Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Ο ΑΔΗΣ


Ο ΑΔΗΣ



Το σκότος, ο τριγμός των οδόντων, η μαύρη χοάνη, μετά κλαυθμών και οδυρμών, αν δεν βρούμε διόδους στο φως, αν δεν διαλάμψει ο λόγος, η βαθιά μνήμη, η ελευθέρα φωνή εν τη ερήμω, ο Όμηρος, ο Σωκράτης, ο Κύριος, λέγε Ιωάννη της ερήμου, στην κρήνη, έξω από τον πάνσεπτο ναό, η επιγραφή: ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ

Καιρός καθαρμών, για να βλέπουμε τις ψυχές διάφανο στερέωμα, να μην έρχεται καπνός, θολούρα,  ανασεμιά ούτε χνούδι, κρυστάλλινη καρδιά, κρύσταλλο λόγος, νους, ψυχή, μεγάλα τα έργα να επισωρεύονται και να σωριάζονται, μόνη να μένει η καθαρότητα, το πάλλευκο της σινδόνης, τα φτερά των αγγέλων κύκνων κι οι μάγοι με τα δώρα να προβληματίζουν ανίδεους και αδαείς, μελέτη θανάτου, έξω των αισθήσεων. Γι΄ αυτό και χρειάζεσαι την έρημο, πορεύου εις έρημον τόπον, είπε.  Ίσως το μεγαλείο της σιωπής να’ ναι τούτες οι φωνές που σου μιλούν σε λίγη ώρα κρατώντας συντροφιά στη μοναξιά σου, τα σύννεφα κατεβαίνουν στα χέρια σου, τανύζεσαι να τα πιάσεις, να γευτείς αρμεγμένο σύγνεφο σε τούτες τις ερημιές που αποθέτεις την ψυχή, στη μοναξιά σου μπορείς να συλλαβίσεις το μεγαλείο των άλλων, των δέντρων, των βουνών, τη μικρότητά σου,  το συμπτυγμένο στιγμιαίο παρόν. Εδώ ακούγονται το πουλί που κελαηδά, το δέντρο που μεγαλώνει, η πέτρα π’ αναπαύεται κι ονειρεύεται τα θάμνα που θα της χτενίσουν την κόμη. Ο δρόμος χάνεται στα βουνά ανάμεσα σ’ άλλους δρόμους, μονοπάτια, πέτρες και δέντρα. Σ’ ετούτη την ερημιά σ’ αναζητώ, ψυχή μου, στα δάχτυλά μου να σε κρατήσω, να σε χαϊδέψω μωρό και γέροντα πολιό και ρόδινο. Η ψυχή αναζητεί τον ησυχαστή της νύχτας, τον ερημίτη της ημέρας, να του εξομολογηθεί αμαρτίες, σκέψεις, πλανέματα φαρμακερά, μέσα στα βράχια θαλάμια χταπόδια του βυθού. Να λουσθείς τα καθάρια ιορδάνεια νερά να ξαλαφρώσεις.

Εκεί κατερχόμενη η Μνημοσύνη μονολογεί, Μνημοσύνης τέκος, λέγε και μνημόνευε,

την πρώτη ειδή του θανάτου, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, ήρεμο πρόσωπο,

ποιας ηλικίας,  μικροί δεν γνωρίζουμε, μεγάλοι δεν συνειδητοποιούμε, το κερί στο πλευρό του, ιερή κατάνυξη, ο ιερέας με τ’ άχραντα, τον ζεσταίνουν οι ψυχές των φίλων, των συγγενών που πυκνώνουν στο μικρό λιακωτό,  μερικές  θα τις έβλεπε, σαν πουλιά πάνω στο ταβάνι, στο πλαϊνό παράθυρο, στο περβάζι, να περιμένουν να τον πάρουν μαζί τους,  έτοιμος φαινόταν για το ταξίδι.

