγετα και
στα Φυλακισμένα Μνήματα, κάτω από την οσμή της δακρυγόνας.
Τι άλλο ύστερα απ΄όλα αυτά μπορούσαν να κάμουν
οι μνηστήρες, παρά να θαυμάσουν το μικρό Τηλέμαχο κι ύστερα να σεβαστούν, έστω
και επιφανειακά,
τη μάνα του. Η Πηνελόπη κατέβη απ΄το
γυναικωνίτη ν΄ ακούσει κι αυτή το Φήμιο που τραγουδούσε των Αχαιών τα πάθη. Κι
άρχισε τότε να λαλεί με την κιθάρα στο χέρι, ο ξακουστός τραγουδιστής τα πάθια
των ανθρώπων και των θεών που γίνηκαν
αιώνια τραγούδια.
«Έναν τραούιν να σας πω για τους λεβέντες
τούτους
Π’ ανοίξασιν τα στήθκια τους τζι εφύσησεν
αέρας
Πο’
σάρωσεν ερείπια το κλάμαν της Αροδαφνούς
Τζι έσπειρεν
Τα δώρα τούτα της Λαμπρής
τζιαι τα Χριστός Ανέστη.»
Η Πηνελόπη δάκρυσε κι ανέβη στο μπαλκόνι να
ακούει μόνη κι έρημη, θυμούμενη την Κόρη που πήρε τους δρόμους μοναχή κρούοντας
χρείας θύρες. Το ποδάρι της αίματα κι αγκάθια, μέσα από τα μνήματα παιδιά να
κλαιν, προσμένοντας καβαλλάρη τον Άι Γιώργη, τον Ρήγα τον Βελεστινλή και τον
Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Κι η Ψυχή της Πολιτείας βιάζονταν να γδυθεί της αμαρτίας το ντύμα κι έβγαζε ένα
ένα τα πέπλα ως άκουε συγκλονισμένη τον
Ιωάννη τον Πρόδρομο να ουρλιάζει
Μετανοείτε, μα η ανομία υπερεπερίσσευεν.
Ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να μάθει, η Ροδαφνούσα ν’ αλέθουν με το χερομύλι στην
κοιλιά της και τα παιδιά να πετροβολούν τα καμιόνια, να κουβαλούν όπλα
στις θήκες των βιολιών ως τη θηλιά και την
καταπακτή.
Ο Τηλέμαχος μελέτησε την κατάσταση με το
Μενέλαο και την Ελένη κι επέστρεφε φέρνοντας τ΄αναγκαία του πολέμου. Πήδηξεν από
το πλοίο στη στεριά, κουβάλησε κάμποσες κάσες όπλα και πυρομαχικά στα βράχια, οι
Τουρκαλβανοί του Αλή πασά
τους μυρίστηκαν σαν κυνηγετικά, τους άρπαξαν,
τους αλυσόδεσαν, τους ρίξαν στα μπουντρούμια, μα ο παππούς είχεν ήδη σπείρει το
χωράφι, τα πουλιά άλλο σπόρο τον έτρωγαν, άλλο τον κουβαλούσαν, όπου χωράφι
γόνιμο να πιάσει να καρπίσει.
Κάποτε ο Τηλέμαχος δραπέτευσε, πέρασε στα
κρυφά κι από την εκκλησιά μας,
βρήκε το μικρό Χριστό, πάμε στη διαδήλωση κι
αυτός τρέχοντας με την ελληνική σημαία έξω από το Παγκύπριο κι όλοι εμείς να
τους ακολουθούμε.
Πάμε στης μάνας μου της Φανερωμένης δοξολογία,
κι εμείς Ένωση ένωση φωνάζοντας, γονατιστοί στην Παναγιά, τους ροπαλοφόρους
κυκλωμένοι,
να ματώνουμε, κλαμένο δακρυγόνο αλύπητα
χτυπώντας μας κι η μάνα μου να βγαίνει στο σοκάκι κι η Παναγιά με τις ασημένιες
κι ολόχρυσες πουκαμίσες της
να τόνε βλέπει να τον πυροβολούν στην
Αμμόχωστο τον Πετρή και να φρενιάζει:
Έτσι μας έκαμες και στα Ιεροσόλυμα να σε
ζητούμε και να μη σε βρίσκουμε
κι εσύ στο σπίτι του Πατέρα σου.
