Της Λεμύθου περδίκια
κι αηδόνια
Τα βλέπαμε
στην άκρη του δρόμου τα περδίκια, πηγαίνοντας στη Λεμύθου, από το κακάρισμά
τους έμαθαν οι χωρικοί τη μουσική, παλιά λέω, στην αρχαιότητα, φαντάσου τον
άνθρωπο μόνο στη φύση, ν’ ακούει το κελάδημα, τα λαλήματα, πρώτη δεύτερη φωνή,
και τις νύχτες κάτω στην ποταμοσιά τ’ αηδόνια, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, τα
παιδιά έμεναν στο οικοτροφείο, όλοι μαζί τρώγαμε το μεσημέρι, δάσκαλοι μαθητές,
εκεί κατέβαινε εξ ουρανού κι η τύχη, πώς μας ταίριαξε, ο καθένας για τους
άλλους κι οι άλλοι για τον ένα, ως σήμερα πενήντα χρόνια πέρασαν, η φιλία δεν
σταμάτησε, τραβά το ποτηράκι της μέσα μέσα, οι μαθητές που μας βλέπουν, χαρά
μεγάλη που τους βλέπουμε, προοδευμένοι άνθρωποι, μερικοί συνταξιούχοι, στο
τραπέζι όμως έπρεπε να γίνεται λόγος, κι έτσι ο πρώτος τη τάξει καθόταν το
βράδυ, παπαγάλιζε κανένα άρθρο της εγκυκλοπαίδειας, τι λέτε κι εσείς κύριε….., τι
να πω, εγώ είμαι αδιάβαστος, πρώτη χρονιά στο επάγγελμα, μόλις που προλάβαινα
να ετοιμάσω τα μαθήματα της επομένης και μου ’δωσε ο αφιλότιμος εφτά
προετοιμασίες, είσαι με τα καλά σου άνθρωπέ μου, και τόσες ιστορίες, είναι
δυνατόν, δώσε κάνα παράλληλο τμήμα.
Τις ημέρες
εκείνες η μάνα μου πήγε στη μάνα μας, είχε καιρό να δει τ’ ανίψια της, τους μαγείρεψε
ένα κοτόπουλο λεμονάτο, έγλυφαν τα δάχτυλα, αθάνατες γεύσεις, όμως ένα τροχοφόρο
-που λέει κι ο Αναγνωστάκης- της έσπασε
χέρια πόδια, μας την έφεραν στο γύψο, έρχεται ο γιατρός ο Πρωτοπαπάς, ο Σαββίδης
είχε πεθάνει, μια καρφίτσα, την τσιμπά στο πέλμα, ο Θεός ξέρει πόσο θα μείνει
στο γύψο, άσχημα όμως τα πράματα, να προσέχετε από τα τροχοφόρα.
Στο μεταξύ,
είπαμε και για τη μεραρχία που φέραμε μαζί μας το 1964, που είναι τα Βυζάκια
πατριώτη, Βυζακιά το χωριό, μια μέρα πάμε με τον πατέρα στο Βουνό, γεμάτο από
φαντάρια, άνοιξαν ταβέρνες, γεμάτα τα καφενεία, τα παιδιά έβγαιναν έξοδο, πού
να παν, τα τσούζανε λιγάκι, άλλοι έτριβαν τα χέρια με το μαμμωνά, άλλοι
κατέβαζαν τα μούτρα, τι χάλια είν’ αυτά, αγνώριστο έγινε το χωριό, άλλοι
καραούλι να προσέχουν τις κόρες, άλλοι προσευχές, δώσε Θε μου να στραβωθεί
κανένας να την πάρει να πολευτερωθώ.
Κάθε πρωί
στη Λεμύθου ξυπνούσαμε με το Άξιον Εστί Ελύτη Θοδωράκη, απ’ έξω το μάθαμε απ’ αρχής ως
τέλους, ένα μαγνητόφωνο καρούλια ταινίες, πού να θυμάστε οι μικροί, έρχεται το
ξαδέλφι από Αθήνα, εμείς λέει στην τουαλέτα ακούμε Θοδωράκη, απαγορεμένα τα
τραγούδια του, κλείνουμε πόρτες και παράθυρα, δεν εμπιστευόμαστε!
Είχαμε ένα
κεντράκι κοντά στο εκκλησάκι, του Φεσά λεγόμενο, καθόμασταν εκεί τα βράδια και
τα πίναμε καμιά φορά, τις άλλες ο ένας στο σπίτι του άλλου, βαριά χειμωνιά,
λουκάνικο και χαλλούμι στο τζάκι, κρασί του χωριού, εκεί λοιπόν κάναμε Μαθητική
Λέσχη, να ’ρχοται τα παιδιά να παίζουν κάνα ποδοσφαιράκι, να ακούν κανένα
τραγούδι, καμιά ταινία της προκοπής, αν
είχε, τις ειδήσεις, να ρωτούν, είν’
αλήθεια κύριε δικτατορία στην Ελλάδα, κι εμείς βέβαια την αλήθεια, ναι
δυστυχώς, οπότε μια νύχτα, από το ραδιόφωνο, η ελληνική μεραρχία επιστρέφει
στην Ελλάδα, δεύτερη που αναγνώρισε την κυβέρνηση της Ελλάδας η Τουρκία, ξέραμε
στη γειτονιά του Τσακλαγιάν, ένα ωραίο κεντράκι έξω από τα τείχη, μύριζε
γιασεμί και τζαντζίκι, σουβλάκια αρνίσια, ύστερα μάθαμε και για τον
Τσακλαγιανκίλ, υπουργός των εξωτερικών δήλωνε, κάτι τέτοια πολλά ιστορικά δεν τους
δίναμε σημασία, μόλις που βγάζαμε την ύλη, τις ενδοσχολικές δραστηριότητες, ένα
δράμα για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, τα περδίκια συνεχίζουν να περιδιαβάζουν στους δρόμους,
και τ΄αηδόνια φώλιασαν μια και καλή στο χωριό, τ’ ακούμε ως σήμερα, καλή τους ώρα.