Δεν ήταν ο άλλος, ο νιος των παιδικών δέλτων, απόφευγαν το πρόσωπο, σιγομιλούσαν για το αίμα πώς φεύγει από το σώμα και σωρεύεται σ’ ένα κύπελλο,  με όλα τα μέλη τεμαχισμένα  να κρέμονται πάνω απ’ τη φαρέτρα του Άδη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, να βγαίνουν μέσα από τις σάκες των παιδιών, τα σχολικά βιβλία και να λάμπουν στο μυθολογικό φως, στη σκοτεινή κάμαρα, με το παλικάρι καβάλα στη μοτόρα.

Κι ύστερα η σημαδιακή φωτογραφία στο σπίτι, σαρακοφαγωμένη, στην ταφή του προπάππου, ν’ αθανατιστούν παιδιά, γαμπροί, νύφες, συγγενείς και φίλοι γύρω από το σκήνωμα, για να γνωρίζω στο θάνατό του τον προπάππο, τις ξακουστές κορμοστασιές της ράτσας, τα ήρεμα γερόντια, ενωμένα στον άλλο κόσμο με τα λουλούδια και την απόλυτη σιωπή. Σαν σε φωτογραφία η φωτογραφία. Σιγά σιγά τα ονόματα παίρνουν τη μορφή τους, οι μορφές ανιχνεύουν τις ράχες της μνήμης, σκαρφαλώνουν στους τοίχους σε χρονολογίες απροσδιόριστες, σε χώρους από καιρό ερειπωμένους μαζί με την ιστορία της γειτονιάς, της φυγής, ενός δύσμοιρου και μακάριου παρελθόντος.

Άνδρα μοι έννεπε Μούσα, κατέβηκε στον Άδη, παππού, γιαγιά, πατέρα, μητέρα, πάω να σ’ αρπάξω μικρό μου αδέλφι, μου φεύγεις άδειο σύγνεφο, χαμογελάς ως πάντα.

Κι ύστερα συνηθίσαμε να τον ζούμε κάθε μέρα, μια με τους φίλους, τους συμμαθητές, θείους και θείες, τον σεβαστό πατέρα και μητέρα της ευτυχίας μου, τον είδαμε πολλές φορές με τον κόκκινο μανδύα, τα μαύρα σιρίτια, τον ιμάμη και τον καδή, το σουλτάνο και την αϊσέ, στη γειτονιά, στον ουρανό με τα γεράκια, μέρες δεκαπενταυγούστου, μέρες Ιουλίου.

Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, μας προετοίμαζαν,  ήδη βλέπουμε το θάνατό μας, τον ξανακούσαμε σαν μοιράζαν τις πορτοκαλιές, τον είδαμε κατάματα σαν μας οδήγησαν στο ικρίωμα, και τώρα συνομιλώντας για τη θανατική μας ποινή, για την εγχείρηση που πρέπει να φανεί επιτυχής,  καραδοκούμε σε γλωσσικό σφάλμα, απαιτούμε εξηγήσεις, δεν χωνεύεται το μέλλον μας,  δεν ήταν κουβεντολόι καφενόβιων, καλύτερα να κλείνετε την αυλαία οι αίτιοι και να αποχωρείτε, όχι ένας ένας, δεν σας ανέχεται η σκηνή, δεν ανέχεται κανείς τα χνώτα σας, αποχωρήστε μαζικά, τρομοκρατημένοι. Ο Διγενής σκοτώνει τον Χάροντα, όλους εσάς, μπορεί να είχατε μελετήσει όλα τα Κεφάλαια από φοιτητικές περιλήψεις, τα συντάγματα από άρθρα εγκυκλοπαιδικά, δεν εγκύψατε, δεν είχατε καιρό, σας περίμεναν ηγετικές φυσιογνωμίες να τις αντικαταστήσετε, το κόκκινο χαλί πήγε στο καθαρτήριο, δεν καθαίρεται, κι οι αμαρτίες αμαυρώνουν το κρύσταλλο.  Και τώρα ακόμα, έτι και έτι, πάλιν και πολλάκις,  παίζετε με την ψυχή μας, χαράζετε στην άμμο καινούργιες λέξεις κι ηχηρά ονόματα να τα πάρει το κύμα, να τα σβήσουν τα βατράχια με τα κοάσματά τους, ό, τι γράψετε στην άμμο, πολυκατοικίες της Αμμόχωστος. Γιατί δεν ξέρετε από αρχές, τις νομίζετε λέξεις.  