Ναι ακόμα και στο σπίτι του Πατέρα μου θα
κηρύσσουμε το λόγο της Ανάστασης,
θα καλούμε το λαό στα Πάθια της Αντίστασης, θα
παίζουμε πέντε πέτρες τα τραγούδια που ευφραίνουν τους ήρωες.
Ο μικρός Χριστός κρυφά γέμιζε μπουκάλες
βενζίνη κι έβαζε φωτιά στα εγγλέζικα αυτοκίνητα, τον περίμεναν οι φίλοι του
κάτω στη ράχη του Ιορδάνη ποταμού
να ετοιμάσουν την άλλη έφοδο, ενώ ο Μιαούλης
κι ο Πιπίνος κι ο Κανάρης
το βράδυ στο Καφενείον τα Ελευθέρια τον
κατηχούσαν στα μυστικά της τέχνης τους
κουτσοπίνοντας και διηγώντας.
Τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής συνάχτηκαν να
παν έξω από τις Φυλακές
θα κρέμαζαν στο Ξύλο το μικρότερο, σχεδόν
συμμαθητή τους, να ψάλλουν μαζί
Έκστηθι φρίττων ουρανέ, δεν είχε ανάγκη αυτός
από θάρρος μα έπρεπε αυτοί να μεταλάβουν, ν΄απλώνεται το μαύρο χαμπέρι από
Απόστολο Αντρέα ως τον Πύργο
από Κερύνεια ως Αμμόχωστο.
Ο Τηλέμαχος προσπαθούσε να πηδήξει από τους
τοίχους μέσα στις φυλακές,
όποιον βρει μπροστά του να τον γρονθοκοπήσει,
ο μικρός Χριστός έμεινε στο ιερό για προσευχή κι εμείς έξω από τις φυλακές
περιμέναμε με τα κεριά αναμμένα τον ήρωα στις πασχαλιές ζωσμένο.
Οι Ιουδαίοι διέδωσαν πως έκλεψαν το σώμα του
Νεκρού ενώ κρεμόταν από την αγχόνη, κατηγορούσαν τον Τηλέμαχο, έφεραν
ψευδομάρτυρες, τον είδαν, λέει, να το αρπάζει και να πετά σαν Αθηνά μέσα από το
φεγγίτη της φυλακής και να εξαφανίζεται.
Εμείς επιστρέψαμε το πρωί στο σπίτι, κάτσαμε
γύρω απ’ το τραπέζι και τον κλάψαμε μαζί με το Γρηγόρη, Σήκωσες και δεν σηκώσαμε, πικράθηκε στο στόμα το ψωμί,
μα τουλάχιστον αυτόν τον είδαν όλοι ν΄ ανεβαίνει αετός τα νέφαλα και να απλώνει
τις φτερούγες ν΄ αγκαλιάζει όλο το νησί κι ακόμα χερσόνησο ήπειρο πλανήτη.
Ο Πέτρος τους περίμενε στον παράδεισο, ο
Πλάτων στον υπερουράνιο τόπο του,
ο Κάντιος στο Βασίλειο των Σκοπών κι ο
Μπερτιάεφ κρατούσαν δέλτους και ειλητάρια, τ΄ άπλωναν να πατήσουν, ενώ η λάμψη του προσώπου τους
αντιφέγγιζε το χαλκό της πατρίδας.
Σ΄όλες τις εκκλησιές έγιναν λειτουργίες, να
μετουσιωθεί το Αίμα και το Σώμα τους,
να μεταλάβουμε θυσίας και αθανασίας,
μοσκοβολούν οι εκκλησιές στη μυρουδιά του νάματος κι ο Αμνός σπαρταρά στο
Ποτήρι.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας διαβαίνει την ωραία
πύλη, ο πατριάρχης ευλογεί το λαό και πορεύονται μαζί στην κόγχη του ναού μετά
το κοινωνικό.
Αυτή ανοιγοκλείνει και τους δέχεται κι από κει
ψηλά από μια μυστική πορτούλα
φτερουγίζουν στα ουράνια.
