Πιστεύω εις ένα λαόν
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Στο τέλος ούτε μεταλλάξεις έχουμε υποστεί ούτε μας ποτίζουν
ούτε μας ραντίζουν, εμείς εκεί, στο ρότσο μας, στην ελιά και την τερατσιά μας.
Κι ας τρων από πάνω τους οι οχτροί της αλήθειας, της ιδέας της ελευθερίας και
της πατρίδας. Αργά γρήγορα η ελευθερία νικά, οι αγωνιστές της επιβραβεύονται,
έστω κι αν πέρασαν μέσα από πυρά και αντίπαλο βούρκο. Φτάνει που πιστεύουμε
στην ελευθερία μας, στην κατακεραύνωση της αδικίας, στην αναγεννηθησόμενη
δικαιοσύνη, και με υπομονή και επιμονή και βαθιά πίστη επιμένουμε στο δίκαιό
μας, μη λησμονώντας ποιοι υπήρξαμε και ποιοι είμαστε και ποιοι πρέπει να
είμαστε. Βλέπουμε τη θολούρα, την λασπουριά σε όλους σχεδόν τους τομείς της
ζωής και όμως είμαστε αθεράπευτα πιστοί στη ράτσα, στην τρισχιλιόχρονη ελληνική
ιστορία μας, στα διδάγματα της ιστορίας και των ποιητών μας, «πολλούς αφέντες
άλλαξες δεν άλλαξες καρδιά».
Σκεφτείτε τόνους μελάνια και φαιές ουσίες πληρωμένες που
σπαταλήθηκαν για να συλλάβουν ένα σύγνεφο θολό μέσα στο οποίο να μας τυλίξουν,
να μη βλέπουμε, να μην ακούμε, να μην σκεφτόμαστε παρά αυτά που μας υποβάλλουν.
«Λησμονήστε την εισβολή» και πώς να την λησμονήσουμε; «Λησμονήστε τις κλοπές
των περιουσιών σας, τις αρπαγές, τα μαρτύρια, τους βιασμούς, τους
καταβασανισμένους σας νεκρούς, τις βαρβαρότητες του εισβολέα» και πώς να τα
λησμονήσουμε; Και η αναίσχυντη ερώτηση «πώς θα τα βρείτε και πώς θα συμβιώσετε;»
Ιδού το ερώτημα και η απορία: Πρέπει δηλαδή εμείς να διαγράψουμε την αλήθεια
μας, να λησμονήσουμε, να παραχαράξουμε την ιστορία και τα ήθη μας, για να
γίνουμε αρεστοί, από φόβο μήπως μας αποκαλέσουν εθνικιστές, ρατσιστές, εμπαθείς;
Από λέξεις ξέρουμε πολλές, από λεξιλόγια με κενό περιεχόμενο δεν φοβόμαστε,
κενοί εφευρέτες λεξιλογίων, κενοί ιδανικών οι γλωσσοπλάστες.
Το πιο δυνατό μας σύνθημα ήταν το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Κι όσοι
προσπάθησαν να το εξαλείψουν από τη μνήμη, από τα τετράδια, από τους τοίχους,
από τις καρδιές μας, γονάτισαν και έκυψαν αυχένα, να τους κλαις για τη κατάντια
και για το γεμάτο βαλάντιο. Γιατί, ετεροκατευθυνόμενοι προσπάθησαν να παίξουν
με τον πόνο ενός αδικημένου λαού, για να επιβάλουν τη λύση της αρεσκείας τους,
τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκική επαρχία, ραγιάδες όντας. Απελθέτω το
ποτήριον. Από ηχηρά ονόματα μπουχτίσαμε.
Ήταν όντως μεγάλη η κουστωδία, μεγάλη η χορωδία, μα όλα
κατασκευάσματα παράλογα, μακριά από το κρύσταλλο της αλήθειας και της
μελλοντικής μας ευτυχίας, που πρέπει να είναι το σχέδιο κάθε κυβερνήτη του
τόπου, δημοκρατικά εκλεγομένης κυβέρνησης. Όποιος κι αν είναι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας πρέπει πρώτα να διαφυλάξει την ασφάλεια του λαού του, και την
ευημερία και πνευματική του άνοδο, όποιος κι αν είναι. Η Ιστορία τον
υποχρεώνει, το βάρος των χρόνων και του πολιτισμού τεράστιο, αν έχει δύναμη να
αντέξει. Κι όμως είδαμε και τα αντίθετα,
είδαμε και ζήσαμε τα απομεινάρια της δύναμης, τα αχαμνά και κλονισμένα,
γονατισμένα και έρποντα, να μας κυβερνούν ή να ζητούν την ψήφο μας, Κατάντια!
Ευτυχώς υπάρχει το προζύμι, το παρακολουθούμε καθημερινά
στις κοινωνικές συναναστροφές του διαδικτύου, στις συζητήσεις και στη γνήσια
και άφοβη έκφραση των έστω λίγων δημοσιογράφων ή αρχιερέων, γι’ αυτό και
πιστεύουμε στη μαγιά. Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο δεν
τα καταφέρνουν, η φωνή της ελπίδας ακούεται, καθοδηγεί μέσα στο σκοτάδι. Οι
απειλές των οχτρών προκαλούν τον γέλωτα. Αν έχουν άλλοι οράματα να μας καταλάβουν
και να καταβροχθίζουν λαούς ή το κόκκινό τους να το μετατρέψουν σε γαλάζιο, έχουμε κι εμείς τα δικά μας, να ζήσουμε
ελεύθεροι στον τόπο μας, σεβόμενοι τον νόμο και την παγκόσμια τάξη, πολέμιοι
κάθε νεοναζιστικής νοοτροπίας και νεοοθωμανικής βαρβαρικής και ύπουλης
αρπακτικότητας. Όσο εξαρτάται από τους ελεύθερους ανθρώπους ο κόσμος θα
πηγαίνει μπροστά.