Μεγάλες αναβάσεις οι αρχές. Οι αρχές πρέπει  να ορειβατούν αιθεροβάμονες σαν το Σωκράτη, να μπορούν ν’ ανεβαίνουν και ν’ ανεβάζουν,  οι αρχές δεν είναι του κόσμου τούτου, αν ήταν, θα ζάρωναν σε μια γωνιά, σαν την κανναβίτσα σφουγγαρίστρα της μάνας μου. Οι αρχές απογειώνονται είτε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας είτε στο παλιό της Λάρνακας με το πεπιεσμένο χαρτί ή στο νέο του Καννάβεραλ. Οι παραστάσεις σας υποτιμούν την πτήση. 

Η γνώση κολλούσε απελπιστικά στις ανοιχτές σελίδες με τους αετούς να φτερουγίζουν, με την άλλη πραγματικότητα του Πλάτωνα, του πλατωνικού Σωκράτη, των Πυθαγορείων μπροστά στο ικρίωμα.

Πλάτων δε οίμαι ησθένει. Γιατί δεν ήξερε ακόμα τις ανακόλουθες χορδές που θ’ ακούγονταν μέσα στις μεσοπρόθεσμες συμφωνίες και τις αχάριστες ζητωκραυγές των νικητών της άδικης δίκης των αθώων όπου γης, κι αράχνιαζε γύρω το σκοτάδι στη φυλακή κι απλώνονταν κύκλους μεγάλους, ίσαμε τον τότε γνωστό κόσμο, ως τη Βακτριανή και τα Εκβάτανα. Κι η σωτηρία δεν ήρθε με τη ναυαρχίδα του Απόλλωνα, με τη σοφία της δάφνης ή τις χρησμωδίες της αλήθειας.  Οι μεγάλες αλήθειες έμεναν κρυμμένες στο μύθο κι ο μόνος που όσο γερνούσε γινόταν φιλομυθότερος ο Αριστοτέλης. Ο Πλάτων πράγματι ησθένει.

Φέρε βελόνες, πευκοβελόνες, να ράψουμε το στόμα της αλήθειας, φέρε το δηλητήριο σε ύαλο κερασί να ποτίσουμε τα στόματα που ανοίγουν στον ορίζοντα και διαλαλούν πραμάτειες αγίνωτες ακόμα ή άπεφθες, στον κόσμο άφθορες,  στο χρόνο που τρέχει πιο γρήγορα από τα στόματα, που πρέπει να σταματήσει, για να τον προφτάσουν με τα γαϊδουράκια τους τα φτωχά ανθρωπάκια.

Εξοικονομήστε ενέργεια παρακαλώ, μην μιλάτε, μην αναπτύσσετε θεωρίες,

μην ταξιδεύετε στο διάστημα. Θα χρειαστούμε διπλή και τριπλή δόση, το κώνειο είναι λιγοστό, τρίβουμε όσο χρειάζεται για έναν, αλλά λέοντα.

