Το πιο πικρό τραγούδι
του Στέλιου Παπαντωνίου
Της πήραν το λεβέντη της σ’ ένα κουτί. Το λεβεντονιό που δεν τον χωρούσε η αυλή σαν άνοιγε τα χέρια να χορέψει, δεν τον χωρούσε η κάμαρα έτσι που μεγάλωνε με τις μέρες. Πήγε στο στρατό, να προσφερθεί στην πατρίδα, να μάθει να υπερασπίζεται το δίκαιο, να αγωνίζεται για το καλό του τόπου, όλων των ανθρώπων την ελευθερία. Και τώρα της τον έφεραν σ’ένα κουτί! Τριανταπέντε χρόνια ν’ ανηφορίζει το Γολγοθά και τέλος να μην έχει. Και τώρα τούτο το τέλος το τραγικό κι ανέλπιστο.
Αφού τον έβλεπε στη φωτογραφία, ήταν ζωντανός, γονατιστός με τα χέρια ψηλά, τον άρπαξαν οι Τούρκοι και πού να τον πήραν; Άλλοι έλεγαν τους έριξαν στα μπουντρούμια, άλλοι τον είδαν στα κάτεργα, τις νύχτες βασανίζονταν με το παιδί της, να του πέρασαν χαλκάδες στα πόδια, να τον έχουν στις σιδηρογραμμές, να τον χτυπούν, αυτόν που δεν έβλαψε ζουζούνι;
Λες να ν’ αλήθεια πως τον πήραν σκλάβο σ’ ένα σπίτι και του έδωσαν τουρκάλα; Κι αν είν’ έτσι θα το έκαμαν τουρκάκι το παιδί, μην το βασανίζουν μόνο, να ν’ καλά, να βλέπει το φως του ήλιου μόνο, και τ’ αγέρι να φυσά στο πρόσωπό του να δροσίζεται, να μυρίζει βασιλικό και δυόσμο.
Και τον έφεραν σ’ ένα κουτί.
Πού ν’ το μεγάλο φέρετρο να κλείσει το γίγαντά της; Το πλατύ στήθος π’ αγκάλιαζε η μάνα και περηφανεύονταν, το σφιχτό κορμί, το πρόσωπο τ’ αγγέλου; Πού ναι τ’ όραμα πως θα’ ρχονταν περίλαμπρος με δόξα και τιμή; Και τώρα η μικρή στενή πικρή αλήθεια: τα λείψανα των λειψάνων σ’ ένα κουτί.
Στην αρχή ήταν ένα φίδι που μπαινόβγαινε στα σωθικά και τα σμπαράλιαζε, ύστερα κουλιουριάστηκε κι έτρωγε την καρδιά μέρα νύχτα, προπάντων τη νύχτα, όταν πλάκωναν βαριά μαύρα σκοτάδια κουβαλώντας μνήμες από τα περασμένα και φόβους για τα παρόντα και τα μέλλοντα, κι εκείνες οι υποθέσεις...άραγε τι; άραγε πώς και με ποιούς και γιατί; Εκείνο το αναπάντητο γιατί.
Να τον σκοτώσουν γιατί, να τον βασανίσουν γιατί, να τον γδάρουν, να τον μαχαιρώσουν, να του κόψουν το χέρι και τη γλώσσα και το πόδι, γιατί... γιατί;
Διάβαζε τα μαρτύρια των αγίων και τα ζούσε στο πρόσωπο του παιδιού της, άκουγε κι έβλεπε παντού το παιδί, ήταν μπροστά της στο τραπέζι, στον ηλιακό, στον κήπο. Στον ύπνο κατέβαινε και της μιλούσε, μα δεν της έλεγε την τρομερή αλήθεια. Στο πού είσαι δεν απαντούσε. Κι όλο τριγύριζε μαζί του και δεν ήξερε πού.
Ώσπου τον φέραν σ’ ένα κουτί. Λείψανα λειψάνων. Μέσα από ένα λάκκο, τους έριψαν στο λάκκο, τους σκότωσαν, άλλον στον κρόταφο, άλλον με αλυσίδες, άλλον στον τράχηλο. Τα παιδιά που είχαν γονείς και τα περίμεναν, που είχαν αδέλφια, παιδιά, γυναίκα, οικογένεια, ένα λαό δικό τους και ένα λαό που τα ’χε δικά του. Τα παιδιά της φωτογραφίας, μαρτύριο της θηριωδίας και του εγκλήματος, της απανθρωπιάς και της αδικίας, της χτηνωδίας και της βαρβαρότητας.
Μαύρες φτερούγες του θανάτου, τρίξιμο του ξύλου στη φωτιά, τρίξιμο κοκάλων, σ’ ένα πηγάδι που’ δινε ζωή τους έδωσαν το θάνατο, σε μια πατρίδα της αγάπης και της ομορφιάς τους έσυραν στην πιχτή νύχτα σκοτωμένους, σ’ ένα χώμα ειρηνοφόρο τους άφησαν στα όρνεα βορά, στους γκρεμούς και στα σπήλαια και στις οπές της γης.
Ως πότε ακόμα θα θρηνούμε τα παιδιά μας, ως πότε θα σπαράζουν οι καρδιές, ως πότε τα μάτια θα βουρκώνουν, ως πότε η πλάστιγγα θα βαραίνει κατά τη μεριά της αδικίας; Την πιο μεγάλη ακόμα αδικία που μας ετοιμάζουν, που δε θέλουμε να μας τη φέρουν σε κανένα κουτί.
Γιατί εδώ πρέπει να ζήσουν τα παιδιά μας λεύτερα και χαρούμενα. Γιατί γι’ αυτό θυσιάστηκαν όσοι τους φέρνουν τώρα λείψανα λειψάνων σ’ ένα κουτί!