Ο Χριστός μεγαλώνει παράξενα, δεν τον
προλαβαίνει τους χιτώνες η Μαρία, ράβει μερόνυχτα και δεν τελειώνει, πώς
μεγάλωσαν τα γένια σου Παιδί μου, πώς πλάτυνε η καρδιά σου, πώς μου χάνεσαι από
τη μια στιγμή στην άλλη, τη μια σου μιλώ, την άλλη σε χάνω στο θέλημα του
πέμψαντός Σε Πατρός, ας γίνει το δικό Του.
Ο Ιούδας δεν ήταν ο μόνος προδότης, μα κάποιος
έπρεπε να πληρώσει, το ΄χουν συνήθειο τον αποδιοπομπαίο τράγο, είτε Χριστός
είτε Ιούδας, ο καθένας θα πληρώσει να εξιλεωθεί ο λαός, η μοίρα του το θέλημα
του Πέμψαντος, όπως το αποφάσισε και το δέχτηκε στους ώμους, ας αναλάβει ο
καθένας το σταυρό του, έλεγε.
Τον περικύκλωσαν μια νύχτα που οι πορτοκαλιές
κι οι λεμονιές μοσκομύριζαν στη Μόρφου, άναψαν δαδιά να δουν το Πρόσωπό του
χαρακωμένο από την Προσευχή,
θρόμβοι αίματος, ο Ιούδας τον φιλά, ο μαθητής
τον διδάσκαλον, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, η σύλληψη, κι ο Πέτρος να
θυμώνει, ατίθασο πάντα αγόρι, μια με τη σημαία στο χέρι και τώρα με το μαχαίρι
κόβει το αυτί του Μάλχου, δεν είναι τρόπος αυτός να λύνουμε τις διαφορές μας,
του είπε κι εμείς ντραπήκαμε, τι να κάμουμε οι μικροί, μας αδικούν οι μεγάλοι
και πώς ν’ αντιδράσουμε.
Τον έπιασαν, τον πήραν σηκωτό με συρματόπλεγμα
σκουριασμένο στο κεφάλι
να γιουχαΐζουν να τους σιχαίνεσαι, να βρίζεις,
να κλοτσάς τις πέτρες, κεφάλι μου πού να σε χτυπώ και τι να γίνει τώρα.
Η μάνα του σαν τ΄ άκουσε σέρνει φωνή βόδι
μουκανά της παίρνουν το σπλάχνο
γδέρνεται στο πρόσωπο και στο λαιμό φύρνεται
κι οι μανάδες της γειτονιάς μου
τρέχουν, τη συνεφέρνουν κανάτες με νερό κι
αγκάλες .
Ο παπάς έπιασε να τραγουδά το θρήνο της
Παναγίας
άδε μαντάτο σκοτεινό τζ΄ημέρα πικραμμένη
επιάσαν τον υγιούλλην μου
Οι μανάδες κατέβηκαν από τ’ οδόφραγμα με τις
φωτογραφίες των δικών τους,
κόσμος πολύς στην εκκλησιά μας, τους έφεραν
όλους την ίδια μέρα για ταφή,
άλλους από τα βουνά, τις Φυλακές, τα
Κρατητήρια, τα Κρησφύγετα και τους αχυρώνες, από τις πόλεις και τα χωριά,
άλλους Αγνοούμενους Ετεροχρονισμένους
να’ χουν μεγαλώσει τα γένια τους, πέθαναν στα
νιάτα τους και τους θάβουν παππούδες, άσπρα γένια ζαρωμένο δέρμα, τόσα χρόνια
να περιμένουν τη σειρά τους.
Κι Αυτός, ο πρώτος κι αιώνιος, τυλιγμένος στα
λουλούδια, να μυρίζει άνοιξη,
να του τραγουδούν τα κορίτσια Επιτάφιους
Θρήνους κι ο Παύλος να στέκεται στο θρόνο του δεσπότη για τον επικήδειο
Εμείς δε οι περιλειπόμενοι να περιμένουμε ν’
αρπαγούμε εις απάντησιν του Κυρίου
εις αέρα και όλοι να βρισκόμαστε μαζί στον
ουρανό και στις νεφέλες, στα φωτεινά παλάτια με τα πολυκάντηλα κι ο μεγάλος πια
Χριστός να χαίρεται σαν βρέφος.