Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Το φανταρικό


Το φανταρικό

Φαντάρε πού πας, φαντάρε πού πας, πάρ’  την καραβάνα σου κι έλα να φας,  οι καραβάνες ήταν δυο, συζυγία, μια για τη σαλάτα ή το πρωινό τσάι, μια για τις πατάτες μπλουμ, στο Κεν Λάρνακος, μείναμε ως το Δεκέμβρη, οι καλοί γίνονταν και βαθμοφόροι, λοχίες, οι πορείες με τον Παπαπέτρου και τον Λοϊζου δίδασκαν Λάρνακα και πεδιάδα, στο δρόμο περδίκια, έτρεχαν οι φανατικοί του κυνηγιού, ήξεραν πως με δυο τρία μακριά πετάγματα τα πετούμενα κουράζονταν, τα ’φερναν στο λοχαγό, μια τιμητική για τους άρπαγες, κι ύστερα ήταν κάθε Κυριακή στην αρχή οι επισκέψεις των γονιών, ένα πανηγύρι, με τα φαγιά τους έρχονταν, καθόμασταν όλοι μαζί, επισκεπτήριο λεγόταν, κι ύστερα πάλι με τον εαυτό μας, ήμουν ήδη ο δάσκαλος, σεβαστός στα παιδιά του Παγκυπρίου, Κοιρανίδης, Σάββας Παύλου, Ποφαϊδης, ο θάνατος έχει δρόμους ανεξερεύνητους, καθόμασταν τα βράδια και τα φιλοσοφούσαμε, πάντα μαζί τους, εν- δυο- κάτω, δάσκαλε βγες έξω, εγώ δεν το μπορούσα, καψόνι τα παιδιά καψόνι κι εγώ, κι έτσι φιλέψαμε, μια μέρα έρχεται ένας Θεοτόκης Μπουντρούμης, εδώ είσαι ένα σκουπίδι, τίποτε δεν είσαι, εν- δυο -κάτω, πριν πάρω τις μεγάλες αποφάσεις στη ζωή μου το παίδευα, νηστεία αγρυπνία προσευχή, έτοιμος για όλα, και τι μου λες, και εν -δυο -κάτω και κάμψεις και ανεβοκατέβασμα στο λόφο, δεν σε φοβάμαι, ύστερα μου ζήτησε δανεικά, καλά να είναι εκεί που είναι, ήταν κι άνθρωποι καλόβολοι, σέβονταν, τι να τα κάμεις, ο Σωκράτης από το Φοινί καλή του ώρα, με θυμήθηκε. Οι πορείες για το πεδίο βολής ένα κατασκευαστήριο κιμωλίας, ασπροχώματα, βγάζαμε κιμωλία από το στόμα, δάσκαλοι γαρ, μάθαμε απ’ έξω πυρ και κίνηση και μια και δυο και εκατόν, και λύση και αρμολόγηση όπλου και πώς λέγεται, τι παθαίνουν τα πυρομαχικά αν τ’ αφήσουμε στην υγρασία, σκουριάζουν, οξειδώνονται. Μαλάκα! Κι άλλα τέτοια από τους εκπαιδευτές, ένα ανθολόγιο της ελληνικής ημών γλώττης.

‘Ηρθε ο Δεκέμβρης, πήραμε και τα νισιάνια, τοποθέτηση στον Άι Βασίλη κοντά στη Σκυλλούρα, ήταν από εκεί ένας παλιός μας ψάλτης, ο Παντελής, ήρθε ο πατέρας του στην εκκλησιά μας Μεγάλη Παρασκευή πρωί, αποκαθήλωση, τρελάθηκε ο άνθρωπος, πρώτη φορά παρακολουθούσε, μας πήρε στο χωριό μόλις πέρασε το Πάσχα, τραπέζι, αν ανοίξω την καρδιά μου θα την δείτε ολόχαρη, συγκινητικός.

Στο πάνω του δρόμου το διοικητήριο, ένα σπίτι του χωριού, καλοχτισμένο, στο κάτω το στρατόπεδο, ο πρώτος διοικητής αυστηρός το ’παιζε, το μυαλό του στη Μπε εμ βε, καμάρι και παράσημο το’ χανε πολλοί καλαμαράδες, μην παρεξηγείτε τη λέξη, αγαπητική είναι, άδεια δεν έπαιρνα, έμενα στο στρατόπεδο, επιλοχίας, όλα τα ’κανα μόνος, καθαριότητα, τάξη και ευτρέπεια, έμαθα να πλέκω καλάμια και να κάνουμε με τα παιδιά ψαθαριές, περιτοίχισμα του στρατοπέδου, να νεκατεύω τσιμέντο για δάπεδο, να βάφω θαλάμους με τους επαγγελματίες, χωρίς έξοδα σουλουπιάσαμε το στρατόπεδο, ήταν ένας μερακλής διοικητής, βγες έξω και θα πάρεις τιμητική με τόση δουλειά που κάνεις, πού να ‘ ξερε πως φοβόμουν μην πεθάνω φαντάρος, κατράμι κυκλοφορούσε στις φλέβες μου. ‘Οπου μια Κυριακή, μέσα εγώ, όπως πάντα σχεδόν, ήταν Μάρτης του 70, ο Μακάριος ξεκινά για το μοναστήρι του Μαχαιρά, να τιμήσει την μνήμη Αυξεντίου Γρηγορίου του Μεγάλου, του βάζουν από τη βιβλιοθήκη τη Σεβέρειο, κατεβαίνει το ελικόπτερο και σώζεται ο Μακάριος, κάτι ονόματα ακούονται, Πουλίτσας, Παπαποστόλου, Γιωρκάτζης, Αδάμος, κάπου τριγυρίζουν την Ιστορία να τους γράψει, άλλοι τα λεν από  μόνοι τους, τα συγγράφουν, καλό διάβασμα.