Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

της θάλασσας


ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τη θάλασσα που σε πικραίνει
τη φοβάσαι και στον ύπνο σου,
κατεβαίνει από τον Πενταδάκτυλο,
μπαίνει ακάλεστη στο δωμάτιο,
τρασκελά κάγκελα και παράθυρα,
τον κήπο και τα κυπαρίσσια,
τις ελιές και τερατσιές,
κάθεται καμιά φορά στο βουνό,
βλέπει τα φωσάκια της Χώρας
και με μια βουτιά βρίσκεται στα πρόθυρά σου,
δεν χτυπά,
δεν είναι Αθηνά δεν είσαι Τηλέμαχος,
ο χαμένος Οδυσσέας ταξιδεύει ακόμα,
οι Θεοί δεν συνεδρίασαν,
ο Ποσειδώνας όλο και οργίζεται,
με την τρίαινα αναδεύει τη θάλασσα,
δεν είναι η παιδούλα των δώδεκα και δεκαπέντε
που αγκάλιαζες δροσερή,
εκεί στις γούβες με το αλάτι,
δεν είναι το αεράκι κοντά στο ποτάμι και στις καλαμιές,
αυτή μια δράκαινα,
βγήκε λες από έργα του Σαίξπηρ,
νύχια τεράστια να γαντζωθούν πάνω σου,
γεροντικά δόντια
να θέλουν να μπηχτούν στο κορμί σου,
όχι όχι, αναπηδάς,
η θάλασσα του Επίκτητου,
της Κερύνειας και του Βαρωσιού
δεν ήταν ποτέ με ακάνθινο στεφάνι στολισμένες,
πώς έγινε,
και τα συρματοπλέγματα πληθαίνουν,
δεν βρήκες τον τρόπο εσύ,
δεν δέχεσαι τα διατάγματα,
τις υποκλίσεις,
τους ρητορικούς λόγους
τον κρείσσω λόγον και τον ήττω,
κουάξ κουάξ τα βατράχια στο ποτάμι,
κι εσύ να ξαγρυπνάς
λουσμένος στον ιδρώτα
μιας λεκιασμένης Λευκωσίας,
ακατανόητης,
κι οι ρήτορες πληθαίνουν,
συγχυσμένοι.
Στο μυαλό μου καθαρή η εικόνα σου,
των δώδεκα και δεκαπέντε χρόνων,
έλα στην αγκαλιά μου.