Τρίαρχο με λένε, ευρεσιλεξία της μάνας μου, γεννήθηκα των
τριών Ιεραρχών, πήγαινε αρχικά ο νους μου στις τριήρεις, κι έβλεπα το Σωκράτη
στο Λάχητα να περιγράφει εκείνο τον πολεμιστή με τις ευρεσιτεχνίες, μπουρδουκλώθηκε
στα σύνεργά του, τριήραρχος δεν του πήγαινε, ήρεμος άνθρωπος, καλόκαρδος, πού η
εικόνα του αρχαίου εκείνου πλούσιου που όπλιζε τριήρη και τάιζε και πότιζε
κωπηλάτες, αυτός ένα κατάστημα στην Πυγμαλίωνος, καλλιγραφικές πένες, με μύτη
πλακουτσή, κομμένη, οξεία και αμβλεία, άλλος πάθος κι αυτό, πολυγράφους που δούλευαν με μπλε σπίρτο, έτσι
άρχισαν τα πράματα, κι ύστερα ήρθαν τα στένσιλ, με τις κάσες τα φυλάγαμε, κι
ύστερα οι φωτοτυπικές και πάει, των Τριών Ιεραρχών, σεβαστή μέρα, το απόγεμα
στην εκκλησία, οπότε μου στέλλει στο σχολείο μήνυμα την άλλη μέρα, ο μακαριστός
Χρυσόστομος, ψες στον εσπερινό δεν είχαμε παιδιά του Παγκυπρίου, δεν γίνονται
αυτά τα πράματα, πού καιρός, νόμιζε ο αγαθός άνθρωπος πως ακόμα παν τα παιδιά με
το σχολείο στον εσπερινό, κι ύστερα από τις μεγάλες τιμές της εποχής μας, εορτή
των ελληνικών γραμμάτων και της σύζευξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού,
ήρθαν και οι διωγμοί, μοδέρνοι κύριοι και κυρίες, δεν υπάρχει ελληνοχριστιανισμός
πολιτισμός, και άλλα τέτοια κουφά, τους έβαλε στη θέση τους θυμάμαι με ένα
άρθρο του ο φίλος μου ο Νίκος Παναγιώτου, σιώπησαν κάμποσο καιρό, έβλεπαν πως
τα σχέδιά τους προχωρούν κανονικά, η γιορτή ξεθύμαινε, όπως το Δημοψήφισμα, δεν
ξέρω αν έχει κι εδώ λόγο ο Ακιντζί, μα ο Γρηγόριος ήταν μεγάλος ποιητής, ο μακαρίτης
ο φίλος μου Αντρέας Μητροφάνους είχε γράψει ωραιότατα για την ποίησή του, δεν
θυμάσαι παρά μόνο την εντύπωση, και ακόμα τώρα η εντύπωση είναι περιχυμένη με
νοσταλγία και αγάπη, συγκίνηση και θαυμασμό και για το Γρηγόριο και για τον
Αντρέα, κι ύστερα ανάλαβα και παρουσίασα σ’ένα συνέδριο προς τιμήν άλλου
μακαριστού, του Στυλιανού Παπαδοπούλου
το βιβλίο του για τους τρεις Ιεράρχες, τώρα που το βρήκα, ας μην το χάσω.
Στυλιανού Παπαδοπούλου, «΄Αγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος», «Η ζωή ενός
μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας», και «Ο πληγωμένος αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)».
Ο συνεορτασμός των τριών Ιεραρχών με οδήγησε
στην απόφαση να παρουσιάσω τα βιβλία του καθηγητή κ Στυλιανού Παπαδοπούλου που
αναφέρονται στον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο και τον Θεολόγο Γρηγόριο.
Χρειαζόμουν όμως οδοδείχτη, και αυτόν βρήκα σ’ ένα
απόσπασμα, χαραγμένο από τη δική του
γραφίδα.
Η
έννοια, η σημασία και το κύρος του Πατρός και Διδασκάλου ΟΙ
ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΣ (γιατί σπουδάζομε τους Πατέρες).
«Ο πρώτιστος λόγος, γράφει, που κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθωμε τι ήσαν και τι δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα. Να ψαύσωμε τα ίχνη του αγ. Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα. Να θέσωμε το δάκτυλο στην αγωνία τους για την αλήθεια. Να ακούσωμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχωνται περαιτέρω («πλέον και πλείον») στην αλήθεια. Να ζήσωμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες, τις χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς. Να παρακολουθήσωμε την απόλυτη πιστότητά τους στην Παράδοση. Να μάθωμε πόσο βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο άγιο Πνεύμα. Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία. Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας. Να γνωρίσωμε τη γενναιοψυχία τους. Να γνωρίσωμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους. Kαι κάτι πολύ σπουδαίο: Να μάθωμε πώς μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του.»
«Ο πρώτιστος λόγος, γράφει, που κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθωμε τι ήσαν και τι δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα. Να ψαύσωμε τα ίχνη του αγ. Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα. Να θέσωμε το δάκτυλο στην αγωνία τους για την αλήθεια. Να ακούσωμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχωνται περαιτέρω («πλέον και πλείον») στην αλήθεια. Να ζήσωμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες, τις χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς. Να παρακολουθήσωμε την απόλυτη πιστότητά τους στην Παράδοση. Να μάθωμε πόσο βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο άγιο Πνεύμα. Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία. Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας. Να γνωρίσωμε τη γενναιοψυχία τους. Να γνωρίσωμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους. Kαι κάτι πολύ σπουδαίο: Να μάθωμε πώς μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του.»
Ο κ. Καθηγητής, πολυγραφότατος, υπηρετεί και
την επιστήμη και τη λογοτεχνία.
Η ροπή προς τη λογοτεχνία κάποτε είναι άσχετη
με την επιστήμη, είναι όμως ευλογία όταν απαντάται σε επιστήμονα και θεολόγο,
γιατί οι αναγνώστες των έργων του
ωφελούνται τριπλά, και από το λογοτέχνη και από τον επιστήμονα και από το
θεολόγο. Η επιστημονική μελέτη των έργων των τριών Ιεραρχών, Βασιλείου,
Χρυσοστόμου και Γρηγορίου οδήγησε τον επιστήμονα όχι μόνο στην αυστηρή παρουσίαση των έργων
των αλλά και σε εύγλωττη προς τον απλό αναγνώστη γραφή, με τα έργα του, κατά
σειράν από το εγγύτερο στην επιστημονική γραφή στο εγγύτερο προς τη λογοτεχνία
και λογοτεχνικό,
α. «΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος»,
β. «Η ζωή ενός μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας», και
γ. «Ο πληγωμένος αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)».
Αναλυτικότερα, το έργο του
Α. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε δυο τόμους, αναφέρεται
στον πρώτο
στη ζωή , τη δράση και τις συγγραφές του, και στο
δεύτερο τόμο στη σκέψη, την προσφορά και τη μεγαλοσύνη του.
Στον Πρόλογο της Α΄εκδόσεως κατατίθεται
η ανάγκη της μελέτης του έργου των μεγάλων πατέρων, για να είναι δυνατή η
δημιουργία αληθινού έργου και η ορθή απάντηση στα σύγχρονα ζητήματα. Άρα η συγγραφή του εμπνευσμένου δημιουργού, που
παρουσιάζουμε, δεν αποβλέπει στην αναστήλωση ερειπίων του παρελθόντος αλλά στην
αντιμετώπιση του παρόντος με τον οπλισμό του πνεύματος και των αγώνων
παρελθουσών και αιώνιων μορφών της ορθοδοξίας.
Ο μόχθος τεράστιος, για να παρακολουθήσει την απέραντη βιβλιογραφία,
αλλά και το αποτέλεσμα ζων και σκιρτών λόγος,
στήριγμα του αναγνώστη.
Μεγάλη
συγγραφική αρετή, αφ’ ενός η λακωνική συμπύκνωση νοημάτων και χάραξη κύριων
γραμμών στην αρχή των κεφαλαίων, και η αναλυτικότερη ύστερα παρουσία. ΄Ετσι παρακολουθούμε και βιώνουμε τους αγώνες
και θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του ευρύτατης παιδείας,
ταλαντούχου και πληθωρικού ρήτορα, ασκητή και αναχωρητή, ποιμένα και διδασκάλου
της οικουμένης.
Το ιστορικό και
κοινωνικοθρησκευτικό περιβάλλον της εποχής σαρκώνεται,
οι φωνές του παρελθόντος, με την παράθεση των κειμένων ακούονται
ευκρινώς,
αποτέλεσμα ζων και σκιρτών λόγος, στήριγμα του αναγνώστη. Μεγάλη
συγγραφική αρετή αφ’ ενός η λακωνική συμπύκνωση νοημάτων και χάραξη κύριων
γραμμών στην αρχή των κεφαλαίων και η αναλυτικότερη ύστερα παρουσίαση. Έτσι παρακολουθούμε και βιώνουμε τους αγώνες
και θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του ευρύτατης παιδείας
ταλαντούχου και πληθωρικού ρήτορα, ασκητή και αναχωρητή, ποιμένα και διδασκάλου
της οικουμένης. Το ιστορικό και κοινωνικοθρησκευτικό περιβάλλον της εποχής
σαρκώνεται, οι θεολογικές συγκρούσεις
αναβιώνουν, η γεωγραφία μεταποιείται σε πάλλουσες περιγραφές πολύβουων πόλεων,
ποταμών και ερήμων. Η ψυχολογία των προσώπων διατέμνεται. Το έργο, στηριγμένο στην
αντιπαραβολή και στον έλεγχο των πηγών, στην εξονυχιστική μελέτη του
παρελθόντος αλλά και στη γνώση των διόδων της επιστημονικής πορείας του
παρόντος, φανερώνει την αλήθεια. Οι αντιδράσεις και παρεξηγήσεις των μικρών
ανθρώπων μεγαλύνουν τον αγωνιστή ιεράρχη. Οι κρίσεις και συγκρούσεις γιγαντώνονται,
το θεολογικοεκκλησιαστικό φρόνημα του Ιωάννου μέσα από τις γραμμές αφενός του αγίου
με τις επιστολές του και αφετέρου του συγγραφέα με το ρέοντα λόγο διαγράφεται
θαυμαστό. Οι ζωντανές περιγραφές των συγκρούσεων, των επιθέσεων κατά της ζωής
του αγίου, της εξορίας του, δι’ αντιπαραβολής κειμένων είναι και επιστημονικές
και κινηματογραφικές. Και το τέλος, «Δόξα τω θεώ πάντων ένεκεν. Αμήν», και ο
άγιος παρέδωσε το πνεύμα. Λακωνικά, λιτά, όπου και όπως πρέπει.
Από το τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται
ο Χρυσόστομος ως διδάσκαλος και συγγραφέας
με κυρίαρχο στοιχείο την αυστηρή συλλογιστική του επιστήμονα. Μέγα μάθημα το
δίδαγμα του μέγιστου των ρητόρων: «Επειδή γαρ ου φύσεως, αλλά μαθήσεως το
λέγειν, καν εις άκρον αυτού τις αφίκηται, τότε αυτόν αφίησιν έρημον,
αν μη συνεχεί σπουδή και γυμνασία ταύτην θεραπεύη την δύναμιν.» σελ.124
Στο τέταρτο κεφάλαιο καταγράφονται και παρουσιάζονται όλα τα έργα του
Χρυσοστόμου, άριστο βοήθημα για τον όποιο μελετητή.
Ο δεύτερος τόμος είναι αφιερωμένος στη σκέψη, την προσφορά και τη μεγαλοσύνη του
αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Στο τέλος του τόμου περιέχονται αναλυτικά τα
δεκαπέντε κεφάλαια, ώστε ο αναγνώστης να καταφεύγει σ’ αυτά και να ανευρίσκει
ακριβώς το ζητούμενο. Πρόκειται για ένα θησαυροφυλάκιο γνώσεων και θεολογικών
τοποθετήσεων με τέχνη λόγου.
Β. Δεύτερο στη σειρά, με γραφή εγγύτερη στη
λογοτεχνία και λογοτεχνικό είναι το έργο του κ. Παπαδοπούλου για το Μέγα
Βασίλειο. Η ζωή ενός μεγάλου, όπως επιγράφει την αφηγηματική βιογραφία του.
Στον Πρόλογο της τρίτης έκδοσης ο συγγραφέας
γράφει:
«Ο αναγνώστης, η αναγνώστρια, ήτανε κάθε στιγμή στο νου και την καρδιά μου,
όταν έγραφα το βιβλίο τούτο. Και δεν το’ γραψα εύκολα, γιατί πάσχιζα να
φανερώσω στον αναγνώστη μου την ιερή λεπτομέρεια, τα έσω σκιρτήματα του Μεγάλου
άνδρα, του Βασιλείου. Πόσο τα κατάφερα δεν ξέρω. Μα η αγάπη των ανθρώπων στο
βιβλίο τούτο με συγκίνησε βαθιά, Με’ κανε κιόλας να γράψω και άλλο ένα
παρόμοιο. «Τον πληγωμένο Αετό. Γρηγόριος ο Θεολόγος». Συγχρόνως η αγάπη αυτή με προβλημάτισε,
διότι, όταν κάποιος με σταματά στο δρόμο, για να μου πει «διάβασα το βιβλίο
σας», εννοεί πάντα ή «Τη ζωή ενός
Μεγάλου» ή αργότερα «Τον πληγωμένο Αετό». Με τα περισσότερα, λοιπόν, βιβλία μου, τα
αυστηρώς επιστημονικά-πανεπιστημιακά, δεν ασχολούνται οι εγγράμματοι; Κατάλαβα,
γρήγορα, ότι είναι το πικρό ποτήρι, που ο ερευνητής οφείλει να συνηθίσει.
Διαβάζεται λίγο, από τους ειδικούς, που πάντα
είναι λίγοι. Όμως εδώ, στην αφηγηματική βιογραφία του μεγάλου Βασιλείου, η
έρευνα έχει προηγηθεί. Όλες οι πηγές μελετήθηκαν εξονυχιστικά, η
βιβλιογραφία-πολυάριθμη και συχνά δυσπρόσιτη- χρησιμοποιήθηκε και αποτιμήθηκε.
Όλα, λοιπόν, είναι ηλεγμένα επιστημονικά. Μόνο η μορφή του λόγου είναι
αφηγηματική.
Το δικαιούνται αναμφίβολα ο έλληνας και η
ελληνίδα.»
Πάσχιζα να
φανερώσω στον αναγνώστη μου την ιερή λεπτομέρεια, τα έσω σκιρτήματα του Μεγάλου
άνδρα, του Βασιλείου. Πόσο τα κατάφερα δεν ξέρω.
Η βαθιά γνώση, η εμπειρία, η προσπάθεια του
συγγραφέα να εισέλθει στα ενδότερα της ψυχής του μεγάλου Βασιλείου, δίνει
σελίδες εξαίσιες. Ένα μικρό μόνο δείγμα για του λόγου το αληθές και για την
επιβεβαίωση της επιτυχίας.
Από το τρίτο κεφάλαιο, με υπότιτλο Κάθαρση και
φωτισμός.
Διαβάζω: «Την κατ’ εξοχήν καθαρή και υψηλή προσευχή την
έκανε τα βράδυα και τις νύχτες για πολλές ώρες΄
συνήθως μετά την ανάγνωση της Γραφής…Η έντονη άσκηση και η πολύωρη
προσευχή έφεραν γρήγορα τη θεία χάρη. Ο αρχάριος μοναχός τυλίγεται τη νύκτα με
φως. Το πνεύμα του, ολόκληρος, κατακλύζεται από άπλετο και γλυκύτατο φως….Στην
αρχή φοβήθηκε, δίστασε, αμφέβαλλε: είναι η χάρη του Θεού; Είναι η θεία ενέργεια
ή μήπως επήρεια δαιμονική; Το Πνεύμα του Θεού τον καθησύχασε. Αφέθηκε να ζει σε
άφατη αγαλλίαση. Ζούσε μέσα στο Θεό και ο Θεός ήταν στο πνεύμα του! Οι στιγμές
ηδύτατες. Το πνεύμα του σκληρού αγωνιστή Βασιλείου ήταν τώρα μακάριο.
Αισθανόταν κι είχε μόνο την εμπειρία του Θεού. Τίποτε γύρω του δεν τον
ενοχλούσε. Δεν πεινούσε, δε διψούσε…΄Ετσι, μια νύχτα που ο άγιος είχε δοθεί στη
νοερή προσευχή χαριτώθηκε πάλι με το θείο φως. Πάλι στο νου του άστραψε το φως.
