Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

τω καιρώ εκείνω


Τω καιρώ εκείνω

Ξαναζώ στην αγκαλιά σου, ξανοίγω τα βλέφαρα
, δεν κοιμάμαι, δεν ονειρεύομαι, βρίσκεσαι τόσο βαθιά μέσα μου, στα πουπουλένια μου σύννεφα, στις πτυχές των έσω χιτώνων μου, στ΄ αραχνοΰφαντα σωθικά μου, κι όταν ανοίξω το στόμα μου μιλάς, κι όταν πάρω να γράψω τρέχεις πριν από μένα, νικητής του θανάτου, όμορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία, ως είπε ο ποιητής.

Δυο τρεις καρέκλες, το τραπεζάκι , το κρασί, να συμπλαστούν καμιά φορά συνδυό, συντρείς, τσουγκρίζουν τα ποτήρια προπάπποι, πάπποι, εγγονοί, δισεγγονοί, δένουν τα δάχτυλα , σιωπή. Χτυπά αραχνιασμέν΄ η πόρτα, πέφτει, οι προπάπποι με τη βράκα, τη ζώστρα, τις σκάρπες, ίσως να μην αντάμωσαν ποτέ, να μην ήπιαν μαζί το κρασί τους, καιρός  να μας τα πούνε , να τα πούν. Δεν έχουμε καιρό.

'Ησυχο το σπίτι στο χωριό, τα ζα στο στάβλο, κι ο προπάππος σηκώνεται ως αλέκτωρ εφώνησε,  στη νηστιά η γυναίκα του το κρασί να ζεσταθεί, όλη μέρα στον κάμπο ζευγολάτης, να βουτήξει το ψωμί στο κρασί μια καντήλα, ως το βούττημαν ήλιου, ο προπάππος με τις βράκες, τις ποδίνες, την πλατιά ζώστρα, που 'δεσε το γιο στη συκομορέα, να μην παραβαίνει τις εντολές του, τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβεν.

Κι αναθιβάνει να τα πει ο πιο μεγάλος πρόπαππος, στ΄αλώνι με βλέπεις κι ύστερα κρεμαλίζομαι στα δέντρα, πολλά τα στόματα, λίγο το στάρι, μέρα τη μέρα μαραζώνουν τα παιδιά κι ένα ποτάμι μες απ' τα δάχτυλά μου βογγά να δροσίσει τα πουλιά μου, να βγάλουν φτερά, να κυνηγήσουν δρόμο το δρόμο, μακριά από  τον κάμπο, στη Χώρα.

' Ετσι είπε και θρήνησε, ο προπάππος με τις βράκες, τις ποδίνες, την πλατιά ζώστρα, το κεφαλομάντηλο.


Τω καιρώ εκείνω, πεδιάδα, συκιές , χρυσομηλιές, το ποτάμι να διασχίζει το χωριό, παρέκει βάφτιζε ο Ιωάννης ύδατι, πρασινάδα ν΄απλώνει τη δροσιά της, ν΄ανοίγει την καρδιά τους, να συνάγουν στην αποθήκη το λίγο καρπό, κι ο γερο παππούς  να θυμάται τη Χώρα, σαν ήρθε κι έμενε στους νοτάδες τ΄΄Αι Σάββα, να μάθει την τέχνη του παπουτσή, ο άλλος ήταν σκηνοποιός, σιγά σιγά να γίνει μάστορης με το μαγαζί του, τους καλφάδες, τα τσιράκια τρία και τέσσερα, από το Συγχαρί, το Βουνό, τη Λακατάμια, ο Αλέξης, ο Κύπρος, ο Κωστής, να χτυπούν το σκαρπέλο, να ράβουν το βάρτουλο, να διαλέγουν το μεσιήνι, το βιδελάκι, τρίχες καμήλου και ζώνη δερματίνη κι ύστερα, το μεσημέρι, όλοι μαζί τη ρέγγα, το κρασί, κουκιά με λάχανα, ακρίδες και μέλι άγριο, πέντε άρτους κι έναν ιχθύ για τους περαστικούς, στην οδό Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, οι χτικιασμένοι ξένοι που μας τ' άρπαξαν, όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων.

Κι αφού ήρθε και κατώκησεν εις γην Καπερναούμ, εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, στο πύραυνο τηγάνι, δεν είναι γατιά, η γιαγιά τα διώχνει, "ψιτ, μακριά" και τα εγγόνια τρέχουν στο σύνθημα, ν’ αγάλλεται ως ουρανοί.



 Οι μυρουδιές απ' το γιασεμί τον μεθούσαν, έφερνε στο σπίτι την οντζιαρού
, να κάτσει στο παραπόρτι, λίγη ντομάτα λίγο αγγούρι κι η μεζετζού η γιαγιά μ' άγρυπνο μάτι. 'Αγραφα τα λόγια του τα κρατούσε στον τάφο δεμένα μέσα στο μαντίλι, κι όμως σαν τ΄άνοιξε η γιαγιά ελεφαντόδοντο χρυσάφι.

Από το στενό γυρνούσαν τουρκάλες με το φερετζέ στις αυλάδες τους κι εσύ ο μικρός,  χλοϊσμένη καρδιά, μύριζε νοτισμένο το χώμα, ράντιζε το δημαρχείο, τα χελιδόνια μπαινόβγαιναν κι ο πατέρας με το ποδήλατο στην ανηφόρα για το βουνό. 

Ώσπου ήρθεν ο Απρίλης, κανείς δεν ήξερε πώς λέγονταν, μόνο που περνούσε απ' ανάμεσό τους χαμηλοβλεπούσα , ντροπαλή, με μια καρδιά φλογισμένη, με τα χέρια μέγκενη, κι αυτοί ξεφόρτωναν καΐκια,  σιγομουρμουρίζοντας για μακελειό. Ξάφνου μεταμορφώνονταν  
αγριόγατα και λιόντισσα, μια να γυρίζει τα χωριά, να σεργιανά στις   πόλεις  ν΄αφουγκράζεται τις φωνές των νερών και των κυμάτων, στο ξύπνιο της να αναρριπίζει τις φωτιές τ΄αϊ Γιαννιού, να λούζεται ροδόσταμο, τ΄ αμούστακα να πέφτουν στην ποδιά της κι αυτή να κόβει λούλουδα να ρίχνει σ΄όσους άνοιγαν τις φλέβες για χατίρι της. Χαρά τους.

Ώσπου ήρθεν ο Ιούλης κι ο Αύγουστος,  δεν ήταν άνεμος να φυσά να παίρνει τα σπίτια, ν’ ανασκαλεύει τα κεραμίδια, να χτυπούν πορτοπαράθυρα στην ερημιά της κουρτίνας, η φοινικιά ηρεμούσε, δεχόταν τα χάδια του ήλιου, άφηνε τις αχτίδες του να τρεμοπαίζουν με τα πελώρια κλαριά της, περίμενε να τα κόψουν να στολίσουν την πόρτα της εκκλησιάς να ΄ρθει Εκείνος, ο κύκλος ανεβοκατέβαινε στους ίδιους ρυθμούς μελίρρυτους, ιλαρούς, γαλήνιους, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία, κι ύστερα θάψαμε τους παππούδες, τις γιαγιάδες, ευτυχώς δεν είδαν τα ερείπια, πώς αναψοκοκκίνησε το φεγγάρι πάνω από τα τείχη της Λευκωσίας, δεν είδαν τα μπαϊράκια, δεν είδαν τον μπαϊρακτάρη, μην ανοίξετε τα μάτια. Παρακαλώ σας!

Στέλιος Παπαντωνίου