Εις εαυτόν
ΚΑΙ επειδή φαίνεται να κατάλαβες πως η ελευθερία έχει και είναι μεγαλύτερης αξίας από όλα τα άλλα κα από αυτήν εξαρτώνται τα πάντα και η περιουσία και η Ιστορία και προπάντων η αξιοπρέπειά σου, διερωτώμαι πώς αφήνεσαι και ανέχεσαι. Και η πολλή υπομονή βλάφτει, γιατί σε θεωρούν … Ευτυχώς όμως έδειξες εκείνη την περίοδο και εκείνη τη μέρα που έριξες στην κάλπη το βροντερό εκείνο, ελπίζω λέω να ξαναφανείς άξιος όταν σε καλέσουν και ξαναδείς πως παίζεις στο ίδιο έργο θεατής, αλλά εκείνη την ώρα πάλι θα είσαι Ο Παίκτης. Ανέχεσαι. Κι αυτό προσπάθησαν να σε συνηθίσουν, να υπακούς, να μη μιλάς, εσύ δεν ξέρεις, υπάρχουν τόσα άγνωστα, και οι μεγάλοι και οι μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντα, εμείς έτσι δουλεύουμε, τυφλός και κωφός και άλαλος. Αλλά εκείνη τη μέρα ήταν το μέλλον και της πατρίδας και των παιδιών και των εγγονιών, είχες γίνει πια παππούς και εκείνο το σπίτι ήταν τόσο καινούργιο, μόλις έγιναν οι γάμοι και τόσο όμορφο μέσα στα περβόλια, και τόσο δροσερό το νεράκι να τρέχει απ’έξω…Όπως και η εκκλησιά του Βουνού και το σπίτι του παππού κι όλα όσα έμαθες πως τα γκρέμισαν. Και οι φίλοι που χάθηκαν και δεν τους ξανάδες. Και ύστερα ήρθαν να σου γκρεμίζουν την Ιστορία και τους αγώνες και τις αγχόνες και τις διαδηλώσεις στη Σεβέρειο και έξω από τις φυλακές, και τ’ αυτοκίνητα των Εγγλέζων που λαμπάδιαζαν μπουρλότα και τα ξενύχτια στα φυλάκια, τότε που έμειναν οι εξετάσεις στη μέση και τρέχατε στα στρατόπεδα, γιατί δεν είχαμε στρατό κι έπρεπε να φτιάξουμε. Όλα λοιπόν ήταν εχθρικά προς την πατρίδα, όλα κακώς έγιναν, είσαι εγκληματίας, εσύ που πηδάς πάνω από μυρμήγκι;
Κι οι χιονοστιβάδες κατεβαίνουν σαρωτικές. Τα έκτροπα στα γήπεδα, τ’ ακούς και δεν παραξενεύεσαι, τα έκτροπα στα σχολεία σου, εδώ συνήθισες να βλέπεις γκρεμισμένο και καμένο τόσα χρόνια το ένδοξο Δημοτικό Αγίου Κασσιανού, η συνήθεια, τι να πεις, ποιος να πει, τα γκρεμισμένα καμπαναριά, τα λεηλατημένα νεκροταφεία. Μα εσύ στη Λευκωσία ξέρεις πως οπισθοχωρούσες, ή σε έβαζαν να οπισθοχωρήσεις για το καλό, για την ειρηνική συνύπαρξη, για να αρχίσουν συνομιλίες, κι έτσι, χάνεις τον Αϊ Λουκά, από το 58, χάνεις τον Αϊ Ιάκωβο, περήφανος ακόμα στα γεροντάματά του εκεί, χάνεις την περβόλα που ΄παιζες μπάλα, χάνεις τη Μεγάλου Κωνσταντίνου με τους εκατοντάδες κατοίκους-φίλους, χάνεις τον καφενέ τα Ελευθέρια, όλη την περιοχή πίσω από τα σχολεία, τον Άι Γιώργη. Η γειτονιά σου ασφυκτιά, μένει μόνο η εκκλησία και δέκα σπίτια. Ο Άις Κασσιανός στη θηλειά αλλά εκεί, να ανασταίνεται μέσα από τις στάχτες του. Εσύ όλο μια υποχώρηση κι αυτοί καταστροφή την καταστροφή, εις βάρος σου. Ψέματα;
Κι ανέχεσαι, συνηθίζεις, άσε να δούμε πού θα πάει αυτό το δούλεμα, άσε να δούμε τι άλλο φουρνίζουν ξεφουρνίζουν, άσε να δούμε πόσο νομίζουν πως βυθομετρούν με φουρκέτες τα κεφάλια μας, ας μας κοροϊδεύουν ακόμα, «... όπως λεν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών»…Αυτά για τα οποία κάποτε περηφανευόμασταν κρύφτηκαν μέσα σε τεράστιες μαύρες κασέλες, να μην ακούγονται να μη στριγγλίζουν, να μην έρχονται στο φως.
«Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους». Κι αυτό κατάντησε παραμύθι χωρίς όνομα, να δούμε, δεν θα είναι ένα δικαίωμα αλλά τρία, ή θα πουλήσουν ή θα ανταλλάξουν ή θα επιστρέψουν… να δούμε, όλα κατοχυρωμένα σε ανοχύρωτη πολιτεία.
Κι όμως σου λέω ακόμα ανέχεσαι. Ανέχεσαι να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια τους με διαβατήριο, να εμπορεύονται με τους παράνομους, να ‘ρχεται ο παράνομος με παράνομο αυτοκίνητο από παράνομο κρατίδιο και να τον εξισώνουν και να είναι οι ηγέτες… Και ντρέπεσαι για την κατάντια και βρίσκεις ευτυχώς τους λίγους εκείνους, να ν’ καλά οι άνθρωποι. Όπως το δεκαεννιάχρονο με το φτύσιμο. Αυτοί και πάλι θα σε σώσουν. Ελπίζεις.