Πάλι καταλήφθηκε από μακαριότητα. Τούτη όμως τη φορά το φως που άστραψε ήταν
αλλιώτικο. Δε φώτιζε μόνο το πνεύμα του. Έγινε λάμψη και δυνατό πυρ που φώτιζε
ολόκληρο το σπίτι. Έπρεπε να το δουν και άλλοι…
Έλαμπε ολόκληρο χωρίς να καίγεται΄ καιγόταν
χωρίς να καταστρέφεται. Πόσο θαυμαστός είσαι Κύριε! Πόσο μεγάλη χάρη δίνεις
στον άνθρωπο! Πόσο μεγάλος γίνεται ο άνθρωπος κοντά σου! Δόξα σοι, Κύριε!»
Περικοπές που επαληθεύουν τα προλεχθέντα:
Ψαύουμε τα
ίχνη του αγίου Πνεύματος στο ιερό πρόσωπο.
Θέτουμε το
δάκτυλο στην αγωνία του για την αλήθεια.
Ακούμε τους
κτύπους της καρδιάς του.
Ζούμε κάτι
από τις θείες εμπειρίες, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.
Το βιβλίο βρίθει φιλοσοφικής γνώσης και
θεολογίας, νέας οπτικής γωνίας από την οποία ο μέγας Βασίλειος συλλαμβάνει τη
μεγάλη και απλή αλήθεια του Θεού, σεβόμενος ταυτόχρονα την παράδοση. Ο στη
διάθεσή μας χρόνος όμως, συμπιεστικός, δε φείδεται ούτε της άκρως δραματικής
σύγκρουσης Βασιλείου- επάρχου Μοδέστου.
Γι’ αυτό προχωρώ στο τρίτο βιβλίο.
Γ. Το λογοτεχνικότερο, με ελεύθερες αποδόσεις
ιστορικών στιγμών και τόπων, προσώπων και αγώνων, με δραματικές προεκτάσεις είναι το πολυδιαβασμένο έργο του Ο Πληγωμένος Αετός,
(Γρηγόριος ο Θεολόγος)
Δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς την
αφηγηματική βιογραφία του Γρηγορίου του Θεολόγου, αν δεν είναι ο ίδιος θεολόγος
και προπάντων υψιπετής. Οι ίδιες οι άγιες μορφές που ιστορούνται απαιτούν το
πέταγμα στα ύψη και της θεολογίας και της γλώσσας, κινούμενης από το θαύμα όσων
βιώνει ο συγγραφέας. Γιατί πρέπει να περιγραφούν καταστάσεις υψηλοφροσύνης,
αγιότητας, παρθενίας, αγάπης.
Σε λογοτεχνικό βιβλίο, γραμμένο από επιστήμονα,
είναι αναγκαίος ο συνδυασμός επιστήμης και λογοτεχνίας θεολογικών παρατηρήσεων και
λογοτεχνικών τρόπων.
Γνωρίσματα του λογοτεχνικού έργου ενός
επιστήμονα φαίνονται
α. Η ιστορία και γεωγραφία ως αρκούντως γνωστά
χρησιμοποιούνται ως χωροχρονική τοποθέτηση των διαδραματιζομένων. Η ιστορία όμως
δεν είναι μια στυγνή καταγραφή γεγονότων, αφού η τέχνη απαιτεί τη ζωντάνια των
σκηνών και την αφηγηματική δύναμη, ώστε ούτε η ιστορία να προδίδεται ούτε η λογοτεχνία να φυλλοροεί. Το ίδιο συμβαίνει
με τη γεωγραφία. Όχι μόνο ως γνώση παρατίθεται,
αλλά με τη δύναμη του επιστήμονα λογοτέχνη να
περιγράφει ναούς, τοπία, φυσικά φαινόμενα, αυτή μεταποιείται σε εικονική πνευματική
πραγματικότητα.
Συγκεκριμένες αλησμόνητες στον αναγνώστη σκηνές
είναι η περιγραφή της τρικυμίας στην πορεία του Γρηγορίου στην Αθήνα (σελίδα 35)
με προσωποποιήσεις, κινητικές εικόνες, ηχητικές, αλλά και εσωτερικής
ενδοσκόπησης και ανάλυσης ψυχικών καταστάσεων, όπως του φόβου του Γρηγορίου ότι
πεθαίνει χωρίς να βαφτιστεί (στη σελ 37). Η συμπλοκή αφηγήματος και γνώσεων,
για την Αθήνα της εποχής, τα ήθη και έθιμα, όπως τον αττικό νόμο(στη σελ 42-43)
προϋποθέτουν τη γνώση θεμέλιο της έμπνευσης, που αφήνεται ελεύθερη να αναπλάσει
και ζωοποιήσει τις ιστορικές στιγμές.
β. Δεύτερο χαρακτηριστικό Το περιβάλλον των
προσώπων και τα πρόσωπα,
όντας επιστημονικά γνωστά, μέσω της τέχνης μεταπλάθονται
σε ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες με σφίζουσα ψυχική ζωή. Το τραγικό στοιχείο,
υποβλητικό, παρακολουθεί συνεχώς το έργο, αφού ο Γρηγόριος είναι ο άνθρωπος της ησυχίας, της νηστείας και της
προσευχής, οι περιστάσεις όμως τον αναγκάζουν να μετέχει σε αγώνες πνευματικούς
αλλά και εκκλησιαστικούς, ξένους στο χαρακτήρα του, γι’ αυτό και πολλές φορές
οπισθοχωρεί και προτιμά την προσευχή του. Όμως και πάλι ή επανέρχεται ή τον επαναφέρουν
στη φλέγουσα πραγματικότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει. Κι αυτή κάποτε
είναι σκληρή, λόγοις και πράξεσιν, αφού οι εχθροί του πλέκουν σχέδια εξόντωσής
του, υφασμένα όμως και με λογοτεχνική μαεστρία από το συγγραφέα.
γ. Η εμβάθυνση στον αγώνα και στην αγωνία του
αγίου να προσπελάσει το θείον,
να συλλάβει και να μεταδώσει στους ανθρώπους
την ενότητα της αγίας Τριάδας και τις σχέσεις των προσώπων αποτελεί και την
κύρια αιτία της συγγραφής, αλλά και αποδεικνύει το ανάλογο συγγραφικό σθένος
του κυρίου καθηγητού.
Είναι σκηνές που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη;
Ναι. Τότε ο συγγραφέας πέτυχε, όχι μόνο να δώσει ζωή στη σκηνή, αλλά και να
είναι τόσο δυνατός ο λόγος του, ώστε να χαράζεται στην ψυχή του αναγνώστη.
Από τις ωραιότερες σελίδες είναι οι
αναφερόμενες στο λόγο του Γρηγορίου:
Διαβάζω: «Ο λόγος του κύλαγε πότε σαν ρυάκι που
δροσίζει τα λουλούδια, πότε σαν γεμάτο βίαιο ποτάμι, που πλημμυρίζει τη
διψασμένη γη. Άλλοτε θώπευε τους παρασυρμένους και τους εξηγούσε υπομονετικά
την αλήθεια. Κεραύνωνε όμως και κάποτε ειρωνευότανε τους κακότροπους
αιρετικούς. Όλα τα μέτρα τα δοκίμαζε.
Για ένα σκοπό, να γεμίσει τις καρδιές και το
νου με αλήθεια.»
Και παρακάτω στο κείμενο, ο ομιλητής Γρηγόριος.
«Έβγαινε στην ωραία πύλη και με το στόμα
του φωτιζότανε η αλήθεια για την Τριάδα. Μίλαγε με ιερό πάθος.
Το εκκλησίασμα μετείχε. Οι πιστοί ζούσαν
πανίερα αισθήματα. Ο αετός της θεολογίας πήγαινε όλο και βαθύτερα στην αλήθεια.
Έπαιρνε τα ρητά της Γραφής και
προχωρούσε στο βάθος, στην αλήθεια που αυτά δηλώνανε. Ζητούσε να δείξει στο
εκκλησίασμα το «απόθετον κάλλος», καθώς έλεγε. Την πανώρια ομορφιά που
βρισκότανε κάτω από το γράμμα της Γραφής. ...(σελ.154)
Και πιο κάτω στο κείμενο:. «Φόβος και τρόμος
είναι η θεολογία. Και μαζί κάλλος άρρητο και ομορφιά...Πρέπει να γίνεις φως για
να δεις το περισσότερο φως.
Κι ο ανέτοιμος για κάτι τέτοιο θα σκοτιστεί
τελείως μπροστά στο θείο φως...»(157)
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο για το Γρηγόριο το
θεολόγο μπορεί να θέσει σε μερικές σελίδες το ερώτημα, μήπως η βιογραφία ισοπεδώνει
τον άγιο Γρηγόριο με τους λοιπούς ανθρώπους, ώστε να κρίνεται με ανθρώπινα μέτρα χαμηλότερα
από το ύψος της αγιοσύνης του. Ο συγγραφέας όμως, όπως ομολογεί, προσπαθεί να
συλλάβει τους κτύπους της καρδιάς του αγίου. Εξάλλου, τόσο πολύ γνώρισε τον
άνθρωπο Γρηγόριο, ώστε μπορεί με άνεση να γράφει γι’ αυτόν, όπως θα έγραφε για
τον καλύτερό του φίλο.
δ. Τα κοινωνικά αλλά προπάντων τα θεολογικά
προβλήματα της εποχής αίρονται από τις διατριβές και τις βίβλους των
επιστημόνων και σπαρταρούν στα χέρια του επιστήμονα λογοτέχνη. Δογματικές θέσεις
της εκκλησίας μας παρατίθενται στον υποτιθέμενο διάλογο του Γρηγορίου με τους
συμπολίτες του περί της φύσεως του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος(
στη σελ. 71.)
Με τη μαγεία της τέχνης, φέρνοντας μπροστά στα
μάτια μας το Γρηγόριο να μιλά στο μνημόσυνο της αδελφής του Γοργονίας,
ανατέμνει το λόγο του και εξηγεί τις προσπάθειες του αγίου να συμβιβάσει γάμο
και αγαμία, αφού το ακροατήριο τον ανάγκαζε να επανατοποθετείται.
Στο βιβλίο
δίνεται ευκαιρία να αισθανθούμε και τον άνθρωπο- συγγραφέα που, στηριγμένος στα
γραπτά των Μεγίστων φωστήρων βλέπει μπροστά του τα διαδραματιζόμενα. Για
παράδειγμα: Ένας λόγος του Γρηγορίου εκφωνείται μπροστά σε εκκλησίασμα. Ο
συγγραφέας όχι μόνο γνωρίζει το περιεχόμενο, θεολογικό, για την Αγία Τριάδα το
πλείστον, αλλά ζωντανεύει και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τους ανθρώπους που
παρακολουθούν, τις αντιδράσεις τους. Το
ίδιο επιτυχημένη, η απολογία της φυγής του Γρηγορίου, ένα πολύφωνο έργο που
διεισδύει στα βάθη του μυστηρίου της ιερωσύνης.
Ένας ανεξίτηλος λόγος του Γρηγορίου είναι ο
γραμμένος στην επιστολή του 49,
«Μάθε Βασίλειε ότι για μένα η πιο μεγάλη πράξη
είναι η απραξία
«Εμοί δε μεγίστη πράξις εστίν η απραξία.»
Είναι σημεία στα οποία ο επιστήμονας νικά το
λογοτέχνη, αλλά και ο λογοτέχνης υποτάσσεται εν γνώσει του μπροστά στην κρυστάλλινη
γνώση και την αξιολόγηση της προσφοράς του βιογραφουμένου αγίου. Ο θεολόγος
συγκρούεται με το λογοτέχνη, μα και ο εις Χριστόν παιδαγωγός απαιτεί τα
δικαιώματά του.
Το έργο πρέπει να είναι ψυχωφελές.
Επιλογικά, χαιρόμαστε γιατί μπορούμε να
χρησιμοποιούμε λόγια του συγγραφέα
αποτιμώντας το έργο του. Γράφοντας για τον
πρώτο λόγο του Γρηγορίου στη Ναζιανζό ο λογοτέχνης επιστήμονας λέει: «Και προπαντός η ατμόσφαιρα γέμισε από
ποίηση. Ο Γρηγόριος άφησε το ταλέντο του (σελ.73) την ποιητικότητά του
ελεύθερη.» Με τα ίδια αυτά λόγια μπορούμε κι εμείς, τελειώνοντας, να
αναφερθούμε στον καθηγητή Στυλιανό Παπαδόπουλο, για να εικονίσουμε τον αντίκτυπο του έργου του
στο σημερινό αναγνώστη: «Κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο και όλοι εκπλαγήκανε.
Τους εμφανίστηκε μεγάλος ποιητής. Από δω και πέρα θα ξέρουν οι ακροατές και οι
αναγνώστες του ότι θα έχουν να κάνουν μ’ ένα γεννημένο ποιητή που έγινε
σπουδαίος θεολόγος.»(σελ.74)