Φως και Σκοτία
Δέος και θαυμασμός συνοδεύουν τον αμαυρωμένο από τις βιοτικές μέριμνες άνθρωπο, καθώς αναλογίζεται το θαύμα και τη δύναμη του φωτός. Φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού ο Υιός Λόγος, Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, μας γράφει ο άγιος του Έσσεξ, δηλαδή φως, φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Είμαστε άρα κι εμείς αγιασμένοι με το θείο αυτό φως, απομένει όμως ο μακρύς δρόμος να το διακρίνουμε κι ύστερα να το φανερώσουμε και στους άλλους ανθρώπους. Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς. Φως είναι και ο πνευματικός φωτισμός, η Αλήθεια, και τα έργα του φωτός, τα έργα της αγάπης, της άλλης έννοιας που χαρακτηρίζει το Θείο.
Όμως ει το φως το εν σοι σκότος εστίν, το σκότος πόσον; Αν όμως το μάτι μας είναι πονηρό, όλο το σώμα μας θα είναι πονηρό. Ώστε, αν αυτό που λέμε οι πονηροί φως, είναι σκότος, ας σκεφτούμε πόσο είναι το σκοτάδι αυτό καθεαυτό που έχουμε ο καθένας μέσα μας.
Το μόνο προς το παρόν που αντιλαμβανόμαστε είναι πόσο ανάξιοι είμαστε να ονομαζόμαστε υιοί φωτός, αν δεν έχουμε καθαρθεί στις αισθήσεις και στην ψυχή. Ζούμε μέσα στον κόσμο των αισθητών και αυτός ο κόσμος μας τραβά περισσότερο με το βάρος μας και με την έλξη του, ενώ ο άλλος, ο πνευματικός, τον οποίο ορεγόμεθα και για τον οποίο πλαστήκαμε είναι βαθιά μέσα μας χωμένος, όπως κάτω από τη γη μέσα στους τάφους ο νεκρός εαυτός μας, που περιμένει την ανάσταση. Αυτό που μας μένει ίσως είναι η ελπίδα ότι κάποτε θα αξιωθούμε να δούμε το φως, και αυτό στριφογυρίζει στο νου και στην παιδεμένη καρδιά ως απομεινάρι των παιδικών αναμνήσεων, ο πόθος επιστροφής στην Εδέμ, στο γενέθλιο τόπο, στην πρώτη αθωότητα που χάσαμε με τα χρόνια και με τη γνώση, όταν εξοριστήκαμε από τον παράδεισο για την παρακοή.
Προς το παρόν ως λαός είμαστε ο καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου και φως δε βλέπουμε, γιατί το έχουμε σβήσει με τον υπέρμετρο ρεαλισμό μας. Το φως είναι πνευματικό, ζει στον κόσμο του ιδανικού. Και όμως ακόμα και αυτά τα ιδανικά για μας είναι τα τόσο νόμιμα και τόσο δίκαια και τόσο σε άλλους φυσικά, που διερωτώμαστε πώς, ποιος και τι έφταιξε, με αποτέλεσμα και τα πιο φυσικά για τους άλλους, να καταντήσουν για μας ιδανικά απρόσιτα: να ξέρω την τύχη του αγνοοούμενου αδελφού μου, να χαίρομαι το σπίτι και το χωριό μου, να είμαι ελεύθερος στον τόπο μου με κατοχυρωμένα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τίποτε παραπάνω.
Δεν είναι μόνο οι περιουσίες μας που κλάπηκαν και η τριαντατετράχρονη έξωση από τον παράδεισο, είναι και η ίδια η ζωή μας που διαψεύδεται καθημερινά και ρίχνεται στη λάσπη και ποδοπατείται από ομοεθνείς, ομόγλωσσους και όμαιμους. Είναι αυτά που πιστεύαμε, και τα οποία μας στήριξαν στη ζωή, που τα βλέπουμε να αλλοιώνονται και να παραποιούνται με τη φενάκη μιας δήθεν επιστημονικής αλήθειας. Είναι η απογοήτευση για ένα ουράνιο ηρωικό παρελθόν, και ένα θλιβερό παρόν με αβέβαιο μέλλον του τόπου και του λαού μας.
Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα. Αλλά εμείς βλέπουμε το σκότος να καταβροχθίζει το φως μας, ένα πέπλο συγνεφιάς και πολύ γκρίζο στον ορίζοντα. Το σκότος απλώνεται, διεκδικεί, κατοχυρώνει, ενώ εμείς παραμένουμε εις την ιδίαν θέσιν. Προς το παρόν είμαστε ο λαός ο καθήμενος εν σκότει
Επειδή όμως είναι τόσο μεγάλη η ευσπλαχνία και η αγάπη Του, που αγκαλιάζει ζώντας, νεκρούς, ζωντανούς νεκρούς, γι’ αυτό ευχόμεθα να δούμε και το μέγα φως.