Ήταν δυνατό να υπάρχει Σωκράτης χωρίς Ξανθίππη; Στη σκιά του κάθονταν, αλλά αυτή τη μέρα την τελευταία όρθρια βρέθηκε στη φυλακή, κοντά στο μνήμα του, ν’ ακούσει πρώτη το λόγο τον τελευταίο, τι θα χαραμίσει την ψυχή του αν δεν πει τον τελευταίο του λόγο, λιτό, κοφτό, σπαρτιατικό, φιλοσοφημένο, όπως τον άκουαν τα παιδιά σαν της έλεγαν δώσε γάλα, δώσε καρύδια και σύκα και παστά κι αυτή γυρόφερνε τη γειτονία και ζωντάνευαν τα τέκνα του και τα τέκνα της. ώσπου της έφερε την άλλη, την κόρη του μεγάλου και δικαίου κι αυτή πάλι πίσω του, να τον κεντά σαν αλογόμυγα. Αυτή στο τέλος ήταν η μοίρα του. Αυτήν του διάλεξε το μαντείο να τον αναγκάζει να φιλοσοφεί για να επιβιώσει.

Κι ο Φαίδων με τις μπούκλες του δεκοχτούρες, να παίζει ο γέρο δάσκαλος και να χαζεύει, τώρα που αρχίζουν να ξαναζούν τα μεγάλα παραμύθια κι η αιωνιότητα κυκλώνεται λογικά και παράλογα, ο χρόνος πλέκεται με το νήμα που ξετυλίγει,

το τρικό θα δέσει, το σάβανο υφαίνεται έτσι όπως ο υφαντής φτιάνει τα ιμάτια και δεν ξέρει κανείς ποιο θα είναι το τελευταίο ή ποια ψυχή θα το φορέσει. Κι αν το ιμάτιο είναι το τελευταίο, τι θ’ απογίνει μια ψυχή; Και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ.

Κι οι εμβιώσεις, κάτι λεπτά νήματα περνούν το αίμα δεν το περνούν, ένα ρυάκι στη ρίζα του δέντρου ποτίζει δεν ποτίζει, κόβεται κάπου ρυάκι νήμα, εμποδίζεται, κι η ρίζα να διψά, δεν ξέρει να μιλήσει παρά με πόνους και  βρυχηθμούς. Γλώσσες πολύχρονες του ανθρώπου ταλανίζουν, ευφραίνουν, μεταφέρουν μηνύματα

κι άξιος ο ερμηνευτής τους. Ο Ερμής με το κηρύκειο διαγγέλλει τα γιγνόμενα  και γενησόμενα, η γλώσσα μία πολυτάλαντη κι οι ερμηνείες αρίφνητες. Κι άλλοι δεν καταλαβαίνουν όσα λεν τα λουλούδια την άνοιξη κι όσα η πορτοκαλιά σιγοψιθυρίζει στ’ αφτί της πεταλούδας.

Κι εσύ τόσον καιρό κρυφάκουγες, κρατούσες μυστικά, δεν εκμυστηρευόσουν

τ’ ανήλια βάθη στο χώμα τι κρύβουν τα πελώρια κυπαρίσσια στους τάφους των κεκοιμημένων. Μια πνοή ζωής, ένα λευκό πέταγμα στον αέρα κι η αιωνιότητά σου διακόπτεται, κάποτε προσωρινά, κάποτε εξολοκλήρου, για τη μετάβαση στην άλλη. Δεν άκουσα κύκνους να τραγουδούν, χορεύουν στη φαντασία σου μικρές μηχανές

καλοκουρδισμένες, με κομματιασμένους καθρέφτες κρύσταλλα κι η μελωδία επανέρχεται. Την επιβεβαιώνει ο Σωκράτης για την ευτυχία του πτηνού, για την ευτυχία του θνητού σαν ξέρει πως ελευθερώνεται και πετά στους άλλους κόσμους

γαλάζια χρώματα. Έτσι και συ μουρμούριζες, τραγουδούσες, απολάμβανες μουσική σιγόψελνες,  όπως στις εικοσιτέσσερις ώρες τον πολυέλεο. Ίσως στο έλεός Του να μπορείς να αναπνέεις και πάλι στη δεύτερη τώρα ζωή σου μετά το φράξιμο.

