Πρόσεχε
Του’ λεγε καθημερινά σχεδόν, «αν έρθετε στη Λευκάδα θα σας
φιλοξενήσω», πρώτη της φορά στην Κύπρο και στο σχολείο, στρατιωτικός ο άντρας της, είχε τα προβλήματά
του, τα έτσουζε, κι αυτή πρώτη στο σχολείο, χαράματα, προετοιμασίες και κόντρα, για να είναι
εντάξει, μην πουν πως, άλλες από την πατρίδα, κοριός, ούτε επιθεώρηση είχαν
ούτε και τις ένοιαζε, ο μισθός να πέφτει κατά προτεραιότητα, και τα παιδιά
μπαινόβγαιναν στο γυμνασιάρχη για παράπονα, εκεί ήταν κι ο Κοσμάς, στη Λευκάδα,
Πόρτο Κατσίκι κοντά, τα καλοκαίρια μου περίγραφε το τοπίο, ένας άϊς Επίκτητος,
με τις θαλασσινές σπηλιές του, παρακάτω ο Παχύαμμος, το Κατσίκι θα τον ζήλευε,
από άμμο κι ερημιά, περπατητοί πηγαίναμε από Σκάρου στον Παχύαμμο, παρά θίν’
αλός, ιώδιο ν’ αναπνέουμε, έλεγε ο Δράκος, οι Λευκάδιοι ξαδέλφια ήταν, Κοσμαυτός
και Κοσμαυτή, κατέβαινε αυτός μέσα μέσα για καμιά διάλεξη, για καμιά παρουσίαση
βιβλίου, λόγιος Ερμής, λευκώλενος Ήρη εκείνη, ο Δίας μπερμπάντευε, να προσέχεις
τη συμπεριφορά σου στην Κύπρο, του έλεγε, δεν μας ξέρουν μα μάτι βγάζουν,
γινόμαστε στα στόματά τους τσίχλα χιώτικη, όταν πας στην πατρίδα να πεις και
στους δικούς μου πώς περνώ, «ντάξει».
Στο σκολειό κατέβηκαν μια μέρα δυο τρεις μαντραχαλέοι, «εμείς
πατρίδα δεν έχουμε, πατρίδα δεν θέλουμε, μεγάλο κακό έκανε η καλαμαριά στο
σπίτι μας, ο πατέρας μου σκοτωμένος στο πραξικόπημα», καλά παιδί μου, πήγε να
τους πει η καημένη, την αρπάζουν από το μαλλί, σεβαστή κυρία στους άλλους, σ’
αυτούς εκπρόσωπος της χούντας, να την ρίξουν χάμω να την ποδοπατούν, τρέξαμε
όλοι όσοι ήμασταν στο λιακωτό, ένα άγαλμα έμενε να κοιτάζει και να μην πιστεύει
στα μάτια του, οι πίνακας στράβωσαν, οι μαθητές που την αγαπούσαν είδαν τη
σκηνή, διάλειμμα, έσπευσαν κι αυτοί με μια βοή, ουουουου, και τους έσπρωξαν έξω,
στα προπύλαια, κλείσαν και την κύρια είσοδο του σκολειού, γκρίζα, βαριά, κι
όταν ήρθε η αστυνομία ήταν αργά, πάντα ερχόταν αργά στα σχολεία, μην μπλέξουμε
με τους τρελούς!!! Κι όμως πρόσεχε!
Η Καλύτερη ζωή
Όταν ο γιατρός της είπε πως το παιδί της δεν θα έχει και την
καλύτερη ζωή, για να την προετοιμάσει, δεν κατάλαβε και πολλά, κάτι
υποψιάστηκε, ένα σύγνεφο πέρασε από το τζάμι, ευχήθηκε όλα τα καλά της γης να βρουν
το παιδί της , άρχισε να ψιλοβρέχει, ίσως μαζί να καθάριζε κι η ατμόσφαιρα,
πολλή σκόνη πλάκωσε τελευταία, η άγια υπομονή, η αγάπη αμέριστη, παιδί της
είναι, ολοκληρωτικά δικό της, δική της κι η αγάπη, την δίνει εκεί που πρέπει,
άνευ όρων, κι έτσι σαν πήγε στο δημοτικό, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα
δείγματα, μόνο του το παιδί δεν προχωρούσε, άρχισαν οι δάσκαλοι, η
στήριξη, οι συνοδοί, και τώρα δεύτερη
φορά στην ίδια τάξη στου γυμνασίου την καμπή,
ενώ περιμένει να πάρει ένα απολυτήριο, να βρει μια δουλειά, να μάθει μια
τέχνη, είναι και οι τεχνικές σχολές, κι αυτές αναβαθμίζονται από μόνες τους,
γίνονται πανεπιστήμια και πολυτεχνεία καμιά φορά, όπως όλοι αναβαθμίζονται από
κατωτάτων ανέρχονται, μόνοι και μετά συντεχνιών, μα οι άνθρωποι διαφέρουν εκ γενετής,
άλλοι έχουν τις αδυναμίες τους στο ένα, άλλοι στο άλλο, χέρια πόδια μάτια
αυτιά, και βασανίζεται και αγωνιά, θα τ’ αφήσουν το παιδί και τρίτη χρονιά στην
ίδια τάξη; Αποκλείεται, της λέει η λογική, κι οι γειτόνισσες, κι ο δάσκαλος που
πέρασε να πάρει τα ρούχα που του είχε πλύνει, μια γνωριμία στο υπουργείο αν
έχει, να την βεβαιώσει, αν πάει στην εκκλησιά και ρωτήσει τον παπά, αυτός όλο
και κάτι θα ξέρει, τι θα γίνει το παιδί στο μέλλον, πώς θα τα βγάλει πέρα στη
ζωή, ένα μεροκάματο, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, κι η πόρτα χτυπά, τον
φέρνουν από το σχολείο, η συνοδός, ελπίζουμε όλα να πάνε καλύτερα, κάθε ένας
και τη μοίρα του, γι’ αυτό και η διευθύντρια κάτι παρόμοιο έλεγε σήμερα, στον
τοίχο κρεμασμένο το κέντημα της μάνας της, εκατοχρονίτικο, ήταν η εποχή που οι
άνθρωποι ήλπιζαν! Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα!