Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Πέρασα τον Αχέροντα


Πέρασα τον Αχέροντα,
με τη βάρκα του Χάροντα,
πλήρωσα τον οβολό μου,
έλεγα στη γυναίκα,
δεν μπορώ τα νομίσματα κάτω από τη γλώσσα,
πιστή αυτή στις παραδόσεις δεν με άκουε,
πλησιάζαμε στην αντίπερα όχθη,
ζαλισμένος εγώ
άκουα σαν στον ύπνο του θανάτου
τα μουγκρίσματα του Κέρβερου,
μου θύμιζαν τα μπουλτόκ του γείτονα
ή  τα άλλα άγρια σκυλιά των τσοπάνηδων
μέσα στη νύχτα,
σαν έφευγα από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς
για να πάω στο δικό μου,
μέσα στα μαύρα κατάμαυρα πέπλα του χωριού,
ποτάμια και ποτάμια,
τα νερά κόχλαζαν,
ή τα νερά της Στυγός, που μας έλεγαν,
εκεί στη Λήθη να διακρίνω το Μαβίλη,
“Ποιητή μου και ήρωά μου, μην κλαις,
καλά τα είπες, καλή συντροφιά μας κράτησες τους χειμώνες,
χαίρε του είπα,
μα έστρεψε αλλού το βλέμμα, χαμηλά το κεφάλι.
Κι ύστερα άρχισε να μου απαγγέλλει για τα ασφοδέλια,
ως που συνάντησα το Έρεβος,
βιαστικός για τη δίκη,
αυστηρότητα παντού, όπως στο σχολείο, τότε,
οι δικαστές στους θώκους τους
Θα περιμένω πολλή ώρα,
αν και ξέρω την καταδίκη μου:
Να θυμούμαι τα εδώ και να κλαίω
για τον παράδεισο που έχασα.