Η ουσία της περιουσίας
Θέλετε να πείτε πως, μιλώντας για «περιουσιακό», εννοείτε πως όλη η ζωή στα χωριά και στις πόλεις και κωμοπόλεις μας, οι εκκλησιές και τα σχολεία μας, τα καφενεία, οι σύλλογοι κι η ελιά που φύτεψε ο πατέρας και το σπίτι με το φούρνο, όλα αυτά είναι «οι περιουσίες» για τις οποίες σκοντάφτετε, δεν τα βρίσκετε, τα βάζετε σ’ ένα καλάθι και θα τα ξανασυζητήσετε; Εμείς το δίκαιο της ειρήνης κι αυτοί το δίκαιο του πολέμου και της αρπαγής;
Δηλαδή τι; Θα μοιράσουμε τη ζωή χιλιάδων χρόνων, την ιστορία και παράδοση, αρχαία θέατρα και γυμνάσια, αγάλματα κι εικόνες, εκκλησιές και μοναστήρια, τον στολισμένο επιτάφιο και τη λαμπρή ανάσταση του Χριστού μας, θα τα κάμουμε κοινή πολιτιστική κληρονομιά; Από πού ως πού;
Όλα αυτά δεν είναι παρά η περιουσία μας, η Ιστορία κι ο πολιτισμός μας. Δεν είναι όπως λέμε έχω ένα γαϊδούρι, ένα αυτοκίνητο και το πουλώ, ξύλα κεραμίδια και παιγνίδια, στιλπνές μπάλες να στολίζουμε το δέντρο, κούτσουρα για τζάκι! Είναι το πρόσωπό μας, καταλαβαίνεις;
Ο άνθρωπος είναι το σπίτι του! Στην κάθε του γωνιά κάθισε, γέλασε έκλαψε, είδε το φως, ψηλάφισε το σκοτάδι, μπήκε στην κουζίνα με τις μυρουδιές, τη σούπα να βράζει το χειμώνα, λεμονάδα κάτω από την κληματαριά το καλοκαίρι, εκεί έπαιξε, τσάπισε τον κήπο, πότισε λουλούδια, τάισε όρνιθες και κουνέλια, ξημεροβραδιάστηκε στο διάβασμα, βγήκε το κατώφλι και μπήκε στον κόσμο. Λίγο πιο πάνω η εκκλησιά, λίγο πιο κάτω το Δημοτικό.
Δηλαδή τι; Θα μοιραστούμε τα σχολεία μας, θα τ’ ανταλλάξουμε ή θα τα βλέπουμε καταστρεμμένα, όπως τα Δημοτικά τ΄άι Κασσιανού, το εκκλησάκι τ’ άι Γιώργη; Πόσοι προσευχήθηκαν εκεί, πόσων χτύπησε η καρδιά μπροστά στον τεράστιο άγιο, που έσωσαν μέσα από τις φλόγες του πολέμου ο αδελφός κι ο φίλος;
Το σπίτι είναι ο άνθρωπος, το χωριό είναι ο πολιτισμός μας, η κοινωνία και κοινωνικότητά μας, κι αν πέρασαν τριάντα τόσα χρόνια δεν τα μηδενίζουμε.
Η περιουσία μας είναι κι η ουσία της ανθρωπιάς μας κι η απόδειξη της αξιοσύνης μας. Ο ιδρώτας, το ηλιοκαμένο πρόσωπο, ροζιασμένες παλάμες. Καλλιεργώ είτε τη γη είτε τον εαυτό μου το ίδιο μοιάζει, την τίμια ζωή και ζήση φανερώνει. Γι’ αυτό κι ήταν μεγάλη προσβολή ν’ ακουστεί στο χωριό πως κάποιος σκέφτονταν να πουλήσει γη. Σαν να λέμε τη μάνα του. Και τώρα πώς θα γίνει; Έκτισαν πάνω; Πού, πότε, γιατί, με ποιου το δικαίωμα, του κλέφτη; Έχει ο κλέφτης δικαιώματα;
Οι περιουσίες δεν είναι άψυχα, είναι όλη η ουσία κι η διαφορά μας από τ’ άλλα ζωντανά. Κι αν ζήσαμε χωρίς τα σπίτια τόσα χρόνια είναι γιατί είχαμε κι έχουμε μέσα μας κρεμασμένο ένα μεγάλο μαγνήτη επιστροφής. Το ξέρουμε πως το σπίτι είναι εκεί, το περβόλι, το ξέρουμε πως άλλοι το απολαμβάνουν και δε θλιβόμαστε μόνο. Οργιζόμαστε και ορυόμαστε. Το άδικο κυρτώνει, σαν τον τοίχο που σωμπίνει. Και το χειρότερο, τα σπίτια που γκρέμισαν- δεν ήταν δικά τους- τους στάβλους, τον ελιόμυλο, το καμπαναριό. Και- την κατάρα μου να’ χουν- την εκκλησιά που μαγάρισαν, τις τίμιες εικόνες, τα τίμια και πολύτιμα της πίστης και του πολιτισμού μας. Τα τίμια ελληνικά ονόματα. Κι αυτά περιουσίες και μαρτυρίες της ελληνικής παρουσίας.
Αυτά ήταν κι είναι η ζωή μας, των πατεράδων, των παππούδων, των παππούδων των παππούδων μας. Κι η ζωή δεν πουλιέται, δεν ξεπουλιέται, δεν ανταλλάσσεται. Κι είναι εκεί για να τα βλέπουμε στον ύπνο και να ξυπνούμε, για να μας τρων τα φίδια και να τα πατούμε κατακέφαλα, γιατί αυτό απαιτεί το δίκιο και η αξιοπρέπεια κι ο πολιτισμός κι η Ιστορία κι η παράδοσή μας. Γιατί εμείς έχουμε να επιδείξουμε πολιτισμό. Δεν έχουμε να λέμε «αυτό ήταν κάποτε εκκλησιά τώρα είναι τζαμί». Γι’ αυτό υπομένουμε τόσα χρόνια κι επιμένουμε. Για την ευλογημένη εκείνη μέρα. Όταν οι εκκλησιές μας θα είναι εκκλησιές μας, τα σχολεία μας σχολεία μας, τα σπίτια μας σπίτια μας. Κι οι περιουσίες μας περιουσίες μας.