Ιδού αναβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ. Καταβάλλουσιν όντως μεγάλες προσπάθειες, φίλε, για να μας πείσουν πως «πήραμε τη ζωή μας λάθος», Κι εμείς κατανοούμε πως δεν είναι πια καιρός ν’ αλλάξουμε ούτε τα εσώρουχα ούτε τις πουκαμίσες μας ούτε τα χαμόγελα ούτε τα δάκρυα περιβεβλημένοι τη στολή μας όπως την υφάναμε χρόνια στον αργαλειό. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε την Πηνελόπη να την ξεϋφάνει ούτε τον Νέσσο να στείλει το χιτώνα μας στους αδελφούς μας και να τους φλογίσει. Ο καθένας καίεται στο δικό του χιτώνα, σκοτώνει τα μικρόβια, τις κακίες του και τα σκουλήκια του, ίσως πίσω από όλα αυτά φανερωθεί εκείνη η ψυχή, η πεταλούδα της ομορφιάς, της αγιότητας, της ειρήνης και της χαράς, η πάντα νουν υπερέχουσα, η ενοποιός δύναμις του σταυρού και του κόσμου, ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στο βάθος της καρδιάς μας να μας καλεί να γίνουμε ένα , Ίνα πάντες έν εσμεν, Εγώ, εσύ, αυτοί, όλοι γύρω μας, έξω και μέσα μας.

Για να δαμάσεις ένα τέτοιο άλογο να ξέρεις πρέπει πολλές τέχνες λογικές και παράλογες, υπέρλογες, και προπάντων να νιώθεις υπόλογος, ο τράχηλός σου να μην αντέχει. Για να δαμάσεις ένα τέτοιο άλογο πρέπει να κατέλθεις στην αλογία του, στο ηφαίστειο της αγάπης του, να δοθείς αυτόβουλα στη λάβα, να χοχλακιάζουν όλα σου τα κύτταρα κι αν δύνεσαι ανέβα μπροστάρης. 

Δεν είναι αξίωμα, δεν είναι μεταλλικά κιονόκρανα στο πέτο, είναι τα εκατομμύρια των ψυχών από Τεύκρου κι Ευαγόρα, εκατομμύρια ψυχές αναστημένων, που κυνηγούν ανάμεσά μας την ευμάρεια, τις καταστρέψαμε στις υπεραγορές, κι όμως  ζητούν να επιστρέψουν,  πάμε στη βάφτιση.

Στα Θεοφάνεια κατεβαίνουν τα ουράνια γιατί ανεβαίνουμε στα επουράνια. Τρίζουν τα ερμάρια της γιαγιάς, οι σκιές τρέχουν να κρυφτούν, ο μέγας μελωδός Ορφέας κατεβαίνει στους σκοτεινούς διαδρόμους, ρίχνει φως στις γωνίες των δρόμων που συναντιόμαστε τα βράδια των χελιδονιών και των μικρών θανάτων.

Γι΄αυτό τον άλλο κόσμο ζούμε, που ξαναζήσαμε που κατέρχεται χείμαρρος ορμητικός στα όνειρά μας και ζητά τα κοτσάνια του -φίλε μου φίλε μου - γι’ αυτό τον άλλο κόσμο, την άλλη ζωή τη μικρή και μεγάλη, την τεράστια κι απέραντη που μύριζε φρέσκο αγγούρι και το χειμώνα γλυκάνισσο, για τη ζωή της γιαγιάς και του παππού, για την αθωότητα των θορύβων,  την άγνοια των εμπλεκομένων, την αμεσότητα των αισθήσεων. Χέρι με χέρι και πάλι θα πιαστούμε ν’ ανεβούμε στο σπίτι μας,  να κατέβουμε στο περβόλι, ν΄ ακούσουμε το ρυάκι, να δούμε το φως ν΄ αγκαλιάζει τα παιδιά μας κι η γεύση του πορτοκαλιού στο φιλί σου.