Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Οδύσσεια Νέα


ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΝΕΑ
Δεν ξέρω, Οδυσσέα μου, αν ανήκεις στην τάξη των προσφύγων, να ρωτήσουμε τους ειδήμονες, το 1974 με την εισβολή των Τούρκων στο νησί, όλοι που διωχτήκαμε ήμασταν «πρόσφυγοι», που έλεγε κι η γιαγιά, ύστερα όμως άλλαξαν τα ονόματα οδών και αριθμών, ετοιμάστηκαν δόκτορες να αποδείξουν το αντίθετο, η βρύση έτρεχε καθαρό κρύσταλλο χρήμα, βρομισμένο αλλά οι μύτες κλειστές, δεν «ακουόταν η μυρουδιά», που ‘λεγε κι ο Κρητικός ανθυπολοχαγός στο Κεν Λάρνακος, υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να αποδεικνύεις τα αντίθετα του πραγματικού, κι έτσι ένα σύγνεφο βροχής κατέβηκε, τα πήρε το ποτάμι, τα πήρε ο ποταμός, φόρεσαν πολύ λευκές μπλούζες οι ειδήμονες, και μια μάσκα, δεν ήταν για τον ιό, χαραγμένο χαμόγελο ήταν, το σιδηρούν κομματικό προσωπείο, κι άλλοι περίμεναν στη γωνιά, ευκαιρία ήταν να εμέσουν τη χολή που κρατούσαν μέσα τους βαθιά και τους καρκίνευε, καιρός να αποβάλουν, κι αποβάλλουν νυχθημερόν, τούρκοι και ρωμιοί, δεν ξέρω αν είναι εξωμότες, ίσως και εξισλαμισθέντες χριστιανοί, από τον καιρό που μας άφησαν εδώ τις δυο τρεις χιλιάδες στρατιώτες οι τουρκομαννοί, έσκυψαν πολλοί το κεφάλι, είχαν στο σπίτι εκκλησιά και στο χωριό πήγαιναν στο τζαμί, άλλου παπά ευαγγέλια, μα έγιναν όλα αυτά που σου λέω, κι ύστερα μας ρωτούν, «μα γιατί δεν λάβατε υπόψη το σύνοικο στοιχείο;» Το στοιχείο το καταλαβαίνουμε, όπως λες το «στοιχειό του μεσονύχτου», έμεινε το σύνοικο, μα τώρα πληθαίνουν οι σύνοικοι, από περίπτερο ΟΧΙ και κάτω, κι ήταν ωραίοι δρόμοι, εκεί το σινεμά Ρόγιαλ, τα σπίτια του Ουζουνιάν, ένα ωραίο ζαχαροπλαστείο, κι η Ξάνθη του Ξενιέρου έμεινε στον καθρέφτη να χτενίζει τα κιτρινωπά μαλλιά της, όλα κατάμαυρα τώρα, κάτι μεταξύ Ινδιών και Μπακλατές, γίναμε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, Οδυσσέα μου, όνειρο προεδρικό βλέπεις, εσύ μόνο τους Τρώες ήξερες και τους Αχαιούς, εύκολα πράματα, λοιπόν, εδώ στο περιγιάλι που βρέθηκες τώρα, του Τζιυρκού που λέμε, παραπάνω το χωριό, ο άγιος Επίκτητος, δεν είναι ο φιλόσοφος, όχι, ούτε τον ένα ξέρεις ούτε τον άλλο, λοιπόν, εδώ, την βλέπεις την καλύβη, λίγα καλάμια έφερε ο Σκάρος, δυο τρεις πασσάλους και την έστησε, μπροστά στη θάλασσα το μποστάνι, ζαρζαβατικά και πέπονες, ακουστά τους έχεις ίσως από την Ιθάκη, πιο κάτω να σε πάρω μια βόλτα να δεις άγρια τοπία, θαλασσινές σπηλιές, μαζί με τον Ευριπίδη γράφουμε την τραγωδία μας εις το σπήλαιον, «αναπνοήν έχον προς την θάλασσαν»,  δεν το  ήξερα τότε, τώρα καταλαβαίνω τις ομοιότητες, τις στιγμές της αιωνιότητας που επαναλαμβάνονται, «τι λες, μου λέει, δεν πολυκαταλαβαίνω, εγώ θέλω την Ιθάκη μου», «εδώ συμφωνούμε απόλυτα», του λέω, όλοι οι πραγματικοί πρόσφυγες την Ιθάκη μας θέλουμε, κι ας κουρεύονται νούμερο ένα οι δικτάτορες και δόκτορες των όρων της Ιστορίας.
Εμείς έχουμε οδηγό την αλάνθαστη ψυχή μας.