Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

σιαγονες


ΣΙΑΓΟΝΕΣ
Οι σιαγόνες για ραπίσματα, το μεγαλύτερο το ‘74, ακούστηκε ένα τσακ κι αντηχεί ακόμα στους έχοντας ώτα και νουν και όμματα, η σιαγόνα έφτασε στο χώμα, δεν θα το φάει, αργά γρήγορα θα την φάει, εξαφανίστηκαν στεριές και θάλασσες, μέρες και νύχτες, όνειρα στην αστροφεγγιά, στις φεγγαρόφωτες νύχτες, στη χάση του φεγγαριού, μια ψηλά στο Βουνό, με τον παππού και τη γιαγιά να ποτίζουν το Περβολούδι και του Ματσάγγου, στο πανηγύρι τ’ άι Χρυσοστόμου, μια στα καντούνια της Χώρας, της μεγάλης ευτυχίας και ατέρμονης χαράς, μια στον Άι Δίχτητο, στην παράγκα και στην ακροθαλασσιά, στο Πέντε Μίλι, στο Έξι Μίλι στην Αϊκρκώτισσα, στον ‘Αι Γιώργη στου Ασπρή, τέλειωναν οι εξετάσεις τελευταία μέρα παίρναμε μαζί μας στο σχολείο και τα θαλασσινά μας, στα λεωφορεία του Τσέντα κατ’ ευθείαν, εκεί στο ΟΧΙ, κάποτε  ταξίδια για τον Απόστολο Αντρέα με την πρωινή δροσιά, κρατούν ακόμα στη μνήμη, η καταβύθιση όμως μεγάλη, πνιχτική, δεν έχουμε τι να δείξουμε στα παιδιά μας, ό τι έμεινε κατάληξε να μην είναι αυτό που ζήσαμε, καινούργια σπίτια, πολυκατοικίες, όροφοι στους ορόφους, και πάλι στην άμμο, όπως τότε στην Αμμόχωστο, ήταν όμως κι εκεί ωραία, κοντά το περβόλι του Πισία, της θείας Χρυστάλλας, μια φορά πήγα μα έμεινε αξέχαστο με τη μεγάλη δεξαμενή, τι να πούμε στα παιδιά μας, τι να πούμε στα εγγόνια, μια καταστροφή, κι άλλοι το χαίρονται, καλά να πάθεις, άλλοι σιωπούν, άλλοι θρηνούν μέσα στον καυτό Ιούνιο, Ιούλιος έρχεται, τότε ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων τρεμουλιάζει στο σύμπαν, η Ιστορία κρίνει, ή καλύτερα οι ιστορικοί, κι αυτοί άνθρωποι είναι, με το παραμύθι του ο καθένας, την οπτική του γωνία, εγώ όμως ξέρω, γιατί τα έζησα.